νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 10

«Ἰσχὺς» καὶ «Ἐξουσία» στὸ ὄψιμο ἔργο τοῦ Π. Κονδύλη

• Bookmarks: 208


του Ραϋμόνδου Πετρίδη, από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 10, Καλοκαίρι 2014

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ

Internet Archive

Academia

Ἐ κ­κι­νών­τας ἀ­πὸ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι εἶ­ναι κα­τὰ βά­ση ἀ­δύ­να­τη ἡ πλή­ρης αὐ­το­ϋ­πο­νό­μευ­ση τῆς κοι­νω­νι­κῶς δρώ­σας ὕ­παρ­ξης1, δὲν μπο­ροῦ­με πα­ρὰ καὶ στὸ ἐ­νέρ­γη­μα τῆς κον­δύ­λειας –ἀ­ξι­ο­λο­γι­κὰ ἀ­δέ­σμευ­της– πε­ρι­γρα­φι­κῆς θε­ω­ρί­ας νὰ δι­α­βλέ­ψου­με μιὰ ση­μαί­νου­σα μὲν αὐ­το­α­πο­δυ­νά­μω­ση τοῦ εἰ­ση­γη­τῆ της (ὡς φο­ρέ­ως ἑ­νὸς μὴ ἐ­πι­δε­χό­με­νου ἰ­δε­ο­λο­γο­ποί­η­σης ἐγ­χει­ρή­μα­τος), ἡ ὁ­ποί­α, ὡ­στό­σο, πα­ρέ­χον­τάς του ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α ἔ­ναν­τι τῆς συν­τρι­πτι­κῆς πλει­ο­ψη­φί­ας τῶν θε­ω­ρη­τι­κῶν κι ἐν­δυ­να­μώ­νον­τας τὸ «ἐ­σώ­τε­ρο» αἴ­σθη­μα ταυ­τό­τη­τας, τοῦ προ­σπο­ρί­ζει μιὰ ὑ­πο­κα­τά­στα­τη μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος. Δι­α­τυ­πώ­νον­τας «κον­δυ­λι­κό­τε­ρα» τού­τη τὴν ἄ­πο­ψη θὰ λέ­γα­με ὅ­τι «ἡ λο­γι­κὴ τῆς τα­κτι­κῆς ὀρ­θο­λο­γι­κό­τη­τας ὑ­πο­τάσ­σε­ται στὴν λο­γι­κὴ τῆς ταυ­τό­τη­τας» ὥ­στε νὰ ἔ­χου­με καὶ ἐν προ­κει­μέ­νῳ μιὰ ὁ­ρι­σμέ­νη ἀν­τι­στρο­φὴ τοῦ κα­θι­ε­ρω­μέ­νου τρό­που λει­τουρ­γί­ας τῆς σχέ­σε­ως ἄν­τλη­σης «ἐ­σώ­τε­ρου» αἰ­σθή­μα­τος ταυ­τό­τη­τας καὶ ἐ­πί­τευ­ξης τῆς στε­νὰ νο­ου­μέ­νης αὐ­το­συν­τή­ρη­σης, ἀν­τι­στρο­φὴ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πεμ­πο­λοῦν­ται στοι­χεῖ­α τῆς φυ­σι­κῆς-πο­σο­τι­κῆς αὐ­το­συν­τή­ρη­σης χά­ριν τῆς ἰ­δε­α­τῆς ἀν­τί­στοι­χης. Ἡ με­ρι­κὴ ἢ ἐ­πι­λε­κτι­κὴ προ­τε­ραι­ό­τη­τα τῆς δεύ­τε­ρης ἔ­ναν­τι τῆς πρώ­της ἤ­δη φα­νε­ρώ­νει πὼς ἐ­δῶ δὲν ἔ­χου­με μιὰ ἀ­πο­ποί­η­ση τῆς ἰ­σχύ­ος ἐν γέ­νει πα­ρὰ μιᾶς –τῆς βα­σι­κό­τε­ρης ἴ­σως– μορ­φῆς ἰ­σχύ­ος χά­ριν μιᾶς ἕ­τε­ρης, ἐν­δε­χο­μέ­νως πιὸ «εὔ­καμπτης» ἀλ­λά, ὡς τέ­τοι­ας, λι­γό­τε­ρο δε­σμευ­τι­κῆς. Προ­γραμ­μα­τι­κὴ εἰ­σή­γη­ση γιὰ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ ἀ­νά­λο­γης θε­ω­ρη­τι­κῆς δι­ά­κρι­σης με­τα­ξὺ δύ­ο μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος, ὡ­στό­σο, νο­μι­μο­ποι­εῖ­ται οὐ­σι­α­στι­κὰ μο­νά­χα στὴ βά­ση μιᾶς προ­ϋ­πο­τι­θέ­με­νης γνώ­σης γιὰ τὸ ποι­ὸν τῆς «ἰ­σχύ­ος» ὡς ἔν­νοι­ας γέ­νους, τῶν τυ­πι­κῶν γνω­ρι­σμά­των ποὺ μοι­ρά­ζον­ται οἱ δι­α­κρι­τὲς μορ­φές της ὅ­σο καὶ τῶν εἰ­δο­ποι­ῶν δι­α­φο­ρῶν βά­σει τῶν ὁ­ποί­ων οἱ τε­λευ­ταῖ­ες ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται ὡς τέ­τοι­ες.

Πρω­ταρ­χι­κὴ μέ­ρι­μνα τῆς πα­ρού­σας με­λέ­της, μὲ ἄ­ξο­να τὰ προ­α­να­φερ­θέν­τα, ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ δι­ε­ρεύ­νη­ση τῆς –νευ­ραλ­γι­κῆς γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση τοῦ κον­δύ­λει­ου πα­νο­ρά­μα­τος– γε­νι­κῆς ἔν­νοι­ας ποὺ ἀ­να­πα­ρι­στᾷ τὸ «συμ­βὰν» ἐ­κεῖ­νο τὸ δι­α­φο­ρι­ζό­με­νο ἐ­δῶ σὲ «ἰ­σχὺ» (ἢ «αἴ­σθη­ση ἰ­σχύ­ος» ἀν­τα­να­κλῶ­σα μιὰ «ἀν­τι­κει­με­νι­κῶς» ὑ­παρ­κτὴ ποι­ό­τη­τα) καὶ «ἐ­ξου­σί­α» (ὡς κύ­ρια μορ­φὴ δε­σμευ­τι­κῆς ἰ­σχύ­ος), προ­κει­μέ­νου νὰ φω­τι­σθεῖ τὸ εἶ­δος τῆς ἀν­τι-αὐ­θεν­τί­ας ποὺ συμ­βο­λι­κά, κα­τὰ τὴν γνώ­μη μας, ἐκ­προ­σω­ποῦ­σε –καὶ ἐ­πε­δί­ω­κε νὰ ἐν­σαρ­κώ­νει– ὁ Κον­δύ­λης ὡς φο­ρέ­ας ἀ­κρι­βῶς ἐμ­πράγ­μα­των ἰ­δι­ο­τή­των τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης ἔν­νοι­ας ἰ­σχύ­ος.

Τοι­ου­το­τρό­πως, γιὰ νὰ πᾶ­με ἕ­να βῆ­μα πα­ρα­πέ­ρα, ἴ­σως κα­τα­στεῖ μπο­ρε­τὸ νὰ δει­χθεῖ πῶς συ­ναρ­τᾶ­ται στὸ μυα­λὸ τοῦ ἐν λό­γῳ στο­χα­στῆ ἡ ἔν­νοι­α τῆς «ἐ­σώ­τε­ρης» ἰ­σχύ­ος μὲ ἐ­κεί­νην ἑ­νὸς βα­θύ­τε­ρου πέν­θους – νο­ού­με­νου ὡς εἰ­λι­κρι­νοῦς ἀ­πο­δο­χῆς τῆς ἀ­νυ­παρ­ξί­ας (θε­ο­λο­γι­κὰ ἢ ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­να χρω­μα­τι­σμέ­νης) «λύ­τρω­σης» ἢ τε­λι­κῆς λύ­σης, μὲ τὴν ἐ­σχα­το­λο­γι­κὴ ση­μα­σί­α τῶν ὅ­ρων. Πρέ­πει, πράγ­μα­τι, θέ­λου­με νὰ ποῦ­με, νὰ δι­α­θέ­τει ἢ νὰ ἔ­χει κα­τα­κτή­σει κά­ποι­ος ἕ­να –ἀ­νε­ξάρ­τη­τα πό­σο ἀ­μυ­δρὸ ἢ ἀ­ό­ρι­στο– «αἴ­σθη­μα ἰ­σχύ­ος», ταυ­τό­τη­τας καὶ ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­ας, ἄ­ρα καὶ νὰ ἔ­χει ἐγ­κολ­πω­θεῖ μιὰ στιγ­μὴ ρή­ξης μὲ τοὺς κα­θι­ε­ρω­μέ­νους θε­σμοὺς μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ ‘‘ἀ­πο­κλί­νου­σα’’ ἐ­νέρ­γεια2 (ἢ ἔ­στω νὰ ἔ­χει πει­σθεῖ πὼς ἔ­χει προ­σοι­κει­ω­θεῖ τοὺς ἐν λό­γῳ θε­σμοὺς μὲ τὸν δι­κό του τρό­πο3), γιὰ νὰ μπο­ρεῖ ἔ­πει­τα καὶ νὰ πεν­θή­σει γιὰ τὴν μὴ ἀ­κρι­βῆ κοι­νω­νι­κὴ ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἢ καὶ κα­θο­λι­κὴ ἐ­πι­βο­λὴ αὐ­τοῦ τοῦ –μὴ δη­μό­σια με­τρή­σι­μου– αἰ­σθή­μα­τος4 ἂν ὄ­χι τε­λι­κὰ καὶ γιὰ νὰ συμ­φι­λι­ω­θεῖ μὲ τὴν ὀ­δυ­νη­ρή, ψυ­χο­λο­γι­κὰ συ­χνὰ ἰ­σο­πε­δω­τι­κή, ἀ­να­δρο­μι­κὴ δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι τὸ ζω­τι­κὸ τοῦ­το αἴ­σθη­μα δο­μι­κὰ ποι­ο­τι­κὰ (δηλ. πέ­ραν τῆς μο­να­δι­κό­τη­τάς του ἀ­πὸ ἄ­πο­ψη πε­ρι­ε­χο­μέ­νου καὶ ἐν­τά­σε­ως) δι­α­φέ­ρει πο­λὺ λι­γό­τε­ρο ἀ­π᾿ ὅ­σο ἀρ­χι­κὰ πί­στευ­ε ὁ φο­ρέ­ας του ἀ­πὸ τὸ ἀν­τί­στοι­χο αἴ­σθη­μα ταυ­τό­τη­τας καὶ ρή­ξης τοῦ θε­σμι­σμέ­νου (ἀ­πὸ μέ­ρους) τῶν ἄλ­λων ὑ­πάρ­ξε­ων. Τοῦ­τα λοι­πὸν προ­α­παι­τοῦν μιά, κα­τὰ τὸ δυ­να­τό, ἀ­να­λυ­τι­κὴ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς κον­δύ­λειας ἔν­νοι­ας τῆς ἰ­σχύ­ος στὴ βά­ση τῆς με­λέ­της τό­σο τοῦ δη­μο­σι­ευ­μέ­νου ὅ­σο καὶ τοῦ ἀ­δη­μο­σί­ευ­του ὑ­λι­κοῦ τοῦ Ἕλ­λη­να στο­χα­στῆ.

* * *

Ἔ­χει ὀρ­θὰ δι­α­πι­στω­θεῖ5 ὅ­τι στὸ Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πό­φα­ση, ἔρ­γο στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ἐν λό­γῳ στο­χα­στὴς συ­νο­ψί­ζει βα­σι­κὲς θέ­σεις του, λεί­πει παν­τε­λῶς ἕ­νας ὁ­ρι­σμὸς τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἰ­σχύ­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ θὰ συ­νέ­βαλ­λε στὸ νὰ σφυ­ρη­λα­τή­σου­με μιὰ πε­ρι­ε­κτι­κό­τε­ρη ἢ βα­θύ­τε­ρη εἰ­κό­να γιὰ τὸ πῶς ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὶς κύ­ρι­ες ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς κεν­τρι­κῆς αὐ­τῆς ἐν­νοί­ας∙ τὸ ἴ­διο ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὸν πρῶ­το τό­μο τοῦ δεύ­τε­ρου με­γά­λου φι­λο­σο­φι­κοῦ του συγ­γράμ­μα­τος –στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­κλε­πτύ­νε­ται ἡ θε­ω­ρη­τι­κὴ πλαι­σί­ω­ση τοῦ πρώ­του ἔρ­γου– τ.ἔ. τοῦ Τὸ Πο­λι­τι­κὸ καὶ ὁ Ἄν­θρω­πος. Ὁ μο­να­δι­κὸς ὁ­ρι­σμὸς τοῦ Κον­δύ­λη σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ δη­μο­σι­ευ­μέ­νο ἔρ­γο του εὑ­ρί­σκε­ται σὲ μιὰ μι­κρὴ με­λέ­τη, τὸ Ἐ­πι­στή­μη, Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πό­φα­ση, ὅ­που ἡ ἔν­νοι­α τῆς ἰ­σχύ­ος ὁ­ρί­ζε­ται γε­νι­κό­τα­τα μὲ βά­ση τὴν ἔν­νοι­α τῆς αὐ­το­συν­τή­ρη­σης, μὴ προ­σφέ­ρον­τας πε­ραι­τέ­ρω κα­θο­δή­γη­ση στὸν ἐ­ρευ­νη­τὴ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νην τοῦ ἤ­δη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νου ὑ­λι­κοῦ6.

Ὅ,τι, ὡ­στό­σο, δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρε­θεῖ σχε­τι­κὰ μὲ τοῦ­το τὸ ζή­τη­μα στὸν δη­μο­σι­ευ­μέ­νο Κον­δύ­λη, δέ­ον νὰ τὸ ἀ­να­ζη­τή­σει κα­νεὶς στὰ ἀ­δη­μο­σί­ευ­τα κα­τά­λοι­πα δελ­τί­α τοῦ τρί­του τό­μου τῆς σχε­δι­α­ζό­με­νης κοι­νω­νι­κῆς του ὀν­το­λο­γί­ας (Τὸ Πο­λι­τι­κὸ καὶ ὁ Ἄν­θρω­πος) ποὺ –κα­τὰ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ συγ­γρα­φέ­α– ἐ­πρό­κει­το νὰ φέ­ρει τὸν ὑ­πό­τι­τλο «Ταυ­τό­τη­τα, Ἰ­σχύς, Πο­λι­τι­σμός». Εἶ­ναι ἐ­δῶ κα­τὰ κύ­ριο λό­γο ποὺ μπο­ροῦν νὰ βρε­θοῦν συ­νο­πτι­κοὶ ὁ­ρι­σμοὶ τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἰ­σχύ­ος7, δι­α­σα­φη­νί­σεις τῆς σχέ­σης αὐ­τῆς μὲ θε­μα­τι­κὰ συ­να­φεῖς ὅ­ρους (ὅ­πως «ἐ­ξου­σί­α», «κυ­ρι­αρ­χί­α», «βί­α»), συγ­κρι­τι­κὲς ἐ­πε­ξη­γή­σεις τῶν δι­α­φο­ρῶν τοῦ ση­μα­σι­ο­λο­γι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου ἐ­τού­της τῆς ἔν­νοι­ας ἐν σχέ­σει πρὸς τὴν ἀν­τί­στοι­χη ἄλ­λων ἐ­πι­φα­νῶν στο­χα­στῶν (λ.χ. Max Weber, Schmitt, Gehlen, Manheim κ.ἄ.) καὶ ἀ­νί­χνευ­ση τῶν τυ­πι­κῶν γνω­ρι­σμά­των της. Μιὰ ἐ­πο­πτι­κὴ δὲ συγ­κέν­τρω­ση τῶν βα­σι­κῶν της χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν μπο­ρεῖ νὰ προ­κύ­ψει ἀ­πὸ τὴν συν­θε­τι­κὴ δι­ε­ρεύ­νη­ση τῶν ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των καὶ δη­μο­σι­ευ­μέ­νων πη­γῶν∙ πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να, ἀ­πὸ μιὰ συ­στη­μα­τι­κὴ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α τῶν κα­τα­λοί­πων δελ­τί­ων τοῦ τρί­του τό­μου τῆς Κοι­νω­νι­κῆς Ὀν­το­λο­γί­ας8 ἀ­πὸ κοι­νοῦ μὲ τὶς ἐ­ξε­τα­ζό­με­νες νύ­ξεις γιὰ (ἢ ἀ­να­φο­ρὲς σὲ) γνω­ρί­σμα­τα τῆς ἰ­σχύ­ος, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐ­νυ­πάρ­χουν –ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πό­φα­ση– σὲ ἐ­πι­λεγ­μέ­να δη­μο­σι­ευ­μέ­να θε­ω­ρη­τι­κά του κεί­με­να (ὅ­πως λ.χ. στὰ Οἱ Φι­λό­σο­φοι καὶ ἡ Ἰ­σχύς, Θε­ω­ρί­α Πο­λέ­μου, Με­λαγ­χο­λί­α καὶ Πο­λε­μι­κή, ἢ στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ ἄρ­θρο «Οἱ Φω­τει­νὲς καὶ Σκι­ε­ρὲς Πλευ­ρὲς τῶν Ὁ­ρα­μά­των»).

Ἐ­δῶ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ὑ­πει­σέλ­θου­με σὲ μιὰ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση τῶν ἀ­θη­σαύ­ρι­στων ὁ­ρι­σμῶν καὶ πε­ρι­γρα­φο­μέ­νων ἰ­δι­ο­τή­των τῆς κον­δύ­λειας ἔν­νοι­ας τῆς ἰ­σχύ­ος, προ­κει­μέ­νου νὰ προ­βοῦ­με μὲ βά­ση αὐ­τὴν σὲ μιὰ ἀ­πο­λύ­τως ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη συ­ζή­τη­ση τῆς πα­ρα­πά­νω ἔν­νοι­ας – κά­τι τέ­τοι­ο θὰ ἀ­παι­τοῦ­σε στ᾿ ἀ­λή­θεια τὸν χῶ­ρο μιᾶς ξε­χω­ρι­στῆς πραγ­μα­τεί­ας. Οὔ­τε καὶ θέ­λου­με να πε­ρι­ο­ρι­σθοῦ­με στὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη ὅ­σων ἤ­δη ἔ­χουν ἀ­πο­σα­φη­νι­σθεῖ στὴν δευ­τε­ρεύ­ου­σα βι­βλι­ο­γρα­φί­α γιὰ τὴν ἔν­νοι­α τῆς ἰ­σχύ­ος μὲ βά­ση τὸ δη­μο­σι­ευ­μέ­νο corpus, πα­ρὰ μό­νον νὰ ἀν­τλή­σου­με ἀ­πὸ τὴν ὑ­πάρ­χου­σα θε­μα­τι­κὴ ὅ,τι συ­νι­στᾷ ἀ­ναγ­καῖ­ο προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κὸ ὅ­ρο γιὰ τὴν συγ­κε­κρι­μέ­νη ἑρ­μη­νευ­τι­κή μας προ­σέγ­γι­ση9. Προ­βαί­νου­με, ἑ­πο­μέ­νως, στὴν ἐ­ξέ­τα­ση ἐ­κεί­νων τῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τῆς «ἰ­σχύ­ος» τὰ ὁ­ποῖ­α ἐν­δι­α­φέ­ρουν στὸ ἑρ­μη­νευ­τι­κὸ πλαί­σιο ποὺ ἔ­χου­με θέ­σει, ἔ­χον­τας ἐν τῷ με­τα­ξὺ βε­βαι­ω­θεῖ ὅ­τι οὐ­δε­μί­α πε­ρί­πτω­ση νο­η­μα­τι­κῆς ἀν­τί­φα­σης συν­τρέ­χει με­τα­ξὺ ἐ­τού­των (τῶν ἐ­δῶ χρη­σι­μο­ποι­ου­μέ­νων πα­ρα­θε­μά­των) καὶ τῶν ἐμ­πε­ρι­ε­χο­μέ­νων στὰ ἀ­νέκ­δο­τα ἐ­κεῖ­να χω­ρί­α γνω­ρι­σμά­των τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν πραγ­μα­τευ­ό­μα­στε στὴν πα­ροῦ­σα συ­νάρ­τη­ση ἢ στὰ σύ­στοι­χα ἐ­πε­ξη­γη­μα­τι­κὰ τοῦ δη­μο­σι­ευ­μέ­νου ἔρ­γου.

Θὰ ἦ­ταν ἴ­σως θε­μι­τὸ νὰ ξε­κι­νή­σου­με τὴν προ­βλη­μα­τι­κή μας ἀ­πὸ τὴν δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ δη­μο­σι­ευ­μέ­νου κον­δύ­λει­ου ἔρ­γου συ­χνὰ φέρ­νει τοὺς με­λε­τη­τὲς (μὲ κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὸ ἰ­δί­ως ὑ­πό­βα­θρο) μπρο­στὰ στὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἐ­ὰν ἡ ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ὄ­ψη τῆς ἰ­σχύ­ος ποὺ λαμ­βά­νει τὴν μορ­φὴ τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος10 ἀ­πορ­ρο­φά­ει οὐ­σι­α­στι­κῶς κά­θε ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ «αἴ­σθη­ση ἰ­σχύ­ος» (ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἀν­τα­να­κλῶ­σα ἐ­κεί­νη ‘‘ποι­ό­τη­τα’’ τὴν ἐ­πέ­χου­σα θέ­ση ὀν­το­λο­γι­κοῦ status ποὺ ὁ Weber ἀ­πο­κα­λεῖ ‘‘ἄ­μορ­φη’’) κα­θι­στών­τας τὴν δεύ­τε­ρη ἁ­πλῶς μιὰ πο­σο­τι­κὰ συρ­ρι­κνω­μέ­νη ἢ ἀ­πι­σχνα­σμέ­νη μορ­φὴ κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος, δη­λα­δή, ἐ­ὰν –ἀν­τί­θε­τα πρὸς τὴν τρέ­χου­σα γλωσ­σι­κὴ χρή­ση– τὰ δύ­ο «εἴ­δη» ἰ­σχύ­ος συγ­χω­νεύ­ον­ται ἢ ταυ­τί­ζον­ται ἐν­τέ­λει ὡς ἐκ τῆς ὑ­φῆς τους (μὲ τὸν ὅ­ποι­ο πο­σο­τι­κὸ δι­α­φο­ρι­σμό τους νὰ «με­τα­τρέ­πε­ται» σὲ ποι­ο­τι­κὸ μο­νά­χα γιὰ λό­γους λει­τουρ­γι­κοὺς ἢ ἔ­στω με­θο­δο­λο­γι­κούς11). Ἀ­να­δι­α­τυ­πω­μέ­νο τὸ πα­ρα­πά­νω ἐ­ρώ­τη­μα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ λά­βει ἐ­δῶ τὴν ἑ­ξῆς μορ­φή: Ἀ­πο­τε­λεῖ (ἢ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ) ἡ ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ «αἴ­σθη­ση ἰ­σχύ­ος» ἁ­πλὸ προ­ϊ­ὸν ἐ­κλο­γί­κευ­σης ἢ στοι­χεῖ­ο «ἐ­ξορ­θο­λο­γι­σμοῦ» γιὰ τὴν ἔλ­λει­ψη κα­το­χῆς ἐ­πι­κυ­ρω­μέ­νης κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος ἢ μή­πως ἡ «αἴ­σθη­ση ἰ­σχύ­ος» συ­νι­στᾷ ἢ θὰ μπο­ροῦ­σε να συ­νι­στᾷ κά­τι αὐ­το­τε­λὲς ἢ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ καί, ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει, κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ καρ­πὸ ἐ­κλο­γί­κευ­σης;

Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ συ­νι­στᾷ ἡ ἔκ­φρα­ση «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» στὸ βά­θος μιὰ ψευ­δαί­σθη­ση ἢ ἀν­τί­φα­ση ὅ­ρων; Δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ ἴ­δια ἡ ὑ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα συγ­κρο­τεῖ­ται δι­υ­πο­κει­με­νι­κὰ μὲ φόν­το μιὰ κοι­νω­νί­α καὶ ὅ­τι κά­θε μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος γιὰ νὰ εἶ­ναι μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος δὲν νο­εῖ­ται πα­ρὰ ὡς κοι­νω­νι­κὰ δι­α­με­σο­λα­βη­μέ­νη καὶ ἐ­πεν­δυ­μέ­νη, δὲν πρέ­πει ἄ­ρα­γε ἕ­να (κρα­ται­ὸ) αἴ­σθη­μα ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος ἀ­ναγ­καῖ­α νὰ ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ τὴν δε­σμευ­τι­κὴ ἑρ­μη­νεί­α κα­θι­ε­ρω­μέ­νων, κυ­ρί­αρ­χων ἢ ση­μαι­νόν­των κοι­νω­νι­κῶν νορ­μῶν12; Ἤ, ἀ­πε­ναν­τί­ας, κα­τ᾿ ἀν­τι­δι­α­στο­λὴ πρὸς ὅ,τι ὀ­νο­μά­ζε­ται (νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νη) «κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχύς», ὑ­πάρ­χει μιὰ «ἄ­μορ­φη ἰ­σχὺς» (ἄ­μορ­φη μέν, ἰ­σχὺς δὲ) καὶ ἕ­να δι­α­φο­ρι­σμέ­νο ποι­ο­τι­κά, ἐ­νί­ο­τε ἴ­σως καὶ μὴ με­τρή­σι­μο μὲ γνώ­μο­να τὰ (δε­δο­μέ­να ἢ κρα­τοῦν­τα) κοι­νω­νι­κὰ κρι­τή­ρια, «ὑ­πό­λοι­πο» ἢ πε­ρίσ­σευ­μα ἰ­σχύ­ος13;

Οἱ λό­γοι γιὰ τοὺς ὁ­ποί­ους ὁ με­λε­τη­τὴς τοῦ Κον­δύ­λη πα­ρα­κι­νεῖ­ται κα­τ᾿ ἀρ­χὴν νὰ θέ­σει αὐ­τὸ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι, ὅ­πως νο­μί­ζω, πέν­τε κα­τὰ κύ­ριο λό­γο: πρῶ­τον, ἡ ἀ­φι­έ­ρω­ση ἑ­νὸς κα­τὰ πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρου κομ­μα­τιοῦ τοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ του ἔρ­γου (ἀρ­χῆς γε­νο­μέ­νης ἀ­πὸ τὸ δεύ­τε­ρο κε­φά­λαι­ο τοῦ Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πό­φα­ση) στὴν ἔν­νοι­α τῆς «κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος» ὑ­πο­δαυ­λί­ζει τὴν ὑ­πο­ψί­α ὅ­τι ἡ λε­γό­με­νη ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ «αἴ­σθη­ση ἰ­σχύ­ος» θὰ μπο­ροῦ­σε ἐν πολ­λοῖς νὰ νο­εῖ­ται ἀ­πὸ τὸν συγ­γρα­φέ­α ὡς μιὰ χλο­μὴ ἀν­τα­νά­κλα­ση τῆς δε­σμευ­τι­κῆς ἢ νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νης «κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος»∙ δεύ­τε­ρον –ὅ­πως ἤ­δη εἴ­πα­με–, ἡ παν­τε­λὴς ἀ­που­σί­α ἑ­νὸς στι­βα­ροῦ ὁ­ρι­σμοῦ τῆς ἰ­σχύ­ος στὸ δη­μο­σι­ευ­μέ­νο ἔρ­γο ἀ­φή­νει ἀ­νοι­χτὴ τὴν ἐν­δε­λε­χέ­στε­ρη πραγ­μά­τευ­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος τῆς ὑ­φῆς καὶ τοῦ χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἰ­σχύ­ος ἐν γέ­νει∙ τρί­τον, ἡ «προ­κλη­τι­κὴ» ἀ­πο­σι­ώ­πη­ση ἢ μὴ ρη­τὴ πα­ρα­δο­χὴ ἀ­πὸ μέ­ρους τοῦ συγ­γρα­φέ­α ὅ­τι ἐμ­φο­ρεῖ­ται κι ὁ ἴ­διος ἀ­πὸ ἀ­ξι­ώ­σεις (δε­σμευ­τι­κῆς) κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος ἢ ὅ­τι –ἂν μή τι ἄλ­λο– προ­σβλέ­πει ἐ­ξί­σου στὴν κα­το­χὴ ἑ­νὸς «αἰ­σθή­μα­τος ἰ­σχύ­ος» τὸ ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νὰ δι­α­στα­λεῖ ἀ­πὸ τὶς κα­θι­ε­ρω­μέ­νες μο­νά­χα μορ­φὲς θε­σμι­κὰ κα­το­χυ­ρω­μέ­νης κοι­νω­νι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας14 (καὶ ὄ­χι ἀ­πὸ κά­θε μορ­φὴ κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος ἐν γέ­νει), θέ­τει γιὰ τὸν με­λε­τη­τὴ τὸ «πα­ρά­δο­ξο» τοῦ status τῆς πε­ρι­γρα­φι­κῆς θε­ω­ρί­ας στὸ φῶς τῶν ἀν­θρω­πο­λο­γι­κῶν της κρι­τη­ρί­ων καὶ μα­ζὶ ὑ­πο­θάλ­πει τὴν ἰ­δέ­α ὅ­τι ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς ὁ ἴ­διος ὁ συγ­γρα­φέ­ας δὲν ἤ­θε­λε νὰ πα­ρα­δε­χθεῖ ἀ­νοι­χτὰ ὅ­τι ἀ­πο­ποι­εῖ­το τὴν νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νη «κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχὺ» χά­ριν ἑ­νὸς δυ­να­τό­τε­ρου «αἰ­σθή­μα­τος ἰ­σχύ­ος» ἴ­σως δὲν ἔ­κα­νε καὶ ἀ­νοι­χτὰ λό­γο γιὰ τὴν ἀ­νά­λο­γη δι­ά­κρι­ση με­τα­ξὺ τῶν δύ­ο μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος∙ τέ­ταρ­τον, ἡ μὴ ἐ­παρ­κὴς ἢ πλή­ρως ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κὴ γιὰ ὁ­ρι­σμέ­νους σχο­λια­στὲς κον­δύ­λεια ἑρ­μη­νεί­α (μέ­σῳ τῆς ἰ­δέ­ας τῆς βί­ω­σης ἀ­νε­πα­νά­λη­πτης «ἔν­τα­σης» ἢ «ἐ­πίρ­ρω­σης») τῶν ἀ­κραί­ων πε­ρι­πτώ­σε­ων τῆς θυ­σί­ας καὶ τῆς αὐ­το­κτο­νί­ας, στὶς ὁ­ποῖ­ες κα­τα­φα­νῶς ἀν­τι­στρέ­φε­ται ἡ σχέ­ση φυ­σι­κῆς αὐ­το­συν­τή­ρη­σης καὶ ταυ­τό­τη­τας, μὲ τὴν πρώ­τη νὰ ἀ­πο­κη­ρύσ­σε­ται χά­ριν τῆς δεύ­τε­ρης, ἐν­θαρ­ρύ­νει τὴν ἄ­πο­ψη ὅ­τι πρέ­πει πράγ­μα­τι νὰ ἔ­χει γί­νει ἀ­πο­δε­κτὴ ἡ δι­ά­κρι­ση με­τα­ξὺ δε­σμευ­τι­κῆς «κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος» καὶ εὐ­ρύ­τε­ρα νο­ου­μέ­νης «αἴ­σθη­σης ἰ­σχύ­ος», ἐ­φό­σον ἐ­πι­ζη­τεῖ­ται ἡ ἐ­ξή­γη­ση τῆς «ὁ­λό­τη­τας τῶν γνω­στῶν μας φαι­νο­μέ­νων», χω­ρὶς πάν­τως καὶ πά­λι αὐ­τὴ νὰ ἐ­ξαί­ρε­ται κά­που expressis verbis∙ καί, πέμ­πτον, ἡ ἐ­πι­σή­μαν­ση τοῦ Κον­δύ­λη ὅ­τι, στὶς πε­ρι­πτώ­σεις ὅ­που λαμ­βά­νει χώ­ρα μιὰ με­ταμ­φί­ε­ση τῆς ἀ­ξί­ω­σης γιὰ νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νη κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχύ, «μπο­ρεῖ [μὲν αὐ­τὴ] νὰ ἐμ­πλέ­ξει τὴν ὕ­παρ­ξη σ᾿ ἕ­να συ­χνὰ συγ­κε­χυ­μέ­νο παι­χνί­δι ἑ­λιγ­μῶν καὶ ἐ­κλο­γι­κεύ­σε­ων, μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ ἀ­κό­μα καὶ νὰ χά­σει ἀ­πὸ τὰ μά­τια της τοὺς ἀρ­χι­κούς της σκο­πούς»15, ὡ­στό­σο, τὸ στρα­τη­γι­κὸ αὐ­τὸ τέ­χνα­σμα ἢ ἡ λύ­ση ἀ­νάγ­κης μο­νά­χα προ­σω­ρι­νὴ αὐ­το­ε­πή­ρεια θὰ μπο­ροῦ­σε να ἔ­χει (μὲ τὰ λό­για τοῦ Κον­δύ­λη: ἠ­δύ­να­το νὰ δι­αρ­κέ­σει «γιὰ λι­γό­τε­ρο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο»16), ἐ­νι­σχύ­ει τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ἐ­κεῖ ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει σκό­πι­μη «με­ταμ­φί­ε­ση» πρέ­πει νὰ λαμ­βά­νει χώ­ρα μιὰ εἰ­λι­κρι­νὴς ἐ­σω­τε­ρί­κευ­ση ἄ­ρα καὶ μιὰ ἐ­πι­λο­γὴ δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ψυ­χο­στα­σί­ας ποὺ σα­φῶς δι­α­κρί­νε­ται ἀ­πὸ ἐ­κεί­νην τῆς συ­νή­θους θή­ρευ­σης ἐ­πι­κυ­ρω­μέ­νης «κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος», κά­τι ὅ­μως ποὺ γιὰ μιὰν ἀ­κό­μη φο­ρὰ δὲν μνη­μο­νευ­ό­ταν ξε­χω­ρι­στά.

Ἔ­χον­τας στὰ χεί­λη τὴν ἀ­πό­κρι­ση γιὰ τὸ πῶς στά­θη­καν γε­νι­κὰ Ἕλ­λη­νες με­λε­τη­τὲς μπρο­στὰ στὸ τι­θέ­με­νο ζή­τη­μα καὶ ποι­ά θέ­ση ἀ­πέ­δω­σαν στὸν Κον­δύ­λη, θὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο κι ἀ­πὸ χρή­σι­μο προ­η­γου­μέ­νως να δι­α­σα­φη­νί­σου­με ὁ­ρι­σμέ­να καί­ρια ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὰ ση­μεῖ­α: α) ὁ ἐν λό­γῳ στο­χα­στὴς ὁ­μι­λεῖ συ­χνὰ γιὰ «αἴ­σθη­μα» ἢ «αἴ­σθη­ση ἰ­σχύ­ος» τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου17 ἔ­χον­τας προ­φα­νῶς κα­τὰ νοῦ ἕ­να minimum δι­α­κρι­τῆς ἐν­νοί­ας ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς ὄ­ψης τῆς ἰ­σχύ­ος (εἴ­τε αὐ­τὴ φθά­σει να ἰ­δω­θεῖ τε­λι­κῶς ὡς ἐ­κλο­γί­κευ­ση / ὑ­πε­ρα­να­πλή­ρω­ση ἢ «ἐ­ξορ­θο­λο­γι­σμὸς» γιὰ τὴν ἔλ­λει­ψη κα­το­χῆς ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος εἴ­τε ὡς ποι­ο­τι­κὰ δι­α­φέ­ρου­σα τῆς τε­λευ­ταί­ας), ὅ­πως πα­ράλ­λη­λα ὁ­μι­λεῖ καὶ γιὰ «ἀ­ξί­ω­ση» ἢ «ἀ­ξι­ώ­σεις ἰ­σχύ­ος» οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐ­πι­βαλ­λό­με­νες προ­σπο­ρί­ζουν «θέ­ση ἰ­σχύ­ος» μέ­σα στὸν ἀ­στε­ρι­σμὸ τῶν «σχέ­σε­ων ἰ­σχύ­ος» – μὲ τὴν δεύ­τε­ρη αὐ­τὴ πε­ρί­πτω­ση νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ ἐκ­δή­λω­ση τῆς ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς πλευ­ρᾶς τῆς ἰ­σχύ­ος ποὺ εἶ­ναι ἀν­τι­λη­πτὴ ἀ­πὸ τὸν πα­ρα­τη­ρη­τὴ καὶ δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὴν αὐ­το­κα­τα­νό­η­ση τῶν ὑ­πο­κει­μέ­νων∙ β) ἡ ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ὄ­ψη τῆς ἰ­σχύ­ος πρέ­πει νὰ γί­νει κα­τα­νο­η­τὴ ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο καὶ πέ­ρα μέ­σῳ μιᾶς εὐ­ρύ­τε­ρης ἔν­νοι­ας τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ φυ­σι­κὴ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση συν­το­μό­τα­τα με­τα­τρέ­πε­ται ἢ με­τε­ξε­λίσ­σε­ται στὸν λε­γό­με­νο δη­μό­σιο στί­βο σὲ κοι­νω­νι­κὴ – ἰ­δε­α­τὴ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση (μὲ τὸν ρό­λο τῆς γλώσ­σας νὰ ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται πλέ­ον πρω­ταρ­χι­κός)∙ καὶ γ) ἡ κον­δύ­λεια ἔν­νοι­α τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται –μὲ βά­ση τὸν ὁ­ρι­σμὸ τοῦ κυ­ρί­αρ­χου ὡς δε­σμευ­τι­κοῦ ἑρ­μη­νευ­τῆ δῆ­θεν ἀν­τι­κει­με­νι­κῶν ἀρ­χῶν καὶ ἀ­ξι­ῶν– στὴν ἔν­νοι­α τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α συ­νι­στᾷ μιὰ εἰ­δι­κὴ μό­νον πε­ρί­πτω­ση (ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὅ­μως τὴν πλέ­ον βα­ρύ­νου­σα ὡς «ὁ­ρα­τό­τε­ρη») τῆς πρώ­της18∙ ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὅ­πως εὔ­στο­χα ἔ­χει ση­μει­ω­θεῖ, «ἐμ­πε­ρι­έ­χει τὰ στοι­χεῖ­α τοῦ “ἄ­μορ­φου” ἀ­πὸ κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὴ ἄ­πο­ψη ὁ­ρι­σμοῦ τῆς ἰ­σχύ­ος τοῦ Weber19, ἐμ­πνέ­ε­ται ἀ­πὸ τὸν κυ­ρί­αρ­χο τοῦ Hobbes20 καὶ συμ­πλη­ρώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴν μαρ­ξι­στι­κὴ ρή­τρα πε­ρὶ ἰ­δε­ο­λο­γί­ας τοῦ “κοι­νοῦ κα­λοῦ”, ὅ­που ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη ρή­τρα, ἀ­πο­συν­δε­δε­μέ­νη πλέ­ον ἀ­πὸ τὸ πλαί­σιο τῆς μαρ­ξι­κῆς θε­ω­ρί­ας, δὲν ἀ­φο­ρᾷ πλέ­ον “τα­ξι­κὲς ἰ­δε­ο­λο­γί­ες” στὶς ὁ­ποῖ­ες [καὶ μό­νον] μπο­ροῦν νὰ ἀ­να­χθοῦν οἱ ἐ­πι­κλή­σεις ὁ­μά­δων καὶ ἀ­τό­μων πε­ρὶ τοῦ “κοι­νοῦ κα­λοῦ”»21.

Τού­του λε­χθέν­τος, ἂς πε­ρά­σου­με τὸ δί­χως ἄλ­λο στὴν στά­ση τῶν με­λε­τη­τῶν. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τὸ γε­γο­νὸς πώς, μο­λο­νό­τι οἱ ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νοι ἑρ­μη­νευ­τὲς ἔ­θε­σαν ἐ­πὶ τά­πη­τος τὸ ζή­τη­μα τῆς ποι­ο­τι­κῆς ταύ­τι­σης / οὐ­σι­α­στι­κῆς συγ­χώ­νευ­σης ἢ μὴ τῶν δύ­ο μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος –θε­ω­ρών­τας ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν ἐν­δεί­ξεις στὸ κον­δύ­λει­ο ἔρ­γο ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν θε­ω­ρη­τι­κὰ νὰ ἀναδεί­ξουν τὴν ἀ­νά­γνω­ση πε­ρὶ ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς «αἴ­σθη­σης ἰ­σχύ­ος» ὡς καρ­ποῦ ἐ­κλο­γί­κευ­σης ἢ «ἐ­ξορ­θο­λο­γι­σμοῦ» γιὰ τὴν ἔλ­λει­ψη ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος, ἄ­ρα, πώς, σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, δι­ό­λου ἀ­θέ­μι­το δὲν θὰ ἦ­ταν, ἂν μή τι ἄλ­λο, να τε­θεῖ ὡς ἐ­ρώ­τη­μα ἡ δι­ά­κρι­ση ἢ μὴ τῆς ὑ­φῆς τῶν δύ­ο εἰ­δῶν ἰ­σχύ­ος– δὲν προ­χώ­ρη­σαν τε­λι­κά, ὅ­πως νο­μί­ζω, στὸ νὰ προ­κρί­νουν οἱ ἴ­διοι ἢ νὰ ἀ­πο­δώ­σουν τε­λε­σί­δι­κα ἢ μὲ τρό­πο κά­θε­το στὸν Κον­δύ­λη τὴν θέ­ση πε­ρὶ ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος ὡς ὠ­χρῆς ἀν­τα­νά­κλα­σης τῆς ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος, αἰ­σθα­νό­με­νοι πι­θα­νό­τα­τα ὅ­τι οἱ ὅ­ποι­ες ἐν­δεί­ξεις δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὲς γιὰ νὰ ὑ­πο­βα­στά­ξουν ἕ­ναν τό­σο ἀ­παι­τη­τι­κὸ ἰ­σχυ­ρι­σμό. Ἔ­τσι, ἡ δι­α­μορ­φω­θεῖ­σα στά­ση τους ἔ­ναν­τι τοῦ ἐν λό­γῳ ζη­τή­μα­τος δι­α­γρά­φει οὐ­σι­α­στι­κὰ μιὰ κοι­νὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ γραμ­μή, ἐ­κεί­νην τῆς ἀ­πό­δο­σης στὸν συγ­γρα­φέ­α τῆς δι­ά­κρι­σης τῶν δύ­ο μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος, μο­λο­νό­τι φαί­νε­ται νὰ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἀ­πο­κλί­σεις σχε­τι­κὰ μὲ τὸν βαθ­μὸ ἐ­πί­γνω­σης ἢ προ­θε­τι­κό­τη­τας ποὺ τοῦ ἀ­πο­δί­δε­ται κά­θε φο­ρά. Θὰ μπο­ρού­σα­με εἰ­δι­κό­τε­ρα νὰ ποῦ­με ὅ­τι συ­ναν­τοῦ­με ἕ­ναν δι­α­φο­ρι­σμὸ ὁ ὁ­ποῖ­ος λαμ­βά­νει χώ­ρα στὸ πλαί­σιο μιᾶς (κα­τὰ τὰ ἄλ­λα) κοι­νῆς ἑρ­μη­νευ­τι­κῆς γραμ­μῆς: ἀ­φε­νὸς δη­λα­δὴ ἔ­χου­με μιὰν ἀ­νά­γνω­ση πού, ἐκ­κι­νών­τας ἡ ἴ­δια ἀ­πὸ τὴν θέ­ση ὅ­τι πρέ­πει νὰ γί­νει ἀ­πο­δε­κτὴ μιὰ ποι­ο­τι­κὴ δι­ά­κρι­ση (δι­ά­κρι­ση εὔ­ρους καὶ ὑ­φῆς) με­τα­ξὺ τῶν δύ­ο μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος (πα­ρα­δε­χο­μέ­νη τ.ἔ. τὴν ἑ­κά­στο­τε κρα­τοῦ­σα κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχὺ ὡς τὸν ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ἀλ­λὰ ὄ­χι ἀ­πο­κλει­στι­κὸ τρό­πο ἐ­πί­τευ­ξης τοῦ «αἰ­σθή­μα­τος τῆς ἰ­σχύ­ος»), ἀ­πέ­δι­δε μὲν καὶ στὸν Κον­δύ­λη τὴν πα­ρα­πά­νω δι­ά­κρι­ση, ὡ­στό­σο τό­νι­ζε ὅ­τι αὐ­τὴ ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται στὸ ἔρ­γο του μᾶλ­λον de facto, ἴ­σως μά­λι­στα καὶ κα­τὰ τρό­πο συ­χνὰ ἀ­νε­πί­γνω­στο ἢ ἀν­τί­θε­το κά­πο­τε πρὸς τὴν ρη­τή του πρό­θε­ση, ὅ­πως, –δι­α­τει­νό­ταν ἡ ἐν λό­γῳ ἑρ­μη­νεί­α– μπο­ρεῖ νὰ προ­δώ­σει μιὰ ἀ­να­δρο­μι­κὴ ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν πο­ρι­σμά­των τῆς πε­ρι­γρα­φι­κῆς θε­ω­ρί­ας στὸν ἑ­αυ­τό της καὶ στὴν ψυ­χο­στα­σί­α τοῦ εἰ­ση­γη­τῆ της22. Ἀ­φε­τέ­ρου, δι­α­θέ­του­με μιὰν ἀ­νά­γνω­ση ποὺ ἐ­ξί­σου θε­ω­ροῦ­σε ὅ­τι ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται στὸ κον­δύ­λει­ο ἔρ­γο ἡ πα­ρα­πά­νω δι­ά­κρι­ση, ἀ­φή­νον­τας ὅ­μως τού­τη τὴ φο­ρὰ νὰ δι­α­φα­νεῖ κα­θα­ρό­τε­ρα ὁ συ­νει­δη­τὸς-προ­θε­τι­κός της χα­ρα­κτή­ρας23. Καὶ στὶς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις συμ­φω­νεῖ­ται ὅ­τι ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς πράγ­μα­τι δέ­χε­ται –ἢ του­λά­χι­στον αὐ­τὸ συ­νά­γε­ται ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­τε­λε­στι­κό­τη­τα [performativity] τοῦ ἔρ­γου του– τὴν ποι­ο­τι­κὴ δι­ά­κρι­ση (τ.ἔ. τὴν δι­ά­κρι­ση ὑ­φῆς πέ­ραν τῆς δι­ά­κρι­σης εὔ­ρους) με­τα­ξὺ τῆς λε­γο­μέ­νης ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς καὶ τῆς ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς-κοι­νω­νι­κὰ πε­ρί­ο­πτης ὄ­ψης τῆς ἰ­σχύ­ος∙ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ὡς δι­α­κυ­βευ­ό­με­νο [contested] εἶ­ναι ἐ­ὰν ὁ ἀ­πώ­τε­ρος καὶ οὐ­σι­α­στι­κὸς στό­χος ἢ ἡ ρη­τὴ πρό­θε­ση τοῦ συγ­γρα­φέ­α ἦ­ταν νὰ κα­τα­δεί­ξει ἐν­τέ­λει ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο καὶ πέ­ρα τὴν ταυ­τό­τη­τα τῆς ὑ­φῆς τους ἤ, ἀ­πε­ναν­τί­ας, ἐ­ὰν ὁ ἴ­διος ἐ­ξ ἀρ­χῆς δι­ε­πό­ταν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ δι­α­κρι­βώ­σει τὸ ση­μεῖ­ο τῆς δι­ά­κρι­σής τους (τὴν ὁ­ποί­α κά­θε φο­ρὰ ὑ­πο­μι­μνή­σκει ἢ κά­νει αἰ­σθη­τὴ ἡ «σχά­ση» τοῦ ἑ­αυ­τοῦ σὲ δρῶ­σα κοι­νω­νι­κὴ ὕ­παρ­ξη καὶ θε­ω­ρη­τι­κὸ Ἐ­γὼ) προ­κει­μέ­νου ἀ­κρι­βῶς νὰ πε­ρι­χα­ρα­κώ­σει τὴν ἐ­πι­κρά­τεια καὶ αὐ­το­τέ­λεια τῆς κα­θε­μιᾶς. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό, μὲ τὴν σει­ρά του, ἀ­νά­γε­ται στὸ πυ­ρη­νι­κὸ ἐ­κεῖ­νο ἐ­ρώ­τη­μα, ἐ­άν, καὶ μὲ ποι­ά ἔν­νοι­α, εἶ­ναι με­τρή­σι­μη ἡ κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχὺς – ὅ­πως θὰ δοῦ­με.

Στὸ πλαί­σιο τοῦ πα­ρα­πά­νω δι­λήμ­μα­τος δι­α­φαί­νε­ται, ὅ­πως πι­στεύ­ω, ἡ δυ­να­τό­τη­τα καὶ μιᾶς τρί­της ἐ­πε­ξη­γη­μα­τι­κῆς προ­σέγ­γι­σης, «ἰ­σο­τί­μως» εὑ­ρι­σκο­μέ­νης ἐν­τὸς τῆς κοι­νῆς αὐ­τῆς ἑρ­μη­νευ­τι­κῆς γραμ­μῆς στὴν ὁ­ποί­α με­τέ­χουν οἱ δύ­ο προ­η­γού­με­νες, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἐ­κεῖ­νο ποὺ διὰ τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης ἐ­πι­τε­λε­στι­κό­τη­τας ἐ­πι­δι­ώ­κει ἡ κον­δύ­λεια θε­ω­ρί­α νὰ δεί­ξει εἶ­ναι μο­νά­χα πό­σο πα­σχί­ζει ἡ λε­γό­με­νη ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ (ἀλ­λὰ πάν­το­τε κοι­νω­νι­κὰ συγ­κρο­τη­μέ­νη) ἰ­σχὺς μὲ τοὺς πιὸ ἑ­τε­ρό­κλη­τους τρό­πους νὰ κα­τα­στεῖ ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχὺς δί­χως ταυ­τό­χρο­να νὰ ἀ­πεμ­πο­λή­σει ἢ ἀ­πο­λέ­σει τὴν ἀ­το­μι­κὴ-«ἀ­πο­κλί­νου­σα» στιγ­μή της [singular moment]24 (ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κρι­βῶς καὶ μό­νον (!) μπο­ρεῖ νὰ τῆς προ­σπο­ρί­σει τὴν ἀ­παι­τού­με­νη ὤ­θη­ση γιὰ νὰ ἐ­πι­χει­ρή­σει νὰ ἐ­πι­βλη­θεῖ με­τὰ κοι­νω­νι­κά).

Μὲ βά­ση τὴν τε­λευ­ταί­α προ­τει­νο­μέ­νη ἀ­νά­γνω­ση, ἡ ἰ­δέ­α τὴν ὁ­ποί­α ἤ­θε­λε κα­τ᾿ οὐ­σί­αν νὰ ἀ­να­δεί­ξει ὁ Κον­δύ­λης ἦ­ταν ὅ­τι κα­τὰ τὴν μορ­φο­ποί­η­ση τῆς ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος (ἢ –πράγ­μα ποὺ εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μο– τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή της σάρ­κω­ση καὶ δε­σμευ­τι­κο­ποί­η­σή της) με­τα­βάλ­λε­ται (κα­τὰ κα­νό­να κά­τω ἀ­πὸ τὴν μύ­τη τοῦ φο­ρέ­α της) ἡ ἴ­δια της ἡ ὑ­φή, ἐ­φό­σον ἡ με­τά­βα­ση αὐ­τὴ ἀ­πὸ ὑ­πο­κει­με­νι­κῶς ἰ­δω­μέ­νη σὲ κοι­νω­νι­κὰ «ὁ­ρα­τὴ» πρέ­πει νὰ «πα­τή­σει» ἐ­πά­νω σὲ ἀ­πο­κλει­σμοὺς πρὸς ἀ­πώ­θη­ση ἢ ἐ­ξαν­τι­κει­με­νί­κευ­ση / «ἰ­δε­ο­λο­γο­ποί­η­ση», ἀ­πο­κλει­σμοὺς ποὺ πρέ­πει νὰ κα­τα­στοῦν δε­σμευ­τι­κοὶ προ­κει­μέ­νου ἡ ἰ­σχὺς νὰ ἐ­κλαμ­βά­νε­ται πλέ­ον καὶ ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ ἐ­πι­ζη­τη­τέ­α καὶ ὑ­πο­κει­με­νι­κὰ λει­τουρ­γι­κὴ (μο­λο­νό­τι φυ­σι­κὰ τὰ δύ­ο αὐ­τὰ ἐμ­πράγ­μα­τα θὰ ἀ­πο­δει­χθοῦν γιὰ ὁ­ρι­σμέ­νους φο­ρεῖς ἢ τοὺς «συ­νο­δοι­πό­ρους» τους –με­ρι­κῶς ἢ ὁ­λι­κῶς– δι­ι­στά­με­να). Καὶ στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ ἀμ­φό­τε­ρα τὰ μέ­λη τῆς συ­νάρ­τη­σης («ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ» καὶ «ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς») δι­α­κρί­νον­ται με­θο­δο­λο­γι­κὰ ἢ ὀ­νο­μα­στι­κὰ γιὰ νὰ πε­ρι­γρα­φοῦν ὅ­μως ἁ­πλῶς ἢ αὐ­στη­ρὰ ὡς ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὸ ζευ­γά­ρι ποὺ ἀλ­λη­λο­κοι­τά­ζε­ται μὲ ἡ­δυ­πά­θεια∙ τὸ δὲ ζή­τη­μα τῆς ἐ­πι­δι­ω­χθεί­σας ἀ­να­γω­γῆς, συγ­χώ­νευ­σης ἢ –κα­λύ­τε­ρα– ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­σής τους (γιὰ νὰ θυ­μη­θοῦ­με τὸν καί­ριο αὐ­τὸ θε­ο­λο­γι­κὸ ὅ­ρο) –μὲ τρό­πο ὥ­στε νὰ δι­α­τη­ρεῖ­ται κά­θε φο­ρὰ τὸ ποι­ο­τι­κὸ ἐ­κεῖ­νο στοι­χεῖ­ο ποὺ δύ­να­ται νὰ ἀ­ξι­ο­ποι­η­θεῖ «ἰ­δε­ο­λο­γι­κὰ» χω­ρὶς νὰ εἶ­ναι κα­τ᾿ ἀ­νάγ­κην ἐ­ξ ἀρ­χῆς «ἰ­δε­ο­λο­γι­κὸ»– ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ καί­ριο ση­μεῖ­ο τρι­βῆς τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ ὅ­ροι ἐ­να­πό­κειν­ται στὴν (ἢ προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ τὴν) σκο­πι­μό­τη­τα τῶν συγ­κε­κρι­μέ­νων συν­θη­κῶν.

Ἡ προ­σε­κτι­κὴ με­λέ­τη τῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των κα­τα­λοί­πων τοῦ τρί­του σχε­δι­α­ζό­με­νου τό­μου τῆς κοι­νω­νι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας τοῦ Κον­δύ­λη ἀ­ναμ­φί­βο­λα κο­μί­ζει ἐ­δῶ πο­λύ­τι­μη βο­ή­θεια γιὰ τὴν πλη­ρέ­στε­ρη σύλ­λη­ψη τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἰ­σχύ­ος γε­νι­κά, τῶν βα­σι­κῶν ἰ­δι­ο­τή­των της καί, φυ­σι­κά, γιὰ τὸ ζή­τη­μα τῆς δι­ά­κρι­σης τῶν μορ­φῶν της ποὺ μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ25. Ἐ­πι­πλέ­ον, δεί­χνει μέ­σες – ἄ­κρες νὰ ἐ­πιρ­ρω­νύ­ει τὴν τρί­τη ἀ­νά­γνω­ση. Προ­τοῦ ἐ­πι­χει­ρή­σου­με, ὡ­στό­σο, νὰ συ­νο­ψί­σου­με τὰ ἀ­σφα­λῆ πο­ρί­σμα­τα ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ συ­να­χθοῦν ἀ­πὸ τὴν τρι­βὴ μὲ τὸ ἀ­δη­μο­σί­ευ­το corpus ὥ­στε, κα­τ᾿ ἀ­κο­λου­θί­α, νὰ προ­σπε­λά­σου­με βα­σι­κοὺς ὁ­ρι­σμοὺς καὶ νὰ ἐ­πι­σκο­πή­σου­με ἑ­δραῖ­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἰ­σχύ­ος στὸ φῶς τοῦ συ­νο­λι­κοῦ πλέ­ον δι­α­σω­θέν­τος ἔρ­γου, θε­μι­τὸ θὰ ἦ­ταν ἐν­δε­χο­μέ­νως νὰ προ­τά­ξου­με σὲ τοῦ­το τὸ ση­μεῖ­ο μιὰ σει­ρὰ προ­σε­κτι­κὰ ἐ­πι­λεγ­μέ­νων –σχε­δὸν δι­υ­λι­σμέ­νων θὰ ἔ­λε­γα– πα­ρα­θε­μά­των ἢ δελ­τί­ων μὲ καί­ρι­ες ἀ­πο­σα­φη­νί­σεις γιὰ τὸ ὑ­πὸ συ­ζή­τη­ση θέ­μα. Ἡ πρό­τα­ξη αὐ­τή, πέ­ραν τῆς ἰ­δι­αί­τε­ρης εὑ­ρε­τι­κῆς ἀ­ξί­ας καὶ γο­νι­μό­τη­τας τῶν χω­ρί­ων, κα­τα­τεί­νει καὶ στὴν κα­θη­σύ­χα­ση τῆς συ­νεί­δη­σης τοῦ ἀ­να­γνώ­στη σχε­τι­κὰ μὲ τὴν κει­με­νι­κὴ πι­στό­τη­τα μὲ τὴν ὁ­ποί­α ὣς τώ­ρα πα­ρα­κο­λου­θεῖ­ται ἡ σκέ­ψη τοῦ Κον­δύ­λη (ἄ­ρα καὶ γιὰ τὸ ὅ­τι ἀ­πο­φεύ­γε­ται ἡ –συ­νει­δη­τὴ του­λά­χι­στον– ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ αὐ­θαι­ρε­σί­α), ἀν­τι­σταθ­μί­ζον­τας (θέ­λου­με νὰ πι­στεύ­ου­με) τὸ κό­στος μιᾶς ἐ­πι­πλέ­ον πε­ρι­δι­ά­βα­σης πρὶν τὴν συ­να­γω­γὴ καὶ δι­α­τύ­πω­ση ἕ­τοι­μων καὶ ἐ­πε­ξερ­γα­σμέ­νων συμ­πε­ρα­σμῶν.

* * *

κα­τ᾿ ἀρ­χὴν ἀ­πο­δο­χὴ τῆς δι­ά­κρι­σης (ὄ­χι ὅ­μως ἀν­τι­δι­α­στο­λῆς!) με­τα­ξὺ ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ ἰ­δω­μέ­νης –θε­σμι­κὰ ἢ ἐ­ξω­θε­σμι­κὰ νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νης– κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος26 (δι­ά­βα­ζε: «ἐ­ξου­σί­ας» – ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον πο­λι­τι­κῆς27) καὶ (ὑ­πο­κει­με­νι­κοῦ28) «αἰ­σθή­μα­τος ἰ­σχύ­ος» ἤ, ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς θε­σμι­κῆς, ἀ­πο­λύ­τως «ἄ­μορ­φων», μὴ κα­να­λα­ρι­σμέ­νων στοὺς ὑ­πάρ­χον­τες θε­σμοὺς (πο­λι­τι­κὰ ἀ­κα­τέρ­γα­στων29 ἢ μό­νον «δυ­νη­τι­κὰ» / ἐ­πι­στη­μι­κὰ ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σι­μων) κρυ­στάλ­λων ἰ­σχύ­ος, πρὶν ἀ­πὸ κά­θε πε­ραι­τέ­ρω ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ δι­α­σά­φη­ση, κα­τα­φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὰ ἀ­κό­λου­θα ἀ­νέκ­δο­τα δελ­τί­α ἢ πα­ρα­θέ­μα­τά τους:

Στὴν ἐ­ξι­σω­τι­κὴ κοι­νω­νί­α ἡ ἀ­ξί­ω­ση ἰ­σχύ­ος γί­νε­ται ἐν­το­νό­τε­ρη ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ ἡ ἐ­ξου­σί­α γί­νε­ται πο­λυ­κεν­τρι­κὴ καὶ συ­χνὰ ἀ­νώ­νυ­μη, μὲ ἄλ­λα λό­για, ἐ­ξα­σθε­νί­ζει. Δι­α­στο­λὴ ἰ­σχύ­ος καὶ ἐ­ξου­σί­ας. Ὅ­σο πιὸ πο­λὺ ὑ­πο­χω­ρεῖ ἡ ἐ­ξου­σί­α καὶ οἱ συγ­κε­κρι­μέ­νοι της φο­ρεῖς –τὸ κρά­τος– τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρος χῶ­ρος ἀ­φή­νε­ται στὰ ἄ­το­μα γιὰ νὰ ἐκ­δι­πλώ­σουν τὶς ἀ­ξι­ώ­σεις ἰ­σχύ­ος τους… (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 3646-3647).

Ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἐ­ξε­γέρ­σε­ων καὶ ἀ­να­τρο­πῶν σὲ μιὰ κοι­νω­νί­α ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ὑ­φὴ καὶ εὖ­ρος ἀ­νά­με­σα σὲ ἰ­σχὺ καὶ ἐ­ξου­σί­α. Ἄ­κό­μα καὶ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ἐ­ξου­σί­α ἂν εἶ­ναι συγ­κεν­τρω­μέ­νη, πά­λι ἔ­ξω της μέ­νει δι­ά­χυ­τη ἰ­σχὺς ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἄ­μορ­φη καὶ μό­λις βαθ­μια­ῖα κρυ­σταλ­λώ­νε­ται σὲ ὁ­μά­δες καὶ ὄρ­γα­να τὰ ὁ­ποῖ­α προ­βάλ­λουν ὑ­πο­ψη­φι­ό­τη­τα γιὰ ἐ­ξου­σί­α. Ἡ ἰ­σχὺς κι­νη­το­ποι­εῖ­ται ἐ­ναν­τί­ον τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ ὅ­σης ἰ­σχύ­ος ἔ­χει ἡ ἐ­ξου­σί­α, ὡ­σό­του νὰ γί­νει ἡ ἴ­δια ἐ­ξου­σί­α (δι­κή μου ἔμ­φα­ση καὶ ὑ­πο­γράμ­μι­ση – δελ­τί­α ἀρ. 3648-3649, πρβλ. καὶ 3654).

Δι­α­φο­ρὰ ἰ­σχύ­ος καὶ ἐ­ξου­σί­ας. Ἡ πρώ­τη προ­σι­τὴ στὸν κα­θέ­να, ἡ δεύ­τε­ρη ἀ­σκεῖ­ται ἀ­πὸ συγ­κε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα. Πο­τὲ ὅ­λη ἡ ἰ­σχὺς σὲ μιὰ κοι­νω­νί­α δὲν χω­ρά­ει μέ­σα στὰ θε­σμι­κὰ πλαί­σια τῆς ἐ­ξου­σί­ας (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 3946).

Ἡ ἰ­σχὺς προ­σπα­θεῖ να γί­νει ἐ­ξου­σί­α, δη­λα­δὴ νὰ με­τα­βλη­θεῖ ἀ­πὸ γε­νι­κὸ ἐ­πη­ρε­α­σμὸ σὲ δε­σμευ­τι­κὸ ἐ­πη­ρε­α­σμό30. Ὅ­μως αὐ­τὸ δὲν μπο­ροῦν νὰ τὸ πε­τύ­χουν ὅ­λοι οἱ προ­βαλ­λό­με­νοι ἀ­ξι­ώ­σεις ἰ­σχύ­ος, πα­ρὰ μό­νο ἕ­νας. Ἀλ­λὰ ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α ἔ­χει ἕ­να ἀν­τί­τι­μο: ὁ δε­σμευ­τι­κὸς ἐ­πη­ρε­α­σμὸς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πη­ρε­ά­σει μό­νο ἕ­να της μέ­ρος, τὰ ἄλ­λα μέ­νουν ἀ­π᾿ ἔ­ξω. Ἀ­κό­μα δὲν ἔ­χει ἐ­φευ­ρε­θεῖ κα­νέ­να σύ­στη­μα ἐ­ξου­σί­ας ποὺ νὰ ἀγ­κα­λιά­ζει ὅ­λες τὶς δυ­να­τὲς πλευ­ρὲς τῆς ἰ­σχύ­ος σὲ μιὰ κοι­νω­νί­α (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 4020 καὶ 4021).

Ἡ ἰ­σχὺς εἶ­ναι εὐ­ρύ­τε­ρη τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Καμ­μιὰ ἐ­ξου­σί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πορ­ρο­φή­σει τὴν ἰ­σχὺ (ἔμ­φα­ση δι­κή μου – δελ­τί­α ἀρ. 4029-4030).

Ἰ­σχύς, ἐ­ξου­σί­α, βί­α: τρεῖς ὁ­μό­κεν­τροι κύ­κλοι ὅ­που ἡ βί­α εἶ­ναι ὁ στε­νό­τε­ρος καὶ ἡ ἰ­σχὺς ὁ εὐ­ρύ­τε­ρος… (δι­κή μου ἔμ­φα­ση καὶ ὑ­πο­γράμ­μι­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 4043)31.

Ἡ ἰ­σχὺς θε­σμο­ποι­εῖ­ται καὶ γί­νε­ται ἐ­ξου­σί­α (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 3635 πρβλ. καὶ ἀρ. 3883).

Ὁ πό­λε­μος ὅ­λων ἐ­ναν­τί­ον ὅ­λων θὰ ἄρ­χι­ζε ἂν κα­νέ­νας δὲν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιὰ τὴν θέ­ση τοῦ ἄλ­λου. Ὅ­που ἡ ἀ­ξί­ω­ση ἰ­σχύ­ος δὲν γί­νε­ται ἀ­ξί­ω­ση γιὰ ἐ­ξου­σί­α, ἐ­κεῖ ὅ­λοι πο­λε­μοῦν ἐ­ναν­τί­ον ὅ­λων (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 2163).

Με­γέ­θη ποὺ βρί­σκον­ται ἀ­νά­με­σα στὴν ἀ­πο­λύ­τως ἄ­μορ­φη καὶ στὴν θε­σμι­κὰ κρυ­σταλ­λω­μέ­νη ἰ­σχὺ –δη­λα­δὴ στὴν ἐ­ξου­σί­α– συ­νυ­πάρ­χουν σὲ πραγ­μα­τι­κὸ ἐ­πί­πε­δο κοι­νω­νι­κὰ μὲ τὴν ἐ­ξου­σί­α καὶ ἡ κα­τά­τα­ξη καὶ κα­τη­γο­ρι­ο­λό­γη­σή τους κι­νεῖ­ται μό­νο σὲ λο­γι­κὸ ἐ­πί­πε­δο. Αὐ­τὰ ἐμ­πλέ­κον­ται ἄ­με­σα στὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Τὰ με­γέ­θη αὐ­τὰ εἶ­ναι: τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, πα­ρεμ­βο­λή, εἰ­σα­γω­γὴ τῆς δι­α­θέ­σι­μης ἰ­σχύ­ος (δι­κή μου ἔμ­φα­ση καὶ ὑ­πο­γράμ­μι­ση – δελ­τί­α ἀρ. 3660-3661).

Ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη ἰ­σχύ­ος κα­λύ­πτει ἀ­κρι­βῶς τὴ με­σαί­α ζώ­νη ἀ­νά­με­σα στὸ ψυ­χι­κὸ ρευ­στὸ καὶ στὴ θε­σμι­κή του κρυ­στάλ­λω­ση. … [Στὸν Gehlen] μέ­νει ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τη ἡ ζώ­νη ἐ­ξά­πλω­σης τῆς ἰ­σχύ­ος – ἡ ζώ­νη ποὺ βρί­σκε­ται ἀ­νά­με­σα στὸ ρευ­στὸ καὶ στὴν κρυ­στάλ­λω­σή του (δι­κή μου ἔμ­φα­ση καὶ ὑ­πο­γράμ­μι­ση – δελ­τί­α ἀρ. 4839-4840).

Ἀ­νά­με­σα σὲ ἰ­σχὺ καὶ σὲ ἐ­ξου­σί­α βρί­σκε­ται τὸ κοι­νω­νι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Τέ­τοι­ες δι­α­βαθ­μί­σεις πρέ­πει νὰ βρε­θοῦν καὶ νὰ τυ­πο­ποι­η­θοῦν κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κά, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ θέ­ση Weber ὅ­τι μό­νον ἡ ἐ­ξου­σί­α εἶ­ναι κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ δι­α­πραγ­μα­τεύ­σι­μη32. Ἔ­πρε­πε [ὁ τε­λευ­ταῖ­ος] νὰ λαμ­βά­νει ὑ­πό­ψη ἰ­σχὺ γε­νι­κό­τε­ρα (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 3741).

Ἡ πα­ρα­πά­νω δι­ά­κρι­ση τῶν μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος, στὰ ἀ­κό­λου­θα δελ­τί­α δεί­χνει νὰ «ἐ­λατ­τώ­νε­ται» ἢ «σχε­τι­κεύ­ε­ται» ἀ­πὸ κα­θα­ρὰ πλευ­ρᾶς ὑ­φῆς πα­ρὰ τὸ ὅ­τι δὲν ἀ­πα­λεί­φε­ται ὁ­λό­τε­λα ὡς δι­ά­κρι­ση ἕ­νε­κα τῆς πο­λυ­μέ­ρειας τῆς ἰ­σχύ­ος, τῆς ποι­κι­λί­ας τῶν ἀ­πο­χρώ­σε­ων, ἐκ­φάν­σε­ων, ἐν­τά­σε­ων καὶ ἐκ­δη­λώ­σε­ών της καί, φυ­σι­κά, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς δι­α­φο­ρᾶς εὔ­ρους:

Ἰ­σχὺς εἶ­ναι ἡ σχέ­ση με­τα­ξὺ προ­σώ­πων στην ὁ­ποί­α ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τῆς ὁ­μά­δας τῶν προ­σώ­πων προ­σαρ­μό­ζε­ται στὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες ἑ­νὸς ἢ με­ρι­κῶν ἀ­πὸ αὐ­τούς. Ἡ ἰ­σχὺς δὲν σχε­τί­ζε­ται ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ μὲ δι­α­τα­γή. Ἡ δι­α­τα­γὴ σχε­τί­ζε­ται μὲ κα­νό­να δη­λα­δὴ μὲ θε­σμο­θε­τη­μέ­νη πο­λι­τι­κὴ ἰ­σχύ. Ὀ­ρο­λο­γί­α Weber πρέ­πει νὰ ἀ­να­θε­ω­ρη­θεῖ: ἡ ἰ­σχὺς δὲν εἶ­ναι κά­τι ἄ­μορ­φο σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ ἐ­ξου­σί­α, ἀλ­λὰ ἀ­να­πα­ρά­στα­ση τοῦ ἴ­διου στοι­χεί­ου τοῦ ὁ­ποί­ου τὰ τρί­α κύ­ρια εἴ­δη εἶ­ναι: δύ­να­μη, ἐ­ξου­σί­α, βί­α (δι­κή μου ἔμ­φα­ση καὶ ὑ­πο­γράμ­μι­ση – δελ­τί­α ἀρ. 3923-3924).

Ἐ­ξου­σί­α εἶ­ναι εἶ­δος ἰ­σχύ­ος ἄ­ρα ὄ­χι κα­τ᾿ ἀρ­χὴν ἀν­τι­δι­α­στο­λή. Εἶ­ναι ἄ­το­πο νὰ λέ­γε­ται ὅ­τι ἡ ἰ­σχὺς εἶ­ναι ἄ­μορ­φη ἐ­νῶ ἡ ἐ­ξου­σί­α πρα­κτι­κὴ (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 4045-4046).

Στὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα ἀ­πο­κα­θι­στοῦν ἄ­με­ση σχέ­ση ἀ­νά­με­σα σὲ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἐ­ξου­σί­α. Αὐ­τὸ κά­νουν οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι δι­και­ο­λο­γών­τας τὴν ἡ­γε­μο­νί­α τους. Ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὴν δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α κερ­δί­ζε­ται καὶ κα­το­χυ­ρώ­νε­ται μὲ ἰ­σχύ, ὅ­μως πραγ­μα­τι­κὴ ἰ­σχὺ δί­νει μό­νο ἡ ἐ­ξου­σί­α. Σὲ αὐ­τὴ τὴ συ­νά­φεια ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἡ σύν­δε­ση ἐ­λευ­θε­ρί­ας – κυ­ρι­αρ­χί­ας ὡς ἡ ὕ­ψι­στη ἐν­σάρ­κω­ση τοῦ ἰ­δε­ώ­δους τῆς αὐ­τάρ­κειας. Χά­ρη στὴν ἀρ­χή της ἡ Ἀ­θή­να ἔ­χει ὑ­λι­κὰ καὶ πο­λι­τι­κὰ ἀ­γα­θά. Ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ δή­μου ἐν­τάσ­σε­ται σὲ αὐ­τὸ τὸ γε­νι­κὸ σχῆ­μα (δι­κή μου ἔμ­φα­ση καὶ ὑ­πο­γράμ­μι­ση – δελ­τί­α ἀρ. 2412-2413).

Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἔ­τει­νε νὰ ἐμ­πε­ρι­έ­χει στὴν προ­σω­πι­κή μου ἐ­λευ­θε­ρί­α τὸ δι­καί­ω­μα νὰ κυ­ρια­ρχῶ ἐ­πὶ τῶν ἄλ­λων. Νὰ συν­δέ­ει στε­νὰ ἀ­παί­τη­ση γιὰ ἀ­το­μι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ κυ­ρια­ρχεῖς ἐ­πὶ τοῦ ἄλ­λου. Ὡς μό­νη ἐ­πι­λο­γὴ γί­νε­ται αἰ­σθη­τὸ τὸ νὰ σὲ ὑ­πο­τά­ξουν ἢ νὰ ὑ­πο­τά­ξεις, δη­λα­δὴ ἢ νὰ εἶ­σαι ἐ­λεύ­θε­ρος ἐ­σὺ ἢ νὰ εἶ­ναι ὁ ἄλ­λος. Τὸ ἴ­διο σχῆ­μα ἐ­φαρ­μό­ζε­ται καὶ στὴν σύλ­λη­ψη τῶν ἐ­σω­τε­ρι­κῶν ὑ­πο­θέ­σε­ων: ὁ δῆ­μος ἢ κυ­ρια­ρχεῖ ἢ κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται. Δι­κή τους ἐ­λευ­θε­ρί­α ση­μαί­νει ἡ­γε­σί­α ἢ κυ­ρι­αρ­χί­α ἐ­πὶ τῶν ἄλ­λων, πράγ­μα ποὺ καὶ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης θε­ω­ρεῖ θε­μι­τὸ (Πο­λι­τι­κὰ 1333 b38 – 1334 a2). Τὰ μι­κρό­τε­ρα κρά­τη ἤ­τα­νε τὸ ἴ­διο ἕ­τοι­μα μὲ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα νὰ ἐ­πι­βάλ­λουν τοὺς κα­νό­νες – ὅ­ρους τους στοὺς γεί­το­νές τους (πρβλ. Larsen, Freedom, σελ. 231, 233 καὶ ἑ­ξῆς) (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 2417-2418).

Ἡ δὲ (μι­κρό­τε­ρη ἢ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς ὑ­φῆς) δι­ά­κρι­ση τῶν μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος ἐν σχέ­σει πρὸς τὶς νευ­ραλ­γι­κὲς ἔν­νοι­ες τῆς ταυ­τό­τη­τας καὶ τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σης ἑ­νὸς ἀ­το­μι­κοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου μπο­ρεῖ νὰ γί­νει ὁ­ρα­τὴ στὰ ἀ­κό­λου­θα:

Τὰ πολ­λὰ πρό­σω­πα τὰ ὑ­πο­δύ­ε­ται κα­νεὶς ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ ζη­τᾷ ἕ­να πράγ­μα: τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση. Γιὰ νὰ εἶ­ναι ἕ­νας, πρέ­πει νὰ εἶ­ναι πολ­λοί33. Συ­χνὰ τὸ ἴ­διο πρό­σω­πο ξέ­ρει ὅ­τι ὑ­πο­δύ­ε­ται πολ­λά. Τὸ ἀν­τί­τι­μο γιὰ νὰ εἶ­ναι ἐ­πι­τυ­χὴς πρὸς τὰ ἔ­ξω εἶ­ναι νὰ ἐ­ξα­σθε­νί­ζει πρὸς τὰ μέ­σα – μπο­ρεῖ ὅ­μως νὰ κά­νει καὶ τὸ ἀν­τί­θε­το (πρώ­τη ἔμ­φα­ση τοῦ συγ­γρα­φέ­α, δεύ­τε­ρη δι­κή μου – δελ­τί­α ἀρ. 4683-468434).

Ἐ­σω­τε­ρι­κὸς ρό­λος δὲν ση­μαί­νει ἐν μέ­ρει μὴ κοι­νω­νι­κὸς ἀλ­λὰ ὅ­τι ἕ­να μέ­ρος τοῦ προ­σώ­που εἶ­ναι κοι­νω­νι­κὰ συμ­μορ­φω­μέ­νο καὶ ἕ­να μέ­ρος του δὲν εἶ­ναι. Ἡ ἀν­τί­θε­ση στὶς κυ­ρί­αρ­χες νόρ­μες δὲν ση­μαί­νει ἔλ­λει­ψη κοι­νω­νι­κῆς ἀ­να­φο­ρᾶς καὶ κοι­νω­νι­κό­τη­τας ἐν γέ­νει∙ φαί­νε­ται τέ­τοι­α μό­νο ἐν σχέ­σει μὲ τὶς κυ­ρί­αρ­χες νόρ­μες. Ἀ­πὸ τὴν σκο­πιὰ αὐ­τῶν φαί­νε­ται μὴ κοι­νω­νι­κὴ μὲ τὴν κα­νο­νι­στι­κὴ ἔν­νοι­α, ὅ­μως εἶ­ναι κοι­νω­νι­κὴ σὲ σχέ­ση μὲ ἄλ­λες νόρ­μες∙ εἶ­ναι κοι­νω­νι­κὴ καὶ ἀ­ξι­ώ­νει ἰ­σχὺ καὶ ἐ­ξου­σί­α κοι­νω­νι­κὴ (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 4685-468635).

Στή­νον­τας τὸ σκη­νι­κὸ τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σης τὸ ἄ­το­μο στή­νει ὁ­λό­κλη­ρο τὸν κό­σμο της. Ἐ­πί­σης, ὁ­ρι­σμέ­νες ὑ­πάρ­ξεις [ποὺ] φο­βοῦν­ται τὶς δο­κι­μα­σί­ες, ἀρ­νοῦν­ται ἐν­τε­λῶς τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση, ζη­τοῦν τὴν τα­πεί­νω­ση, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το­πο­θε­τοῦν τὴν αὐ­το­α­πό­δο­ση ἀ­ξί­ας σὲ τό­σο κρυ­φὴ με­ριά, ὥ­στε νὰ μὴ μπο­ρεῖ νὰ τὴν βρεῖ κα­νεὶς γιὰ νὰ τὴν προ­σβά­λει (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 4710).

Ἡ ἀ­νάγ­κη γιὰ ἀ­να­γνώ­ρι­ση εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρη ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ τὴν ἰ­σχύ. Πολ­λοὶ πα­ραι­τοῦν­ται ἀ­πὸ ἰ­σχὺ καὶ ἐ­ξου­σί­α, κα­νέ­νας ὅ­μως δὲν πα­ραι­τεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­νάγ­κη γιὰ ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἔ­στω καὶ σὲ στε­νό­τα­το κύ­κλο, ἔ­στω καὶ σὲ ἀ­κραῖ­ες πε­ρι­πτώ­σεις μπρο­στὰ στὰ ἴ­δια σου τὰ μά­τια. Οἱ τρέ­χου­σες θε­ω­ρί­ες τῆς ἰ­σχύ­ος ὑ­στε­ροῦν για­τὶ δὲν ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται αὐ­τό. Ἀ­νάγ­κη ἀ­να­γνώ­ρι­σης ση­μαί­νει νὰ ἀ­πο­δέ­χον­ται οἱ ἄλ­λοι τὴν αὐ­το­κα­τα­νό­η­σή σου, νὰ φτιά­χνεις τέ­τοι­α ταυ­τό­τη­τα ὥ­στε ἡ αὐ­το­κα­τα­νό­η­σή σου νὰ βρί­σκει τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν ἄλ­λων (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 3887-3888).

Τί ση­μαί­νει τὸ πραγ­μα­τι­κὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι κά­νω πράγ­μα­τα, γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν πε­ρι­μέ­νω ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους, για­τί αὐ­τὰ δί­νουν ἀ­πὸ μό­να τους τὴν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τοῦ ἐκ­πλη­ρω­μέ­νου κα­θή­κον­τος; Ση­μαί­νει ἁ­πλῶς ὅ­τι τὸ αἴ­σθη­μα ἰ­σχύ­ος καὶ ἡ δυ­να­τό­τη­τα πο­ρι­σμοῦ ἰ­σχύ­ος δο­κι­μά­ζε­ται συ­νε­χῶς μὲ κρι­τὴ τὸν ἴ­διο μας τὸν ἑ­αυ­τό. Ἂν ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ὂν ποὺ πράτ­τει καὶ ἂν δὲν τοῦ εἶ­ναι δυ­να­τὸν πα­ρὰ νὰ πράτ­τει, τό­τε τὸ πεί­ρα­μα ἰ­σχύ­ος γί­νε­ται ἀρ­κεῖ καὶ μό­νο νὰ πράτ­τει, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὸ ποι­ός τὸν βλέ­πει ἢ ἂν δὲν τὸν βλέ­πει κα­νείς. Ἀ­πὸ ἐ­δῶ προ­κύ­πτει ἡ ἄ­σκη­ση τε­χνι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των ὡς αὐ­το­σκο­πῶν, ἀ­πὸ ᾿δῶ ἐ­πί­σης προ­κύ­πτει ἡ ἀ­νι­δι­ο­τε­λὴς ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας. Βε­βαί­ως ἀ­κό­μα καὶ τό­τε ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἀ­πὸ μέ­ρους ἄλ­λων κα­τὰ κα­νό­να ἀ­ρέ­σει καὶ ἐν­θαρ­ρύ­νει. Ὅ­μως τὸ ἴ­διο τὸ ἄ­το­μο ἐ­ξα­σφα­λί­ζει ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρη ἰ­σχὺ ξέ­ρον­τας ὅ­τι κα­τέ­χει ἕ­ναν το­μέ­α ὅ­που εἶ­ναι μό­νο του κρι­τὴς καὶ κρι­νό­με­νος (πρώ­τη ἔμ­φα­ση τοῦ συγ­γρα­φέ­α, οἱ ὑ­πό­λοι­πες δι­κές μου – δελ­τί­α ἀρ. 4097- 4098).

Ἡ με­γά­λη μα­ται­ο­δο­ξί­α36 σὲ ἀν­τί­θε­ση πρὸς τὴν μι­κρή, ποὺ ζεῖ ἀ­πὸ τὶς προ­σό­δους τοῦ πυ­ρε­τώ­δους πά­ρε-δῶ­σε στὸ Vanity Fair τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, εἶ­ναι σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πὸ τὸν ἔ­παι­νο καὶ τὴν ἐ­πι­δο­κι­μα­σί­α∙ γι᾿ αὐ­τὸ καὶ φαν­τά­ζει σὰν με­τρι­ο­φρο­σύ­νη (προ­σω­πι­κὴ ἔμ­φα­ση – ἀ­φο­ρι­σμὸς Κον­δύ­λη ποὺ δη­μο­σι­εύ­θη­κε στὴν ἐ­πι­λο­γὴ τῶν Στο­χα­σμῶν καὶ Ἀ­πο­φθεγ­μά­των με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ συγ­γρα­φέ­α37).

Δί­πλα στὰ προ­α­να­φερ­θέν­τα δελ­τί­α καὶ πα­ρα­θέ­μα­τα ποὺ κά­νουν φα­νε­ρὴ τὴν κα­τ᾿ ἀρ­χὴν δι­ά­κρι­ση τῶν μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος στὴν ὁ­ποί­α προ­βαί­νει ὁ Κον­δύ­λης –ἔ­στω κι ἂν εἶ­ναι συ­ζη­τή­σι­μο ἐ­ὰν καὶ σὲ ποι­ό βαθ­μὸ ἡ τε­λευ­ταί­α εἶ­ναι εὐ­κρι­νὴς δι­ά­κρι­ση εὔ­ρους καὶ ὑ­φῆς ἢ εὔ­ρους / ἔν­τα­σης / μορ­φῆς ποὺ τε­λι­κὰ ἢ κά­ποι­α στιγ­μὴ γί­νε­ται / «κα­ταν­τά­ει» ὑ­φῆς– θε­μι­τὸ θὰ ἦ­ταν νὰ πα­ρα­θέ­σου­με καὶ μιὰ σει­ρὰ ἐ­πι­λεγ­μέ­νων χω­ρί­ων πε­ρι­ε­χόν­των βα­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς κεν­τρι­κῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἰ­σχύ­ος, προ­κει­μέ­νου νὰ ἐ­πι­σκο­πή­σου­με σφαι­ρι­κό­τε­ρα τὰ βα­σι­κὰ πο­ρί­σμα­τα σ᾿ ἕ­ναν κα­τὰ τὸ δυ­να­τὸ συμ­πα­γῆ-ἑ­νια­ῖο ὁ­ρι­σμὸ τῆς ἰ­σχύ­ος προ­τοῦ κοι­τά­ξου­με ποι­άν ὑ­φὴ ἰ­σχύ­ος πο­ρί­ζε­ται (ἢ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει φαί­νε­ται ἢ ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ ἀν­τλεῖ) ὁ φι­λό­σο­φός μας ἀ­πὸ τὸ ποι­ὸν τῆς θε­ω­ρί­ας του:

Ἡ ἰ­σχὺς εἶ­ναι αὐ­θυ­περ­βάλ­λου­σα αὐ­το­συν­τή­ρη­ση, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι πρέ­πει συ­νε­χῶς νὰ ξε­περ­νά­ει τὸν ἑ­αυ­τό της. Μό­λις κα­τα­κτή­σει μιὰ θέ­ση στρέ­φε­ται πρὸς τὴν ἐ­ξα­σφά­λι­σή της, ἀ­σχο­λεῖ­ται δη­λα­δὴ μὲ τὸ προ­γε­νέ­στε­ρο ἐ­πί­πε­δο τῶν φι­λο­δο­ξι­ῶν της ἀ­πὸ τὴν σκο­πιὰ ἑ­νὸς ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ ὑ­ψη­λό­τε­ρου καὶ πε­ρι­ε­κτι­κό­τε­ρου ἐ­πι­πέ­δου. Ἔ­τσι, ἡ ἰ­σχὺς εἶ­ναι κί­νη­ση, μο­λο­νό­τι θὰ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νὰ εἶ­ναι στά­ση, δη­λα­δὴ νὰ ἔ­χει ὑ­περ­βεῖ ὅ­λα τὰ πραγ­μα­τι­κὰ ἢ φαν­τα­στι­κὰ ἐμ­πό­δια, δη­λα­δὴ νὰ εἶ­ναι Θε­ός (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 3740∙ πρβλ. καὶ δελ­τί­ο 4430[071] ὅ­που συ­να­φῶς ἐ­πι­ση­μαί­νε­ται: «Ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη ἰ­σχύ­ος ὡς συ­νε­χὴς προ­σπά­θεια τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου νὰ ἀ­πο­κτή­σει ἐ­κεῖ­νο ποὺ δὲν πρό­κει­ται νὰ ἔ­χει πο­τέ: στα­θε­ρὴ καὶ ἀ­δι­α­τά­ρα­χτη ταυ­τό­τη­τα. Ὁ­ποι­ος θὰ εἶ­χε κά­τι τέ­τοι­ο δὲν θὰ ἤ­θε­λε ἰ­σχὺ για­τὶ θὰ ἦ­ταν Θε­ός, δη­λα­δὴ ἀ­πό­λυ­τα γα­λή­νιος καὶ αὐ­τάρ­κης…»).

Ἔ­χω ἰ­σχὺ” καὶ “ἀ­σκῶ ἰ­σχὺ” ἐκ­φρά­ζουν τὸ ἴ­διο πράγ­μα. Τὸ “ἔ­χω ἰ­σχὺ” δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς κά­νει νὰ ξε­χνᾶ­με ὅ­τι ἡ ἰ­σχὺς εἶ­ναι σχέ­ση. Ἀ­κό­μα καὶ φυ­σι­κὰ προ­σόν­τα με­τρᾶ­νε σὲ σχέ­ση μὲ τὰ προ­σόν­τα ἄλ­λων. “Ἔ­χω ἰ­σχὺ” ση­μαί­νει ἀ­σκῶ ἰ­σχὺ δη­λα­δὴ κα­τέ­χω ὁ­ρι­σμέ­νη θέ­ση στὸ σύ­νο­λο τῶν κοι­νω­νι­κῶν σχέ­σε­ων καὶ μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴ δι­α­πί­στω­ση πι­στεύ­ουν οἱ ἄλ­λοι ὅ­τι ἔ­χω δυ­νη­τι­κὴ ἰ­σχὺ δη­λα­δὴ μπο­ρῶ νὰ ἀ­πο­κτή­σω καὶ ἄλ­λη ἢ ἄλ­λης μορ­φῆς (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 3871∙ πρβλ. καὶ δελ­τί­α ἀρ. 3869-3870 στὰ ὁ­ποῖ­α το­νί­ζε­ται ὅ­τι οἱ ἄλ­λοι ρυθ­μί­ζουν τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τους βά­σει τῆς τω­ρι­νῆς θέ­σης καὶ ἱ­κα­νό­τη­τας (γιὰ μελ­λον­τι­κὴ δρά­ση) τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου, ὥ­στε ἀ­πο­κρού­ε­ται ἡ αὐ­στη­ρὴ συμ­πε­ρι­φο­ρι­στι­κὴ ταύ­τι­ση ἰ­σχύ­ος μὲ τὴν ἄ­σκη­σή της∙ ὁ­μοί­ως στὸ δελ­τί­ο ἀρ. 3874 ὑ­πο­γραμ­μί­ζε­ται ὅ­τι ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α ἀ­πό­κτη­σης ἰ­σχύ­ος ἐ­πι­τεί­νε­ται ἕ­νε­κα τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας ἀ­κρι­βοῦς με­τρή­σε­ως τῆς ἰ­σχύ­ος τοῦ ἑ­κά­στο­τε ἄλ­λου).

Ἰ­σχὺς εἶ­ναι τέ­τοι­α πάν­το­τε σὲ σχέ­ση μὲ ἰ­σχὺ κά­ποι­ου ἄλ­λου… (δελ­τί­ο ἀρ. 4603∙ στὸ δελ­τί­ο ἀρ. 3964 ἐ­πι­ση­μαί­νε­ται συ­να­φῶς ὅ­τι «ἰ­σχὺς εἶ­ναι σχέ­ση με­τα­ξὺ ἀν­θρώ­πων» ἡ ὁ­ποί­α «γιὰ νὰ σταθ­μι­σθεῖ πρέ­πει νὰ γί­νει ἀ­να­φο­ρὰ στὴν πη­γή, στὰ μέ­σα, στὸν στό­χο, στὴν πο­σό­τη­τα ἰ­σχύ­ος», ἐ­νῶ στὰ ἀν­τί­στοι­χα ἀρ. 4196-7 –σχο­λι­α­ζο­μέ­νης τῆς ἀν­θρω­πο­λο­γι­κῆς καὶ πο­λι­τι­κῆς ση­μα­σί­ας τῆς ἰ­σχύ­ος στὸν Hobbes– το­νί­ζε­ται: «…Ἡ ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὰ δε­δο­μέ­νη ἰ­σχὺς δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νο ἀ­πὸ φυ­σι­κὰ ἐμ­πό­δια, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν πα­ρέμ­βα­ση μιᾶς ἄλ­λης σχε­δι­α­σμέ­νης πρά­ξης, δρά­σης. Ἰ­σχὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ ση­μα­σί­α ἔ­χω ἂν ἀν­τι­με­τω­πί­σω μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α πα­ρό­μοι­ες πα­ρεμ­βά­σεις. Μὲ αὐ­τὴν τὴν ἔν­νοι­α ἰ­σχὺς ση­μαί­νει κά­τι συγ­κρι­τι­κό, ὅ­τι δηλ. εἶ­μαι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος σὲ σχέ­ση μὲ κά­ποι­ον ἄλ­λον. Ἰ­σχὺς εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να ἀ­να­φο­ρὰ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δρά­σης στὸν κό­σμο καὶ συ­νά­μα ἀ­να­φο­ρὰ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δρα­στη­ρι­ό­τη­τας με­τα­ξὺ ἀλ­λή­λων. Ἡ σύν­δε­ση τῶν δύ­ο αὐ­τῶν ἐ­πό­ψε­ων ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ σχε­δι­α­σμέ­νη πρά­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που κα­τευ­θύ­νε­ται πρὸς τὴν ἀ­πό­κτη­ση ἐ­ξου­σί­ας καὶ ἀ­πὸ τὶς δύ­ο πλευ­ρές. Συ­νε­χὴς με­τα­τό­πι­ση καὶ με­τά­βα­ση ἀ­πὸ τὸ ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὸ στὸ πο­λι­τι­κὸ ἐ­πί­πε­δο, ἀν­θρω­πο­λο­γι­κοὶ καὶ πο­λι­τι­κοὶ σκο­ποὶ συμ­πλέ­κον­ται συ­νε­χῶς» (πρβλ. Schelsky, Hobbes, σελ. 84 καὶ ἑ­ξῆς). Ἐ­πι­πλέ­ον, στὸ δελ­τί­ο ἀρ. 3968 ση­μει­ώ­νε­ται ὅ­τι «ἡ ἰ­σχὺς μπο­ρεῖ [κα­τ᾿ ἀρ­χὴν] νὰ εἶ­ναι ὑ­πό­στα­ση, σχέ­ση, ἱ­κα­νό­τη­τα», [ὡ­στό­σο] δὲν εἶ­ναι τὸ πρῶ­το» γιὰ νὰ ἐ­πε­ξη­γη­θεῖ ἡ τε­λευ­ταί­α ἀ­πό­φαν­ση στὸ ἀρ. 3916-3917 ὅ­που, ὅ­πως λέ­γε­ται, «ἡ χομ­πσια­νὴ ἀν­τί­λη­ψη πε­ρὶ ἰ­σχύ­ος ὡς ὑ­πό­στα­σης πα­ρα­με­λεῖ τὸν ση­μαν­τι­κὸ γιὰ τὴν πο­λι­τι­κὴ πρά­ξη χρο­νι­κὸ πα­ρά­γον­τα» – ὅ­λες οἱ ὑ­πο­γραμ­μί­σεις δι­κές μου).

Αἰ­τί­α ποὺ ὠ­θεῖ στὴν δι­εύ­ρυν­ση τῆς ἰ­σχύ­ος δὲν εἶ­ναι κυ­ρί­ως τὸ ὅ­τι δὲν ἀρ­κεῖ­ται στὰ ὅ­σα ἔ­χει ἀλ­λὰ τὸ ὅ­τι γιὰ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει ὅ­σα ἔ­χει πρέ­πει νὰ ἀ­πο­κτή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα –Leviathan XI–. Πῶς ὅ­μως κρί­νει κα­νεὶς ἂν εἶ­ναι ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­να τὰ ὅ­σα ἔ­χει; Κοι­τά­ζον­τας τί ἔ­χουν οἱ ἄλ­λοι ἢ ἂν ὑ­πάρ­χουν ἄλ­λοι ἰ­σχυ­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ αὐ­τόν. Πρέ­πει κα­τ᾿ ἀρ­χὴν νὰ ἀ­πο­κτή­σει κα­νεὶς του­λά­χι­στον ὅ­σα ἔ­χουν οἱ ἄλ­λοι, ἢ οἱ σχε­τι­κοὶ ἄλ­λοι (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 4181-4182).

Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἔ­χω ἰ­σχὺ πά­νω στὰ ἀ­γα­θὰ ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που, ἀρ­κεῖ νὰ ἔ­χω ἰ­σχὺ πά­νω στὴ δι­κή του ἰ­σχύ, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἰ­σχὺς πά­νω στὰ ἀ­γα­θά του καὶ στὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ κά­νει αὐ­τὸ ἢ τὸ ἄλ­λο. Ἔ­χω ἰ­σχὺ πά­νω σὲ κά­ποι­ον ση­μαί­νει ὅ­τι μπο­ρῶ νὰ βά­λω τὴν ἰ­σχύ του νὰ δου­λέ­ψει γιὰ λο­γα­ρια­σμό μου, ἤ­τοι ἡ δι­κή μου ἰ­σχὺς δι­ό­λου δὲν ἀ­παι­τεῖ ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ τὴ γε­νι­κὴ ἐκ­μη­δέ­νι­ση τῆς ἰ­σχύ­ος τοῦ ἄλ­λου – πα­ρὰ μό­νο τὴν ἐκ­μη­δέ­νι­σή της ἀ­πέ­ναν­τί μου. Ὁ ἄλ­λος προ­θυ­μο­ποι­εῖ­ται νὰ ἐκ­μη­δε­νί­σει τὴν ἰ­σχύ του ἀ­πέ­ναν­τί μου ἂν τοῦ δώ­σω ἰ­σχὺ ἀ­πέ­ναν­τι σὲ ἄλ­λους – συ­χνό­τα­τα ἀ­πο­κτᾷ γε­νι­κὰ ἰ­σχὺ μό­νο ἂν ὑ­πο­τα­γεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ σὲ κά­ποι­ον (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 3958-3959∙ βλ. ἐ­δῶ τὸν ὁ­ρι­σμὸ τῆς ἰ­σχύ­ος ὡς ἀ­δι­ό­ρα­της κα­θυ­πό­τα­ξης τοῦ ἄλ­λου, τοῦ δελ­τί­ου ἀρ. 3656 («Ἐ­ξου­σί­α ση­μαί­νει νὰ ἐ­ξα­ναγ­κά­ζεις κά­ποι­ον νὰ κά­νει κά­τι πα­ρὰ τὴ θέ­λη­σή του. Ἰ­σχὺς ση­μαί­νει νὰ ὠ­θεῖς κά­ποι­ον νὰ κά­νει κά­τι νο­μί­ζον­τας ὅ­τι αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ θέ­λη­σή του») ὅ­πως καὶ τὰ γρα­φό­με­να τοῦ δελ­τί­ου ἀρ. 3913 στὸ ὁ­ποῖ­ο το­νί­ζε­ται ὅ­τι «τὸ κρί­σι­μο ση­μεῖ­ο γιὰ τὴν ἔν­νοι­α τῆς ἰ­σχύ­ος εἶ­ναι ἂν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ὑ­πάρ­ξει ἰ­σχὺς χω­ρὶς νὰ πα­ρά­γε­ται ἡ ἰ­σχὺς ἀ­πὸ αὐ­τὸν κα­θαυ­τὸν τὸν ἀ­γώ­να» – δι­κή μου ἔμ­φα­ση∙ ἐ­πι­προ­σθέ­τως γιὰ τὴν ἰ­δέ­α τῆς ὑ­πο­τα­γῆς ὡς ἐρ­γα­λεί­ου πο­ρι­σμοῦ ἰ­σχύ­ος βλ. τὰ λε­γό­με­να τῶν δελ­τί­ων ἀρ. 4153 & 3000 [00059]: «Ἀ­ξί­ω­ση ἰ­σχύ­ος δὲν ση­μαί­νει ἀ­ναγ­καί­α ἐ­πι­βο­λὴ ἐ­πὶ τῶν ἄλ­λων. Οἱ σκο­ποί της μπο­ροῦν νὰ δι­α­σφα­λί­ζον­ται μὲ τὴν ὑ­πο­τα­γὴ σὲ ἕ­ναν ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο ὅ­ταν αὐ­τὴ δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα μα­κρο­πρό­θε­σμης αὐ­το­συν­τή­ρη­σης, δη­λα­δὴ κα­το­χῆς ἰ­δε­α­τοῦ ἀ­γα­θοῦ ὅ­πως ταυ­τό­τη­τα»∙ «ἐ­νάν­τια σὲ μιὰ να­του­ρα­λι­στι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἰ­σχύ­ος – ἐ­πι­βο­λή της διὰ τῆς βί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος ὑ­πο­τάσ­σε­ται στὴν ἰ­σχὺ ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ σὲ τί θέ­λει ἑ­κά­στο­τε νὰ βο­η­θη­θεῖ» – δι­κή μου ἔμ­φα­ση).

Ἡ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση προ­η­γεῖ­ται τῆς ἐ­πι­δί­ω­ξης ἰ­σχύ­ος ὄ­χι μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι τὸ στα­τι­κὸ προ­η­γεῖ­ται τοῦ δυ­να­μι­κοῦ, ἀλ­λὰ ὅ­τι ἡ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση ὡς ὑ­πέρ­τα­τος σκο­πὸς εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­νη νὰ συ­νυ­φαν­θεῖ μὲ κά­θε λο­γῆς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις ἰ­σχύ­ος, ὅ­τι εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­νη νὰ θυ­σιά­σει κά­θε μορ­φὴ προ­κει­μέ­νου νὰ δι­α­σώ­σει τὴν οὐ­σί­α καὶ ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ στὴν ἐ­πι­δί­ω­ξη ἰ­σχύ­ος νὰ βά­λει χα­λι­νὸ γιὰ νὰ σω­θεῖ ἡ οὐ­σί­α. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη ἰ­σχύ­ος σὲ σχέ­ση μὲ τὴν αὐ­το­συν­τή­ρη­ση μπο­ρεῖ νὰ πά­ρει λι­γό­τε­ρες μορ­φὲς καὶ εἶ­ναι ἐ­πι­κεν­τρω­μέ­νη σὲ σκο­ποὺς πιὸ εἰ­δι­κούς. Ἡ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση, ποὺ στέ­κει πί­σω της, τῆς λέ­ει ἂν ὁ ἐ­πι­μέ­ρους ἑ­κά­στο­τε σκο­πός της εἶ­ναι ὀρ­θὸς ἢ ὄ­χι (προ­σω­πι­κὴ ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 4287-4288).

Ἐ­πι­δί­ω­ξη σκο­ποῦ εἶ­ναι ἐ­πι­δί­ω­ξη ἰ­σχύ­ος, με­τα­βο­λὴ κρα­του­σῶν σχέ­σε­ων. Ἐ­πί­τευ­ξη σκο­ποῦ ση­μαί­νει με­τα­βο­λὴ θέ­σης ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που ἔ­ναν­τι θέ­σε­ων ἄλ­λων (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 4645 ∙ συ­να­φῶς στὰ δελ­τί­α ἀρ. 3912 καὶ 3877 ὁ Κον­δύ­λης γρά­φει ἀν­τί­στοι­χα: «Δὲν ὑ­πάρ­χει ἰ­σχὺς χω­ρὶς τὴ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀ­πο­κλει­σμοῦ ἄλ­λων. Ἰ­σχὺ ἔ­χω ἂν μπο­ρῶ νὰ ἐμ­πο­δί­σω ἄλ­λους νὰ ἀ­πο­κτή­σουν πρό­σβα­ση σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ὑ­λι­κά, κοι­νω­νι­κά, πο­λι­τι­κὰ ἀ­γα­θά. Νό­μι­μη ἐ­ξου­σί­α συ­νί­στα­ται στὴν ὕ­παρ­ξη μό­νι­μων κα­νό­νων μὲ βά­ση τοὺς ὁ­ποί­ους γί­νε­ται ἡ πρό­σβα­ση καὶ ὁ ἀ­πο­κλει­σμός». «…ὅ­ποι­ος ἔ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐ­ξου­σί­α ἕ­νας ἄλ­λος πρέ­πει νὰ ἔ­χει λι­γό­τε­ρη…», γιὰ νὰ ἐ­πε­ξη­γή­σει αὐ­τήν του τὴν το­πο­θέ­τη­ση στὰ δελ­τί­α ἀρ. 3900-1: «Κά­ποι­ος με­γα­λώ­νει τὴν δι­κή του ἰ­σχὺ καὶ μει­ώ­νει ἐ­κεί­νη τῶν ἄλ­λων. Δι­ό­τι ὄ­χι μό­νον με­γα­λώ­νει τὴ δι­κή του ἐ­πιρ­ρο­ὴ ἔ­ναν­τι τῶν ἄλ­λων, ἀλ­λὰ με­γα­λώ­νον­τας τὴν δι­κή του αὐ­ξά­νει τὸ σύ­νο­λο τῆς ὑ­πάρ­χου­σας ἰ­σχύ­ος. Ὅ­ταν ὅ­μως τὸ σύ­νο­λο αὐ­τὸ αὐ­ξη­θεῖ, τό­τε αὐ­τό­μα­τα τὸ πο­σο­στὸ τῶν ἄλ­λων μει­ώ­νε­ται. Εἶ­ναι ἀν­τί­φα­ση νὰ λέ­γε­ται ἀ­πὸ τη μιὰ ὅ­τι ἡ ἰ­σχὺς εἶ­ναι ἀ­να­πα­ρά­στα­ση, ἀν­τι­κα­το­πτρι­σμὸς σχέ­σε­ων καὶ συ­νά­μα ὅ­τι αὐ­ξά­νει ἀ­πὸ μό­νη της» – δι­κή μου ἔμ­φα­ση).

Ἡ ἰ­σχὺς ὡς συ­νε­χὲς ὅ­που ἡ μιὰ μορ­φὴ περ­νά­ει ἀ­δι­ά­κο­πα στὴν ἄλ­λη καὶ συγ­κρού­ε­ται μὲ ἄλ­λη. Στὸ ἐ­ξου­σι­α­στι­κὸ σύ­στη­μα μέ­σα χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται δι­ά­φο­ρες μορ­φὲς ἰ­σχύ­ος καὶ κα­θὼς ἐ­ναλ­λάσ­σον­ται γεν­νι­έ­ται μιὰ ἀ­νι­σορ­ρο­πί­α τῆς ἰ­σχύ­ος ποὺ εἶ­ναι ἡ πο­λυ­μέ­ρειά της (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 3872)∙ στὸ δελ­τί­ο ἀρ. 3354 ση­μει­ώ­νε­ται σὲ πα­ρα­πλή­σιο πνεῦ­μα ἡ «ἀλ­λη­λο­δι­είσ­δυ­ση ἀ­νώ­τε­ρης καὶ κα­τώ­τε­ρης κοι­νω­νι­κῆς θέ­σης καὶ τὸ πῶς [αὐ­τὴ] ἁ­πα­λύ­νει ἢ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νει τὴν ὀ­νο­μα­στι­κὴ ἐ­ξου­σί­α». «Πρό­σω­πα», γρά­φει ὁ Κον­δύ­λης, «ποὺ ἀ­πὸ τὴ μιὰ ἄ­πο­ψη εἶ­ναι πά­νω, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη εἶ­ναι κά­τω στὴν κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχύ»∙ στὸ δὲ δελ­τί­ο ἀρ. 3897 προ­σθέ­τει: «καμ­μιὰ μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος δὲν στέ­κε­ται μό­νη της ἀλ­λὰ ἀ­παι­τεῖ ἄλ­λες μορ­φὲς ἰ­σχύ­ος ἐ­πί­σης. Καμ­μιὰ μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος δὲν εἶ­ναι βα­σι­κὴ σὲ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες» (δι­κή μου ἔμ­φα­ση).

Ἰ­σχὺς συν­δέ­ε­ται μὲ ὕ­παρ­ξη δι­α­φο­ρε­τι­κῶν θέ­σε­ων καὶ συμ­φε­ρόν­των. Ἂν δὲν ὑ­πῆρ­χε ἡ δι­α­φο­ρὰ αὐ­τὴ δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χε ἡ ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­σκή­σω ἰ­σχύ, δη­λα­δὴ νὰ ἐ­πη­ρε­ά­σω τὸν ἄλ­λον ἔ­τσι ὥ­στε νὰ κά­νει αὐ­τό ποὺ θέ­λω. Ἰ­σχὺς συν­δέ­ε­ται ἀ­να­πό­σπα­στα μὲ σύγ­κρου­ση (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 4569∙ στὸ ἀν­τί­στοι­χο ἀρ. 4005 ἐ­πε­ξη­γεῖ­ται: «Ἀ­νά­με­σα στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ στὴν κα­νο­νι­στι­κὴ αὐ­το­συν­τή­ρη­σή της, ποὺ προ­βάλ­λε­ται καὶ ὡς κα­νό­νας συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τῶν με­λῶν της, ὑ­πάρ­χει δι­ά­στα­ση. Αὐ­τὴ ἡ δι­ά­στα­ση εἶ­ναι συ­νέ­χεια πη­γὴ τρι­βῶν ἤ­τοι πη­γὴ ἀλ­λα­γῆς» – δι­κή μου ἔμ­φα­ση).

Ἰ­σχὺς ἀλ­λά­ζει κα­τά­στα­ση δρῶν­τος∙ [Ἡ] ἐ­πί­δρα­σή [της] με­τα­βάλ­λει τὶς προ­τι­μή­σεις του… (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 3880∙ ὁ­μοί­ως στὸ δελ­τί­ο ἀρ. 3890: «Ὅ­ποι­ος κα­τα­κτά­ει ἰ­σχὺ ἀλ­λά­ζει στὴν πο­ρεί­α, τὸ ἴ­διο ὅ­πως με­τα­βάλ­λει τὴν ταυ­τό­τη­τά του, ἐν ἀ­νάγ­κῃ, ὅ­ποι­ος ζη­τά­ει ἀ­να­γνώ­ρι­ση» – δι­κή μου ἔμ­φα­ση).

Ἰ­σχὺς καὶ ἐ­ξου­σί­α γεν­νι­οῦν­ται πα­ράλ­λη­λα μὲ τὸ νό­η­μα, ἐ­φό­σον δὲν μπο­ροῦν νὰ ὑ­πάρ­ξουν χω­ρὶς νο­μι­μο­ποί­η­ση. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι ἐ­πι­κα­λοῦν­ται συ­νε­χῶς τὸ νό­η­μα, τὴν νόρ­μα». «…ἡ κα­θο­λι­κό­τη­τα [τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τοῦ νο­ή­μα­τος] εἶ­ναι τὸ πε­δί­ο στὸ ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ νὰ ἐκ­δι­πλω­θεῖ μιὰ ἀ­ξί­ω­ση ἰ­σχύ­ος ἀ­να­φε­ρό­με­νη στὸ κοι­νόν. Τὸ κοι­νὸν ὡς πε­δί­ο συ­νει­δη­τὸ γεν­νι­έ­ται μα­ζὶ μὲ τὸ νό­η­μα. Νό­η­μα καὶ πο­λι­τι­κὴ ἀ­ξί­ω­ση ἰ­σχύ­ος γεν­νι­οῦν­ται πα­ράλ­λη­λα (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 3769-3770 πρβλ. καὶ δελ­τί­α ἀρ. 4409, 4415-6, 4431-4435, 4515, 4517-8).

Ἡ ἰ­σχὺς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς μέ­σον γιὰ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη σκο­πῶν ἀ­πώ­τε­ρων. Ἂν ὅ­μως πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἔ­τσι, δη­λα­δὴ ὡς μέ­σον, τό­τε πρέ­πει πρῶ­τα νὰ ἀ­πο­κτη­θεῖ, για­τί, ἂν ἦ­ταν ἤ­δη ἀ­πο­κτη­μέ­νη, τό­τε θὰ εἶ­χε πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ ὁ ἀ­πώ­τε­ρος σκο­πὸς καὶ ἡ ἰ­σχὺς δὲν θὰ χρει­α­ζό­ταν κἂν ὡς μέ­σον. Ἂν ὅ­μως ἡ ἰ­σχὺς πρέ­πει πρῶ­τα νὰ ἀ­πο­κτη­θεῖ, τό­τε γί­νε­ται ἡ ἴ­δια ἄ­με­σος σκο­πός, ἡ ἀ­πό­κτη­σή της μπαί­νει στὸ ἐ­πί­κεν­τρο, ἔ­στω καὶ ἂν ὀ­νο­μα­στι­κὰ συγ­χω­νεύ­ε­ται μὲ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη τοῦ σκο­ποῦ (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 3000[064]).

Ὁ ἀ­γώ­νας γιὰ ἰ­σχὺ ἀ­πο­φα­σί­ζει ποι­ός θὰ ἀ­πο­φαν­θεῖ ποι­ές εἶ­ναι οἱ ἀ­νάγ­κες. Ὅ­ποι­ος ἔ­χει τὴν ἀν­τα­γω­νι­στι­κὴ ἰ­σχὺ νὰ ὁ­ρί­ζει τὶς ἀ­νάγ­κες τὸ κά­νει ἔ­χον­τας ὑ­πό­ψη τὶς δι­κές του ἀ­νάγ­κες ἄ­ρα εἶ­ναι αὐ­τό­μα­τα καὶ ὁ κα­τάλ­λη­λος νὰ τὶς ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 4617∙ ἤ­δη στὰ δελ­τί­α ἀρ. 3514-3515 δι­α­σα­φη­νί­ζε­ται ὅ­τι «[εἰ­δο­ποι­οὶ ἀν­θρώ­πι­νες ἢ κοι­νω­νι­κὲς – τ.ἔ. ὄ­χι ἀ­μι­γῶς φυ­σι­κὲς] ἀ­νάγ­κες δὲν ὑ­πάρ­χουν ἐκ προ­οι­μί­ου καὶ δὲν ζη­τοῦν τὴν ἱ­κα­νο­ποί­η­σή τους. Πα­ρὰ συμ­βαί­νει τὸ ἀν­τί­θε­το: ὑ­πάρ­χει προ­σφο­ρὰ ἀ­νά­λο­γα μὲ προι­κι­σμὸ καὶ ἐ­πι­δι­ώ­ξεις ὁ­ρι­σμέ­νων ἀ­τό­μων, καὶ ὅ,τι προ­σφέ­ρουν τὰ ἄ­το­μα αὐ­τὰ προ­κει­μέ­νου νὰ ἐκ­φρά­σουν τὸν προι­κι­σμό τους καὶ νὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σουν τὶς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τους με­τα­βάλ­λε­ται σὲ ἀ­νάγ­κη τῶν ἄλ­λων ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸν βαθ­μὸ κοι­νω­νι­κῆς ἐ­πι­βο­λῆς τῶν πα­ρα­πά­νω ἀ­τό­μων. Τυ­πι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα ἡ τέ­χνη ἢ ἡ θρη­σκεί­α. Τὸ σύ­νο­λο τῆς κοι­νω­νί­ας ἐ­ξαρ­χῆς δὲν ἔ­χει τέ­τοι­ες ἀ­νάγ­κες. Τὶς δη­μι­ουρ­γοῦν ἄ­το­μα μὲ ἀν­τί­στοι­χο προι­κι­σμὸ καὶ ἐ­πι­δι­ώ­ξεις –ἀρ­κεῖ αὐ­τὲς νὰ ἐ­φά­πτον­ται ὁ­ρι­σμέ­νων ἀν­θρω­πο­λο­γι­κῶν στα­θε­ρῶν τὶς ὁ­ποῖ­ες ἔρ­χον­ται νὰ μορ­φο­ποι­ή­σουν– αὐ­τὸ γί­νε­ται μό­λις στὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς δι­α­τρο­φῆς», ἐ­νῶ στὸ δελ­τί­ο ἀρ. 3617 ὑ­πο­γραμ­μί­ζε­ται πὼς «ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ οἱ προι­κι­σμοὶ εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ καὶ ἐ­πει­δὴ ἄλ­λος εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸς σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ κα­ταρ­τι­στεῖ μό­νι­μη πλα­τω­νι­κὴ κοι­νω­νι­κὴ ἱ­ε­ραρ­χί­α» – ὅ­λα τὰ ση­μεῖ­α ἔμ­φα­σης δι­κά μου).

Ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη τῆς ἰ­σχύ­ος μπο­ρεῖ νὰ ση­μαί­νει δύ­ο πράγ­μα­τα: ὅ­τι ἀ­γω­νί­ζο­μαι νὰ φθά­σω σὲ μιὰ θέ­ση ὅ­που οἱ ἀ­πο­φά­σεις μου εἶ­ναι δε­σμευ­τι­κὲς γιὰ τοὺς ἄλ­λους ἤ­δη λό­γῳ τῆς θέ­σε­ώς μου. Ὅ­τι εἶ­μαι σὲ θέ­ση νὰ παίρ­νω δε­σμευ­τι­κὲς ἀ­πο­φά­σεις καὶ τώ­ρα προ­σπα­θῶ νὰ τὶς ἐ­πι­βά­λω (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­ο ἀρ. 4577).

Ἰ­σχὺς ἀ­σκεῖ­ται ὅ­ταν καὶ οἱ δύ­ο πλευ­ρὲς εἶ­ναι σὲ κί­νη­ση, ἐ­νερ­γη­τι­κές. Ἂν πρό­κει­ται γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση κα­τα­νο­μῆς ρό­λων ὅ­που δὲν ἀ­να­ζη­τοῦν­ται και­νούρ­γιοι ρό­λοι, τό­τε καὶ οἱ δύ­ο πλευ­ρὲς εἶ­ναι πα­θη­τι­κές»∙ «Ὅ­ταν ἡ ἐ­ξου­σι­α­στι­κὴ ἰ­σχὺς γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ ὡς αἰ­τι­ό­τη­τα τό­τε δὲν εἶ­ναι ἀ­μοι­βαί­α ἀλ­λὰ ὡς ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς μιᾶς πλευ­ρᾶς νὰ ἐ­λέγ­ξει τὴν ἄλ­λη. Ὅ­μως καὶ τό­τε ἡ ἰ­σχὺς ἀ­σκεῖ­ται πρα­κτι­κὰ μό­νον ὅ­ταν ἡ ὑ­πο­τα­κτι­κὴ πλευ­ρὰ δί­νει ἀ­φορ­μή∙ μό­νον τό­τε ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ­ται καὶ βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ πά­γιο πλαί­σιό της (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 4573 & 457438 ∙ στὸ ἴ­διο πνεῦ­μα ὁ Κον­δύ­λης γρά­φει στὸ ἀ­μέ­σως ἐ­πό­με­νο δελ­τί­ο (ἀρ. 4575): «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση ἰ­σχύ­ος δὲν εἶ­ναι αἰ­τι­ό­τη­τα, εἶ­ναι ἀ­μοι­βαί­α δι­ό­ρα­ση, ζύ­γι­σμα, φαν­τα­σί­α, κα­τα­σκευ­ὴ μελ­λον­τι­κῶν κα­τα­στά­σε­ων ὡς πε­δί­ων μά­χης, δι­α­σταύ­ρω­ση ψυ­χο­συν­θέ­σε­ων καὶ ὑ­πο­κει­με­νι­κο­τή­των» – δι­κή μου ἔμ­φα­ση).

Ἰ­σχὺς εἶ­ναι σχέ­ση. Κα­θο­ρι­σμὸς δὲν μπο­ρεῖ να γί­νει βά­σει γε­νι­κῶν θε­ω­ρη­τι­κῶν προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων ἀλ­λὰ ἡ ἔ­ρευ­να πρέ­πει νὰ ἔ­χει συγ­κε­κρι­μέ­νες ἀ­παι­τή­σεις καὶ νὰ ὁ­ρί­σει τὶς σχε­τι­κὲς πη­γὲς καὶ τὰ ἀ­πο­θέ­μα­τα τῶν δρών­των κα­θὼς καὶ τὶς ἀ­παν­τή­σεις ποὺ εἶ­ναι ἱ­κα­νοὶ νὰ δώ­σουν. Δὲν μπο­ροῦ­με ἀ­φη­ρη­μέ­να νὰ ποῦ­με ὅ­τι ἡ ἰ­σχὺς ἔ­χει με­γα­λύ­τε­ρο πε­δί­ο ἐκ­δί­πλω­σης ἀ­πὸ μιὰ ἄλ­λη ἂν δὲν εἶ­ναι ἴ­διο τὸ ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νο. Ἂν εἶ­ναι ἴ­διο τὸ ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νο τό­τε ὁ δρῶν μὲ τὴν με­γα­λύ­τε­ρη πι­θα­νό­τη­τα νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει θε­τι­κὴ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος (δι­κή μου ἔμ­φα­ση – δελ­τί­α ἀρ. 3961-3962)39.

* * *

Μὲ βά­ση τὰ πα­ρα­πά­νω –ἐ­πι­λε­χθέν­τα ἀ­πὸ τὸ ἀ­δη­μο­σί­ευ­το corpus– δελ­τί­α, τὰ ἀ­να­φε­ρό­με­να στὴν δι­ά­κρι­ση ἰ­σχύ­ος καὶ ἐ­ξου­σί­ας, στὴ σχέ­ση ἰ­σχύ­ος – ταυ­τό­τη­τας / ἀ­να­γνώ­ρι­σης καὶ στὶς κύ­ρι­ες ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἰ­σχύ­ος, εἴ­μα­στε πλέ­ον σὲ θέ­ση νὰ ἀ­να­συγ­κρο­τή­σου­με μιὰ πε­ρι­ε­κτι­κό­τε­ρη ἔν­νοι­α τῆς ἰ­σχύ­ος, ὅ­πως τὴν συ­νε­λάμ­βα­νε ὁ ὄ­ψι­μος Κον­δύ­λης, καὶ (μα­ζὶ μὲ τὸ εἶ­δος τῆς ἰ­σχύ­ος ποὺ [ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ] πο­ρί­ζε­ται ὁ ἴ­διος ὁ στο­χα­στής μας ἀ­πὸ τὸ ποι­ὸν τῆς θε­ω­ρί­ας του) νὰ προσ­δι­ο­ρί­σου­με εὐ­κρι­νέ­στε­ρα τὴν νευ­ραλ­γι­κὴ σχέ­ση της μὲ τὴν ἀν­τί­στοι­χη τῆς ἐ­ξου­σί­ας.

Γιὰ νὰ συ­νο­ψί­σου­με τις κύ­ρι­ες ἰ­δι­ό­τη­τές της, ἡ ἰ­σχὺς γί­νε­ται ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἀν­τι­λη­πτὴ ὡς σχέ­ση καὶ ἐ­ξί­σου ἐ­κλαμ­βά­νε­ται ἢ δι­α­τι­μᾶ­ται ὡς ἔν­νοι­α συγ­κρι­τι­κή, μὲ τὴν συγ­κρι­τι­κή της ὑ­φὴ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται κα­θα­ρό­τε­ρα ἐ­κεῖ ὅ­που εἶ­ναι ἴ­διο (με­τα­ξὺ τῶν «συμ­βαλ­λο­μέ­νων») τὸ ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νο. Συ­νι­στᾷ κί­νη­ση, μο­λο­νό­τι θὰ ἤ­θε­λε κα­τ᾿ ἀρ­χὴν νὰ εἶ­ναι στά­ση, καὶ γε­νι­κὰ δη­λώ­νει τὴν δυ­να­μι­κὰ νο­ού­με­νη αὐ­το­συν­τή­ρη­ση ἢ αὐ­το­ε­πί­τα­ση ἡ ὁ­ποί­α ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ κοι­νω­νι­κὴ ἐ­πι­βί­ω­ση τ.ἔ. τὸ ἀ­πα­ραί­τη­το ἐ­κεῖ­νο αἴ­σθη­μα κοι­νω­νι­κῆς ταυ­τό­τη­τας μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο σφυ­ρη­λα­τεῖ­ται ἡ ἑ­δραι­ό­τη­τα ἢ «ἀν­τι­κει­με­νι­κό­τη­τα» μιᾶς κο­σμο­ει­κό­νας – ἀ­να­δρο­μι­κῶς δι­και­ο­λο­γού­σας τὴν ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κὴ ἀ­πό­φα­ση στὴν βά­ση τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἴ­δια ὑ­πο­τυ­πώ­θη­κε.

Ἡ αὔ­ξη­ση τῆς ἰ­σχύ­ος ἑ­νὸς ὑ­πο­κει­μέ­νου ση­μαί­νει ἄ­με­σα ἢ ἔμ­με­σα μεί­ω­ση τῆς ἰ­σχύ­ος ἑ­νὸς ἄλ­λου (διὰ τῆς με­τα­βο­λῆς τῶν κρα­του­σῶν σχέ­σε­ων ἡ ὁ­ποί­α κα­τὰ κα­νό­να λαμ­βά­νει χώ­ρα ὡς με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τό­τη­τα πρό­σβα­σης τοῦ πρώ­του σὲ προ­νό­μια ἢ ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση ἀ­π᾿ αὐ­τὸ ἀ­πο­θε­μά­των ἤ, ἀν­τί­στρο­φα, ἀ­πο­κλει­σμοῦ ἢ πα­ρεμ­πο­δι­σμοῦ ἄλ­λων ἀ­πὸ αὐ­τὰ) ἐ­κτὸς βέ­βαι­α ἂν ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος ἄλ­λος ἔ­χει πε­τύ­χει νὰ θέ­τει γε­νι­κὰ τὴν αὐ­ξα­νό­με­νη ἰ­σχὺ τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν δι­κῶν του ἐ­πι­δι­ώ­ξε­ων εἴ­τε μέ­σῳ τῆς ὑ­πο­τα­γῆς του στὸ ἐν λό­γῳ ὑ­πε­ρι­σχύ­ον ἢ ἐν­δυ­να­μού­με­νο ὑ­πο­κεί­με­νο εἴ­τε μέ­σῳ τῆς ἄ­σκη­σης πει­θοῦς σὲ αὐ­τὸ γιὰ μιὰ συ­νερ­γα­σί­α ἀ­πο­σκο­ποῦ­σα στὸ «κοι­νὸ συμ­φέ­ρον» ἀμ­φο­τέ­ρων. Γε­νι­κό­τε­ρα, μιὰ ὁ­ρι­σμέ­νη ἰ­σχὺς ἐμ­πε­ρι­έ­χει πάν­το­τε μιὰ αἰχ­μὴ ἔ­ναν­τι κά­ποι­ου ὑ­πο­κει­μέ­νου, γιὰ τοῦ­το καὶ ταυ­τό­χρο­να δί­δει λα­βὴ στὸ στοι­χεῖ­ο τῆς συ­ναλ­λη­λί­ας ἢ φι­λι­κῆς ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τας πρὸς ἕ­τε­ρο μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο συ­νο­μα­δώ­νε­ται καὶ πε­ρι­χα­ρα­κώ­νε­ται ἔ­ναν­τι τοῦ ἑ­κά­στο­τε στο­χευ­μέ­νου «ἐ­χθροῦ» ἢ (ἁ­πλῶς) ἀν­τι­πά­λου, τ.ἔ. ἔ­ναν­τι τῆς ὅ­ποι­ας δυ­νη­τι­κῆς ἢ πραγ­μα­τι­κῆς πη­γῆς ἀν­τί­στα­σης στὴν ἄ­σκη­ση ἢ ἐκ­δί­πλω­σή της.

Ἡ κα­το­χὴ τῆς ἰ­σχύ­ος –εἴ­τε αὐ­τὴ ἀ­πο­κτᾶ­ται λό­γῳ τῆς δε­σμευ­τι­κό­τη­τας τῆς θέ­σε­ως ἑ­νὸς προ­σώ­που εἴ­τε λό­γῳ τῆς ἐμ­πράγ­μα­της ἱ­κα­νό­τη­τάς του νὰ ὑ­λο­ποι­εῖ τὶς ἀ­πο­φά­σεις ποὺ εἶ­ναι θε­σμι­κὰ δε­σμευ­τι­κὲς– ἀλ­λά­ζει τὸν φο­ρέ­α της (συ­χνὰ μὲ ἀ­νε­πί­γνω­στη σὲ ἐ­κεῖ­νον τα­χύ­τη­τα) ἀ­φοῦ με­τα­βάλ­λει τὴν ὑ­φὴ τῶν σχέ­σε­ών του. Ἡ ἰ­σχὺς ἀ­σκεῖ­ται ἢ ἐκ­δι­πλώ­νε­ται κυ­ρί­ως ὅ­ταν δὲν γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ ἁ­πλῶς ὡς αὐ­το­μα­το­ποι­η­μέ­νη ἐ­φαρ­μο­γὴ ἤ­δη πα­γι­ω­μέ­νων ἢ δε­δο­μέ­νων ρό­λων πα­ρὰ ὅ­ταν ἡ ὑ­πο­τα­κτι­κὴ πλευ­ρὰ δί­δει ἀ­φορ­μὴ ἐ­γεί­ρον­τας ζή­τη­μα ἀ­ναν­τι­στοι­χί­ας με­τα­ξὺ ρό­λου καὶ προ­σώ­που (ἢ πά­λι, ὅ­πως συ­νή­θι­ζαν νὰ λέ­νε οἱ πα­λαι­οὶ σο­φι­στές, με­τα­ξὺ «φύ­σε­ως» καὶ «θέ­σε­ως»). Τό­σο ἡ ἰ­σχὺς ὅ­σο καὶ ἡ ἐ­ξου­σί­α αὐ­το­πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὡς μέ­σα ἢ ἐν­δι­ά­με­σα στά­δια-σταθ­μοὶ εὐ­ό­δω­σης ἀ­πώ­τε­ρων σκο­πῶν ἀλ­λὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἢ κα­θί­σταν­ται οἱ ἴ­δι­ες (καὶ) σκο­ποί∙ ἀμ­φό­τε­ρες δὲ συ­νυ­φαί­νον­ται μὲ «νό­η­μα» ἐ­φό­σον χρει­ά­ζον­ται (ἔ­στω ἕ­να minimum) κοι­νω­νι­κῆ(ς) νο­μι­μο­ποί­η­ση(ς).

Καμ­μιὰ μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος δὲν στέ­κει ἀ­πὸ μό­νη της πα­ρὰ χρει­ά­ζε­ται τὴν συν­δρο­μὴ καὶ ἄλ­λων μορ­φῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀλ­λη­λο­εισ­δύ­ουν ἄλ­λο­τε συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὰ – πα­ρα­πλη­ρω­μα­τι­κὰ καὶ ἄλ­λο­τε ἀν­τι­θε­τι­κά. Κά­ποι­ος ἀ­πὸ μιὰν ἔ­πο­ψη κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος (ἢ σὲ μιὰ ὁ­ρι­σμέ­νη στιγ­μὴ) μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι «ἀ­πὸ πά­νω» ἐ­νῶ ἀ­πὸ μιὰν ἄλ­λη ἔ­πο­ψη (ἢ σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς συγ­κυ­ρί­ες) νὰ εἶ­ναι «ἀ­πὸ κά­τω», μὲ τὰ κρι­τή­ρια δι­α­τί­μη­σης τῆς κά­θε μορ­φῆς νὰ ποι­κίλ­λουν ἐν­τὸς τῶν ἑ­κά­στο­τε ἱ­στο­ρι­κῶν συν­θη­κῶν καὶ κοι­νω­νι­κῶν ἢ τα­ξι­κῶν συ­σχε­τι­σμῶν δυ­νά­με­ως. Ἡ πρώ­τη ὕ­λη γιὰ τὸν πο­ρι­σμὸ ἰ­σχύ­ος γε­νι­κὰ εἶ­ναι μιὰ (κα­τὰ κύ­ριο λό­γο σκό­πι­μη) δρά­ση στὴν ὁ­ποί­α ὑ­πο­τυ­πώ­νε­ται ἕ­νας ὁ­ρι­σμέ­νος προι­κι­σμός, μιὰ ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη δε­ξι­ό­τη­τα, τοῦ/τῆς ὁ­ποί­ου/-ας ἡ προ­σφο­ρὰ με­τα­βάλ­λε­ται σὲ ἀ­νάγ­κη ἄλ­λων ὑ­πο­κει­μέ­νων, δι­α­τι­μω­μέ­νη ἔ­τσι κοι­νω­νι­κὰ γιὰ νὰ γί­νει ἢ «με­τα­τρα­πεῖ» ἐν­τέ­λει σὲ ἀν­τι­κεί­με­νο συγ­κε­κρι­μέ­νης βα­ρύ­τη­τας καὶ ἀν­ταλ­λα­κτι­κῆς ἀ­ξί­ας στὸ ἑ­κά­στο­τε ἱ­στο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κὸ πλαί­σιο.

Ἀ­πὸ τὴν σύμ­πτυ­ξη τῶν πα­ρα­πά­νω βα­σι­κῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς ἰ­σχύ­ος προ­σφυ­ὲς θὰ ἦ­ταν νὰ κρα­τή­σου­με σφι­χτό­τε­ρα ἐ­δῶ τὶς ἔν­νοι­ες τῆς συγ­κρι­τι­κῆς της ὑ­φῆς, τῆς κοι­νω­νι­κὰ ἀ­πα­ραί­τη­της ἀλ­λη­λο­δι­είσ­δυ­σης τῶν μορ­φῶν της, τῆς με­τα­βο­λῆς τῶν κρι­τη­ρί­ων δι­α­τί­μη­σής τους καὶ τῆς συ­να­κό­λου­θης κύ­μαν­σης ἢ ρευ­στό­τη­τας τῆς θέ­σης τοῦ ἑ­κά­στο­τε φο­ρέ­α ὁ­ρι­σμέ­νης μορ­φῆς ἰ­σχύ­ος, κα­θὼς καὶ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ προι­κι­σμοῦ ἢ τοῦ ποι­ο­τι­κοῦ ἐ­κεί­νου στοι­χεί­ου (τοῦ ὑ­πο­τυ­πω­μέ­νου σὲ δρά­ση) τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ κοι­νω­νι­κὴ δι­α­τί­μη­ση ἢ πο­σο­τι­κὴ ἀ­ξί­α ἐν­τὸς ἑ­νὸς ἱ­στο­ρι­κοῦ πλαι­σί­ου συ­νι­στᾷ μό­νι­μο δι­α­κύ­βευ­μα καὶ ἐ­πί­μα­χο ζή­τη­μα ἢ ση­μεῖ­ο τρι­βῆς. Καὶ τοῦ­το δι­ό­τι, συν­δυ­α­σμέ­νες οἱ τε­λευ­ταῖ­ες (κα­θὼς κι οἱ προ­α­να­φερ­θεῖ­σες ποὺ ἀ­φο­ροῦν τὴν σχέ­ση ἰ­σχύ­ος – ταυ­τό­τη­τας / ἀ­να­γνώ­ρι­σης) μὲ τὶς ἀ­κό­λου­θες ἐ­πε­ξη­γή­σεις τὶς δι­α­λευ­καί­νου­σες τὴν σχέ­ση ἰ­σχύ­ος καὶ ἐ­ξου­σί­ας, μπο­ροῦν, ὅ­πως νο­μί­ζου­με, νὰ μᾶς δώ­σουν τὴν ἐ­πι­ζη­τη­τέ­α πλη­ρέ­στε­ρη ἀν­τί­λη­ψη γιὰ τὸ πῶς ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν θε­ω­ρη­τι­κὰ καὶ –ἰ­δί­ως– πῶς προ­ε­τί­θε­το πε­ραι­τέ­ρω νὰ δι­α­τυ­πώ­σει ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς τοὺς ὅ­ρους τῆς δι­ά­κρι­σης με­τα­ξὺ τῶν ἐν­νοι­ῶν τῆς ἰ­σχύ­ος καὶ τῆς ἐ­ξου­σί­ας, ἀν­τί­λη­ψη στὴν βά­ση τῆς ὁ­ποί­ας κα­θί­στα­ται ἤ­δη εὐ­κρι­νέ­στε­ρο καὶ τὸ εἶ­δος (ἢ ἡ ὑ­φὴ) τῆς ἰ­σχύ­ος ποὺ ὁ ἴ­διος αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι ἀν­τλεῖ ἀ­πὸ τὴν συγ­κε­κρι­μέ­νη του πρα­κτι­κή.

Εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ βέ­βαι­ο –ὅ­πως κα­τα­φαί­νε­ται ἄλ­λω­στε ἀ­πὸ τὰ σχε­τι­κὰ πα­ρα­τε­θέν­τα δελ­τί­α (στὰ ὁ­ποῖ­α πρέ­πει νὰ συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται καὶ τὰ ἀ­να­φε­ρό­με­να στὴν εἰ­δι­κό­τε­ρη σχέ­ση ἰ­σχύ­ος καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­σης / ταυ­τό­τη­τας)– ὅ­τι ὁ Κον­δύ­λης ἀ­πο­δε­χό­ταν γε­νι­κὰ τὴν δι­ά­κρι­ση με­τα­ξὺ ἰ­σχύ­ος καὶ ἐ­ξου­σί­ας. Ἀ­πο­τε­λοῦ­σε, ὡ­στό­σο (ὅ­πως ἔ­χου­με ἐ­πι­ση­μά­νει), καί­ριο ση­μεῖ­ο προ­βλη­μα­τι­σμοῦ του καὶ ζή­τη­μα δια­ρκοῦς δι­ε­ρεύ­νη­σης ὁ σα­φέ­στε­ρος προσ­δι­ο­ρι­σμὸς τῆς ὑ­φῆς της, τὸ ἐ­ὰν δηλ. καὶ σὲ ποι­ό βαθ­μὸ ἡ δι­ά­κρι­ση αὐ­τὴ πρέ­πει νὰ ἰ­δω­θεῖ ὡς ποι­ο­τι­κή, πο­σο­τι­κὴ ἢ καὶ τὰ δύ­ο καὶ κυ­ρί­ως μὲ ποι­άν ἔν­νοι­α εἶ­ναι τέ­τοι­α. Φαί­νε­ται –ἢ του­λά­χι­στον δύ­να­ται κα­νεὶς (γιὰ νὰ ἐκ­φρα­σθοῦ­με στὸ εὐ­αί­σθη­το αὐ­τὸ ση­μεῖ­ο μὲ τὴν ἀ­παι­τού­με­νη με­τρι­ο­πά­θεια) νὰ δι­ί­δει ἢ ψυ­χα­νε­μι­σθεῖ– ὅ­τι ὁ Κον­δύ­λης ἀρ­χι­κὰ ἀ­πο­δε­χό­ταν πιὸ ὁ­λό­θυ­μα ἢ μὲ λι­γό­τε­ρες ἀ­να­στο­λὲς τὴν ἕ­τοι­μη βεμ­πε­ρια­νὴ δι­ά­κρι­ση με­τα­ξὺ «ἄ­μορ­φης ἰ­σχύ­ος» καὶ ἐ­ξου­σί­ας (ὅ­πως ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τὰ προ­α­να­φερ­θέν­τα δελ­τί­α ἀρ. 3648-3649, 3660-3661 καὶ 4839-4840 – στὰ τε­λευ­ταί­α ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων γί­νε­ται μά­λι­στα λό­γος γιὰ «ζώ­νη ἐ­ξά­πλω­σης τῆς ἰ­σχύ­ος ποὺ βρί­σκε­ται ἀ­νά­με­σα στὸ ψυ­χι­κὸ ρευ­στὸ καὶ στὴν θε­σμι­κή του κρυ­στάλ­λω­ση»).

Σὺν τῷ χρό­νῳ πρέ­πει νὰ ἔ­φθα­σε στὸ νὰ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὸν βεμ­πε­ρια­νὸ τρό­πο δι­χο­τό­μη­σης ἰ­σχύ­ος καὶ ἐ­ξου­σί­ας μὲ βά­ση τὸν κα­τα­λυ­τι­κὸ ὅ­ρο «ἄ­μoρ­φη» ὡς ὁ­λο­έ­να προ­βλη­μα­τι­κό­τε­ρο ἢ ἀ­νε­παρ­κέ­στε­ρο, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ θέ­λει καὶ νὰ τὸν ἀ­πεμ­πο­λή­σει ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου – γιὰ ἕ­ναν λό­γο ποὺ μνη­μο­νεύ­σα­με ἤ­δη κα­τὰ τὴν εἰ­σή­γη­ση τῆς «τρί­της ἐ­ναλ­λα­κτι­κῆς ἀ­νά­γνω­σης» καὶ τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ θυ­μί­σου­με ἐμ­φα­τι­κό­τε­ρα ἀ­μέ­σως πα­ρα­κά­τω. Τὰ (ἐ­πί­σης ἀ­νω­τέ­ρω ἐ­κτε­θέν­τα) δελ­τί­α ἀρ. 4045-4046, 2412-2413 καὶ 2417-2418 καὶ πά­νω ἀ­π᾿ ὅ­λα τὰ 3923-3924, στὰ ὁ­ποῖ­α ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς ἀ­νοι­χτὰ γρά­φει ὅ­τι ἡ «ὀ­ρο­λο­γί­α τοῦ Weber πρέ­πει νὰ ἀ­να­θε­ω­ρη­θεῖ» δι­ό­τι «ἡ ἰ­σχὺς δὲν εἶ­ναι κά­τι ἄ­μορ­φο σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ ἐ­ξου­σί­α, ἀλ­λὰ ἀ­να­πα­ρά­στα­ση τοῦ ἴ­διου στοι­χεί­ου τοῦ ὁ­ποί­ου τὰ τρί­α κύ­ρια εἴ­δη εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη, ἡ ἐ­ξου­σί­α, ἡ βί­α», ἀ­πο­κα­λύ­πτουν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τὸ πεν­τα­κά­θα­ρα.

Τὸ δι­α­κύ­βευ­μα τοῦ ὅ­λου ζη­τή­μα­τος καὶ μα­ζὶ ἡ αἰ­τί­α γιὰ τὴν προ­σω­ρι­νῶς «ἐ­παμ­φο­τε­ρί­ζου­σα» ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α ἢ τὴν ὅ­ποι­α ἀρ­χι­κὴ κύ­μαν­ση ἀ­νά­με­σα στὶς δύ­ο προ­α­να­φερ­θεῖ­σες θέ­σεις γί­νον­ται ὁ­ρα­τὰ στὸ στοι­χει­ῶ­δες ἐ­ρώ­τη­μα ποὺ λαν­θά­νει κά­τω ἀ­πὸ τὸ ἀ­να­φερ­θὲν δί­λημ­μα: Με­τρι­έ­ται / δι­α­τι­μᾶ­ται ἢ μπο­ρεῖ νὰ με­τρη­θεῖ / δι­α­τι­μη­θεῖ τέ­λος πάν­των ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ ἡ ἰ­σχύς; Κα­ταρ­τί­ζε­ται ἢ μπο­ρεῖ (τε­λι­κὰ ἢ ἔ­στω ἐν­τὸς ἑ­νὸς ἱ­στο­ρι­κοῦ «πα­ρα­δείγ­μα­τος» / ὁ­ρι­σμέ­νου χρό­νου) νὰ κα­ταρ­τι­σθεῖ μιὰ «ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ» καὶ γε­νι­κὰ ἰ­σχύ­ου­σα ἱ­ε­ραρ­χί­α ἢ δι­α­βάθ­μι­ση τῶν μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος ἢ μή­πως ὄ­χι; Καὶ ἐ­ὰν ναί, ἐ­πὶ τῇ βά­σει ποι­ῶν κρι­τη­ρί­ων γί­νε­ται αὐ­τὸ μπο­ρε­τό; Ἐν­δε­χό­με­νη κα­τα­φα­τι­κὴ ἀ­πάν­τη­ση στὸ ἐ­ρώ­τη­μα, ἄ­ρα καὶ υἱ­ο­θέ­τη­ση τῆς ἄ­πο­ψης ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν γε­νι­κὰ (ἢ θὰ μπο­ροῦ­σαν σὲ μιὰ ἱ­στο­ρι­κὴ στιγ­μὴ νὰ ὑ­πάρ­ξουν γιὰ τὶς κοι­νω­νι­κὲς ὑ­πάρ­ξεις) ἀ­πα­ρα­σά­λευ­τα κρι­τή­ρια ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς καὶ κα­θο­λι­κῶς ἀ­πο­δε­κτῆς δι­α­τί­μη­σης τῆς ἰ­σχύ­ος, θὰ συ­νε­πα­γό­ταν ὅ­τι στὴν ὑ­πο­τι­θέ­με­νη ἐ­κεί­νη στιγ­μὴ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­τέ­λους θὰ ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ταν ἢ θὰ ἐ­τί­θεν­το πρὸς κα­θο­λι­κὴ ἀ­πο­δο­χὴ τὰ ἀ­νά­λο­γα ἀ­με­τα­κί­νη­τα κρι­τή­ρια, τὰ πρό­σω­πα, τῶν ὁ­ποί­ων οἱ κλί­σεις, προι­κι­σμοὶ ἢ δε­ξι­ό­τη­τες «τύ­χαι­νε» νὰ πλη­ροῦν αὐ­τὰ (ἢ νὰ ἐ­ναρ­μο­νί­ζον­ται μὲ τοῦ­τα), θὰ ἀ­να­γο­ρεύ­ον­ταν de facto σὲ ἐ­ξου­σια­στές, μὲ τὴν ἐ­ξου­σί­α τους νὰ μὴν συ­νι­στᾷ πλέ­ον μιὰ μο­νά­χα (τὴν πιὸ βα­ρύ­νου­σα) ἐκ τῶν μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος, πα­ρὰ τὴν κα­θ᾿ ὕ­λην ἔ­σχα­τη κλι­μά­κω­ση (ἢ με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τὴ συμ­πύ­κνω­ση) ὅ­λων τῶν ἐμ­πει­ρι­κῶν δι­α­βαθ­μί­σε­ων τῆς ἰ­σχύ­ος.

Ὅ­πως, ὡ­στό­σο, ἀ­δι­ά­ψευ­στα ἕ­ως τώ­ρα φα­νε­ρώ­νει ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α –πράγ­μα ποὺ καὶ τὸν ἴ­διο τὸν Κον­δύ­λη ὠ­θεῖ στὸ νὰ τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει εὐ­θαρ­σῶς40– ὅ­μοι­α (ἀ­πα­ρα­σά­λευ­τα) κρι­τή­ρια δὲν ὑ­φί­σταν­ται∙ δὲν ὑ­φί­σταν­ται ὅ­μως τέ­τοι­α ὄ­χι δι­ό­τι γε­νι­κὰ δὲν ὑ­πάρ­χουν κα­θό­λου κρι­τή­ρια μέ­τρη­σης ἢ δι­α­τί­μη­σης τῶν ἑ­κά­στο­τε μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος ποὺ συ­να­παρ­τί­ζουν (κρα­τοῦ­σες) κλί­μα­κες μέ­τρη­σης καὶ ἀν­τί­στοι­χες ἱ­ε­ραρ­χί­ες, πα­ρὰ για­τὶ τὰ ὑ­πάρ­χον­τα, πραγ­μα­τι­κὰ καὶ ἁ­πτά, κρι­τή­ρια, τὰ συγ­κρο­τοῦν­τα τὶς ἀν­τί­στοι­χες κλί­μα­κες μέ­τρη­σης καὶ τὶς ἀ­νά­λο­γες ἱ­ε­ραρ­χί­ες –ἕλ­κον­τας τὴν κα­τα­γω­γή τους ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς συ­νο­μα­δώ­σεις ἀν­θρώ­πων, δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­νάγ­κες, πί­να­κες ἀ­ξι­ῶν, ἀλ­λὰ καὶ ἀν­τί­στοι­χα δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς προι­κι­σμοὺς προ­σώ­πων– εἶ­ναι με­τα­ξύ τους ποι­ο­τι­κῶς δι­α­φο­ρε­τι­κά, ἑ­τε­ρό­κλη­τα, ἑ­τε­ρο­βα­ρῆ ἢ καὶ ἀλ­λη­λο­συγ­κρου­ό­με­να, με­τα­βάλ­λον­ται δὲ ὡς πρὸς τὸ κοι­νω­νι­κό τους βά­ρος ἢ τὴν πε­ρι­ω­πὴ ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς ἐμ­πράγ­μα­τες ἱ­στο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κὲς συν­θῆ­κες, κα­θι­στών­τας καὶ τὶς ἀν­τί­στοι­χες κλί­μα­κες καὶ ἱ­ε­ραρ­χί­ες δια­ρκῶς ρευ­στές, μι­κτὲς ὡς πρὸς τὴν σύ­στα­ση καὶ ἐ­ναλ­λασ­σό­με­νες.

Ἀ­σφα­λέ­στε­ρα κρι­τή­ρια τοῦ εἴ­δους, ἀλ­λὰ μὲ δι­α­φο­ρι­σμέ­νη ἔν­νοι­α, θὰ μπο­ροῦ­σε σὲ μιὰ ὁ­ρι­σμέ­νη στιγ­μὴ (ἐ­ξί­σου σχε­τι­κὴ ἐ­ὰν κρι­θεῖ στὸ βά­θος τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου) νὰ πο­ρι­σθεῖ μο­νά­χα ὁ θε­ω­ρη­τι­κὸς πα­ρα­τη­ρη­τὴς με­τὰ τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς ἑ­κά­στο­τε δι­α­κυ­βευ­ό­με­νης ἱ­στο­ρι­κῆς δι­ερ­γα­σί­ας μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἀ­πο­κα­λυ­πτό­με­νο σὲ αὐ­τὸν μόρ­φω­μα τῆς ἑ­τε­ρο­γο­νί­ας τῶν σκο­πῶν, τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­θι­στᾷ ὀ­ρα­τὴ τὴν δι­α­μορ­φω­θεῖ­σα (ἀ­πὸ τὴν δι­α­σταύ­ρω­ση τῶν πρά­ξε­ων τῶν δρών­των) κοι­νω­νι­κὴ συ­νι­στα­μέ­νη (στὴν ὁ­ποί­α συγ­κλί­νουν οἱ ἐ­πι­μέ­ρους δρῶ­σες συ­νι­στῶ­σες – ὄ­χι ὡς ἄ­θροι­σμα ἢ μέ­σο ὅ­ρο) πού, μὲ τὴν δι­κή της σει­ρὰ πλέ­ον, «ἀ­πο­δί­δει» σὲ κά­θε ἀ­το­μι­κὸ ἢ συλ­λο­γι­κὸ ὑ­πο­κεί­με­νο τὸ «μέ­ρι­σμα» ἐκ τῆς συ­νο­λι­κῆς μα­γιᾶς τῆς ἰ­σχύ­ος – ἐ­ὰν ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ ἔκ­φρα­ση. Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες αὐ­τὲς δι­α­πι­στώ­σεις εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὲς δι­ό­τι δὲν ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται ὅ­τι γε­νι­κὰ καὶ μὲ μιὰ ὁ­ρι­σμέ­νη ἔν­νοι­α ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἢ του­λά­χι­στον μπο­ρεῖ κα­τ᾿ ἀρ­χὴν νὰ ἐ­πι­βλη­θεῖ μέ­σα σ᾿ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ πλαί­σιο μιὰ κυ­ρί­αρ­χη κλί­μα­κα μέ­τρη­σης τῆς ἰ­σχύ­ος –πάν­το­τε ἔ­ναν­τι ἄλ­λων ἀ­δι­α­λεί­πτως συ­νυ­παρ­χου­σῶν κλι­μά­κων– καὶ ὅ­τι ἀ­κο­λού­θως τί­θεν­ται (στὴν κοι­νω­νι­κὴ πρά­ξη) κά­θε φο­ρὰ συγ­κε­κρι­μέ­να κυ­ρί­αρ­χα μέ­τρα ἢ κρι­τή­ρια δι­α­τί­μη­σης, ὅ­μως ἡ κρα­τοῦ­σα αὐ­τὴ κλί­μα­κα μέ­τρη­σης καὶ τὰ προ­σι­δι­ά­ζον­τα σὲ τού­την μέ­τρα ἢ κρι­τή­ρια ὄ­χι μο­νά­χα πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ρευ­στὰ ἀ­πὸ ἐ­πο­χὴ σὲ ἐ­πο­χή, πα­ρὰ καὶ στὴν ἴ­δια αὐ­τὴ ἐ­πο­χὴ ὅ­που φαί­νε­ται νὰ πυρ­γώ­νον­ται, νὰ κυ­ρια­ρχοῦν καὶ νὰ δεί­χνουν στὰ μά­τια τῶν πολ­λῶν κα­θι­ε­ρω­μέ­να, «προ­σαρ­μό­ζον­ται» δια­ρκῶς στὴν δυ­να­μι­κὴ τῶν συν­θη­κῶν καὶ δὲν εἶ­ναι πο­τὲ ἀ­πο­λύ­τως καὶ κα­θο­λι­κῶς ἀ­πο­δε­κτὰ ἢ ἐμ­πραγ­μά­τως ἑρ­μη­νεύ­σι­μα κα­τὰ τὸν αὐ­τὸν τρό­πο με­τα­ξὺ τῶν ὑ­πο­κει­μέ­νων – χώ­ρια ποὺ βα­ρύ­νου­σες κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κὲς με­τα­βο­λὲς συ­χνὰ σχε­τι­κεύ­ουν (ἄλ­λο­τε λ.χ. ἀ­να­τι­μών­τας κι ἄλ­λο­τε ὑ­πο­βαθ­μί­ζον­τας) τὸ κοι­νω­νι­κὸ ἀ­ξια­κό τους βά­ρος.

Μπο­ροῦ­με μὲ βά­ση τὴν τε­λευ­ταί­α ἐ­πι­σή­μαν­ση νὰ δι­εισ­δύ­σου­με στὴν δυ­σκο­λί­α τοῦ ζη­τή­μα­τος, δηλ. τὸν λό­γο ποὺ ἀρ­χι­κὰ (ἂν ὄ­χι ἴ­σως-ἴ­σως ὣς ἕ­να ση­μεῖ­ο καὶ στὴν πο­ρεί­α) ἔ­κα­νε τὸν Κον­δύ­λη νὰ υἱ­ο­θε­τεῖ τὸ βεμ­πε­ρια­νὸ λε­ξι­λό­γιο πε­ρὶ «ἄ­μορ­φης ἰ­σχύ­ος», μο­λο­νό­τι ἤ­δη δι­έ­βλε­πε κά­τι προ­βλη­μα­τι­κὸ σὲ αὐ­τό. Ἡ ὑ­πὸ τοῦ Ἕλ­λη­να στο­χα­στῆ ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κὴ (σὲ ὁ­ρι­σμέ­να δελ­τί­α) ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ ὅ­ρου «ἄ­μορ­φη» – τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ Weber χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε κα­τὰ κυ­ρι­ό­τη­τα γιὰ νὰ πεί­σει (ἐ­σφαλ­μέ­να, σύμ­φω­να μὲ τὸν Κον­δύ­λη, ὡς πρὸς τὴν συγ­κε­κρι­μέ­νη αὐ­τὴ χρή­ση της41) πώς, ἐν ἀν­τι­θέ­σει μὲ τὴν μορ­φο­ποι­η­μέ­νη ἢ κρυ­σταλ­λω­μέ­νη ἰ­σχὺ ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται «ἐ­ξου­σί­α», δὲν δύ­να­ται νὰ τύ­χει κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κῆς πραγ­μά­τευ­σης42– ἦ­ταν ἕ­νας τρό­πος νὰ πε­ρι­σω­θεῖ ἕ­να ἀ­το­μι­κὸ [singular] στοι­χεῖ­ο ἢ μιὰ στιγ­μὴ «ἀ­πο­κλί­σε­ως», ἐ­ὰν μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ἔ­τσι, νὰ πε­ρι­χα­ρα­κω­θεῖ ἕ­να ποι­ο­τι­κὸ καί, ὡς τέ­τοι­ο, μὴ με­τρή­σι­μο, ἀν­ταλ­λά­ξι­μο καί, κυ­ρί­ως, συγ­κρί­σι­μο μέ­γε­θος ἐ­νυ­πάρ­χον σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες μορ­φὲς (πο­ρι­σμοῦ) ἰ­σχύ­ος. Ὁ Κον­δύ­λης ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται πλή­ρως τὸ δι­α­κύ­βευ­μα ἀλ­λὰ δεί­χνει νὰ δι­α­φω­νεῖ στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ μὲ τὸν ἐ­πι­φα­νῆ Γερ­μα­νὸ κοι­νω­νι­ο­λό­γο ἤ­δη ἐ­πει­δὴ θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὁ Weber ἀ­πο­κα­λεῖ «ἄ­μορ­φο» δὲν χρει­ά­ζε­ται ἐξ ἀρ­χῆς νὰ ἰ­δω­θεῖ ὡς ἀ­πο­λύ­τως ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο κι ἀ­να­σκο­πι­κὰ ἀ­νερ­μή­νευ­το, πα­ρά, ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὡς κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ο δύ­να­ται τε­λι­κῶς νὰ κα­τα­στεῖ ἀν­τι­κεί­με­νο κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κῆς δι­α­πραγ­μά­τευ­σης διὰ μιᾶς (με­ρι­κῆς ἀλ­λὰ κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ ἐ­παρ­κοῦς) σύλ­λη­ψης τῆς κοι­νω­νι­κῶς ἀ­πο­κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νης «ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τάς» του.

Στὴν πο­ρεί­α, ὅ­πως νο­μί­ζω, ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς σκέ­φθη­κε νὰ σχε­τι­κεύ­σει ὣς ἕ­να μο­νά­χα ση­μεῖ­ο τὸν βεμ­πε­ρια­νὸ ὅ­ρο χρη­σι­μο­ποι­ών­τας (ὡς προ­σφυ­έ­στε­ρους) τοὺς ὅ­ρους «ἀ­πο­λύ­τως ἄ­μορ­φο» καὶ «με­ρι­κῶς ἄ­μορ­φο» (βλ. δελ­τί­α ἀρ. 3660-3661) γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ λύ­σει τὸ πρό­βλη­μα ποὺ ἀ­νέ­κυ­πτε: Ἀ­πὸ τὴν μιὰ νὰ κρα­τη­θεῖ τὸ ποι­ο­τι­κὸ καὶ μὴ με­τρή­σι­μο-συγ­κρί­σι­μο στοι­χεῖ­ο τὸ ὁ­ποῖ­ο συ­να­πτό­ταν ἀ­με­σό­τε­ρα μὲ τὴν πρώ­τη ὕ­λη τῆς ἑ­κά­στο­τε μορ­φῆς ἰ­σχύ­ος, τ.ἔ. τὸν μο­να­δι­κὸ [unprecedented] προι­κι­σμὸ ἢ τὴν ὅ­ποι­α ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη δε­ξι­ό­τη­τα (τῶν ὁ­ποί­ων ἡ κοι­νω­νι­κὴ δι­α­τί­μη­ση ἐ­ξα­σφά­λι­ζε τὴν ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νη ἰ­σχὺ) καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ μὴν θι­γεῖ ἡ πρό­δη­λη – ἐμ­πει­ρι­κὰ ἀ­πρό­σβλη­τη ἀ­λή­θεια ὅ­τι γιὰ νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει ἕ­να ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πράγ­μα μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος πρέ­πει ἀ­ναγ­καῖ­α νὰ μπο­ρεῖ νὰ εἰ­σέλ­θει στὸ κοι­νω­νι­κὸ δι­α­τι­μη­τή­ριο καὶ νὰ λά­βει μιά «ἀν­ταλ­λα­κτι­κὴ ἀ­ξί­α» καὶ μιὰ θέ­ση ἀ­νά­με­σα σὲ ἄλ­λες μορ­φὲς ἰ­σχύ­ος μὲ τὶς ὁ­ποῖ­ες θὰ κα­τα­στεῖ ἀν­τι­βαλ­λό­με­νη καὶ συγ­κρί­σι­μη ὡς πρὸς τὴν ὑ­φὴ καὶ τὸ εὖ­ρος της (πρέ­πει δηλ. νὰ εἶ­ναι –ὣς ἕ­ναν βαθ­μὸ του­λά­χι­στον– ἱ­κα­νὴ νὰ προ­σαρ­τή­σει, ἐν­σω­μα­τώ­σει ἢ δι­α­πο­τι­στεῖ ἀ­πὸ πραγ­μα­τι­κὰ ἢ δυ­νη­τι­κὰ στοι­χεῖ­α ἐ­ξου­σί­ας43).

Ἔ­τσι, ἐ­νῶ σὲ ὁ­ρι­σμέ­να κα­τά­λοι­πά του βλέ­που­με τὸν Κον­δύ­λη δι­α­τε­θει­μέ­νο να προ­γρά­ψει ὁ­ρι­στι­κὰ τὸν ὅ­ρο «ἄ­μορ­φος», ἀ­κό­μη καὶ σὲ με­τα­γε­νέ­στε­ρα δελ­τί­α (ἐ­ὰν κρί­νου­με ἀ­πὸ τὴν προ­χω­ρη­μέ­νη ἀ­ρίθ­μη­ση44) δεί­χνει νὰ μὴν ἔ­χει ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τε­λε­σί­δι­κα τὴν χρη­σι­μο­ποί­η­ση τοῦ πα­ρα­πά­νω ὅ­ρου. Ἡ ἰ­σχὺς ἢ ἕ­νας ὁ­ρι­σμέ­νος κρύ­σταλ­λος ἰ­σχύ­ος, ὡς δι­α­τί­μη­ση συγ­κε­κρι­μέ­νου προι­κι­σμοῦ στὴν βά­ση ἐ­ξί­σου συγ­κε­κρι­μέ­νων νορ­μῶν, εἶ­ναι στοι­χεῖ­ο συγ­κρι­τι­κό, ὡ­στό­σο τὰ κρι­τή­ρια τῆς σύγ­κρι­σης (ὅ­πως καὶ ἡ ἀ­να­φο­ρὰ στὶς ἐν λό­γῳ νόρ­μες), ἡ ὁ­ποί­α ἐμ­πράγ­μα­τα ἀ­να­δει­κνύ­ει τὴν ἰ­σχὺ ἢ τὸν κρύ­σταλ­λο ἰ­σχύ­ος πραγ­μα­τι­κὴ / -ὸ ἐν­τὸς συγ­κε­κρι­μέ­νων συν­θη­κῶν, εἶ­ναι κα­τὰ βά­θος πο­λὺ πιὸ ρευ­στὰ ἀ­π᾿ ὅ,­τι συ­νή­θως πι­στεύ­ε­ται. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ ἰ­σχὺς ἔ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε στοι­χεῖ­α ἐ­ξου­σί­ας (ἂν μὴ καὶ –εὐ­ρύ­τε­ρα νο­ου­μέ­νης– βί­ας) γιὰ νὰ εἶ­ναι ἰ­σχύς, ἡ δὲ ἐ­ξου­σί­α μοι­ρά­ζε­ται μιὰ ὁ­ρι­σμέ­νη (ἐ­νί­ο­τε καὶ ὑ­πο­λο­γί­σι­μη) κοι­νὴ ἐ­πι­κρά­τεια μὲ τὴν ἰ­σχύ, μο­λο­νό­τι ἡ δεύ­τε­ρη δι­α­θέ­τει ἢ κου­βα­λά­ει ἕ­να ποι­ο­τι­κὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ κομ­μά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ ἐ­ξου­σί­α δὲν εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ πε­ρι­λά­βει ὡς ἐκ τῆς δε­σμευ­τι­κῆς της ὑ­φῆς.

Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ μπο­ροῦ­με πλέ­ον να ξε­δι­α­λύ­νου­με τὴν ὁ­μο­λο­γη­μέ­νη ἀ­σά­φεια ποὺ πε­ρι­έ­βαλ­λε συγ­κε­κρι­μέ­να προ­η­γού­με­να ἐ­ρω­τή­μα­τά μας45, διὰ τῆς ἐμ­βά­θυν­σης στὸ πρό­βλη­μα τῆς δι­α­στο­λῆς τῶν ὅ­ρων «ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς» καὶ «ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος» (μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους ἄρ­ρη­κτα συν­δέ­ε­ται καὶ ἡ κρί­σι­μη ἔν­νοι­α τῆς ταυ­τό­τη­τας) κα­θὼς καὶ διὰ τοῦ εὐ­κρι­νέ­στε­ρου προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ τῆς σχέ­σης τῶν ὅ­ρων αὐ­τῶν μὲ τοὺς ἀν­τί­στοι­χους τοῦ ἐν­νοι­ο­λο­γι­κοῦ ζεύ­γους «ἰ­σχὺς» – «ἐ­ξου­σί­α». Στὴν τρέ­χου­σα ὁ­ρο­λο­γί­α, τὸ «ὑ­πο­κει­με­νι­κὸ» ἀν­τι­δι­α­στέλ­λε­ται πρὸς ὅ,τι ὀ­νο­μά­ζε­ται «ἀν­τι­κει­με­νι­κό». Τὸ ἕ­να νο­εῖ­ται ὡς ἀν­τί­θε­το τοῦ ἄλ­λου, τὸ ἕ­να φθά­νει νὰ ση­μαί­νει ὅ,τι (ἢ ἐ­κεῖ­νο ποὺ) δὲν εἶ­ναι τὸ ἄλ­λο. Ὁ πυ­ρή­νας αὐ­τῆς τῆς ἀ­πό­φαν­σης εἶ­ναι γε­νι­κὰ ὀρ­θὸς ἐ­ὰν καὶ μό­νον ἐ­ὰν –γιὰ νὰ μεί­νου­με πάν­τα στὴν συ­ζη­τού­με­νη ἔν­νοι­α τῆς ἰ­σχύ­ος– ὁ ὅ­ρος «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» ἐκ­φρά­ζει τὴν ἑ­κά­στο­τε αὐ­το­κα­τα­νό­η­ση τῆς δρώ­σας κοι­νω­νι­κῆς ὕ­παρ­ξης ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν δι­α­θέ­σι­μη σὲ αὐ­τὴν ἰ­σχὺ (ἢ –γιὰ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τὸν κον­δύ­λει­ο ὅ­ρο– τὴν «αἴ­σθη­ση ἰ­σχύ­ος»), (ἀν­τι)δι­α­στελ­λό­με­νη ἀ­πὸ τὸν ἀν­τί­στοι­χο ὅ­ρο «ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» τὸν ὁ­ποῖ­ο ἕ­νας θε­ω­ρη­τι­κὸς πα­ρα­τη­ρη­τὴς ἀ­να­σκο­πι­κά (ἐ­τε­ρο­χρο­νι­κὰ ἢ καὶ συγ­χρο­νι­κά, πάν­τως με­τὰ τὴν πε­ρά­τω­ση μιᾶς ὁ­ρι­σμέ­νης δι­α­κυ­βευ­ό­με­νης ἱ­στο­ρι­κῆς δι­ερ­γα­σί­ας) ἀ­πο­δί­δει στὴν δρῶ­σα τού­τη κοι­νω­νι­κὴ ὕ­παρ­ξη. Ἐ­ρω­τᾶ­ται ὅ­μως ἐ­δῶ ἐ­ὰν ἡ πα­ρα­πά­νω δι­ά­κρι­ση θὰ μπο­ροῦ­σε μὲ κά­ποι­α ἔν­νοι­α νὰ πα­ρα­μεί­νει νο­η­μα­τι­κὰ ἐ­νερ­γή, ση­μαί­νου­σα κι ἀν­τι­λη­πτὴ με­τα­ξὺ ἀ­μι­γῶς δρών­των ὑ­πο­κει­μέ­νων, ἐ­φό­σον ἀ­πο­φα­σί­ζα­με δηλ. με­θο­δο­λο­γι­κὰ νὰ ἀ­φή­σου­με ἔ­ξω ἢ «κα­τὰ μέ­ρος» τὸ θε­ω­ρη­τι­κὸ με­τα­ε­πί­πε­δο (στὸ πλαί­σιο τοῦ ὁ­ποί­ου φα­νε­ρώ­νε­ται στὸν πα­ρα­τη­ρη­τὴ τὸ κοι­νω­νι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ποὺ ἀ­να­δρο­μι­κὰ «νέ­μει» στοὺς ἐ­νε­χό­με­νους φο­ρεῖς τῆς κοι­νω­νι­κῆς δρά­σης τὴν ἰ­σχύ τους), καὶ ἐ­ὰν πράγ­μα­τι αὐ­τὸ μπο­ρεῖ νὰ λά­βει χώ­ρα, μὲ ποι­όν ἀ­κρι­βῶς τρό­πο πρέ­πει νὰ νο­η­θεῖ τὸ –ἀ­ναγ­καῖ­α δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τὴν φο­ρὰ αὐ­τὴ– ση­μα­σι­ο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της στὴν ἀ­νά­λο­γη πε­ρί­πτω­ση.

Φαί­νε­ται, πραγ­μα­τι­κά, πὼς κα­τ᾿ ἀρ­χὴν δὲν εἶ­ναι σφα­λε­ρὸ νὰ κρα­τη­θεῖ ἐ­νερ­γὴ ἡ δι­ά­κρι­ση με­τα­ξὺ τῶν ἐν­νοι­ῶν τῆς «ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς» καὶ τῆς «ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος» καὶ στὸ ἀ­μι­γὲς ἐ­πί­πε­δο τῶν δρών­των ὑ­πο­κει­μέ­νων (δηλ. ἀ­φό­του ἀ­πο­ποι­η­θεῖ κα­νεὶς γιὰ αὐ­στη­ρὰ με­θο­δο­λο­γι­κοὺς λό­γους τὴν συ­νε­πῆ ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὴ δι­α­στο­λὴ τοῦ πρα­κτι­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου καὶ τοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ με­τα­ε­πι­πέ­δου), ὡ­στό­σο, ἡ δι­α­τή­ρη­σή της στὸ ἕ­να καὶ μό­νο αὐ­τὸ (ἄ­με­σο καὶ ζο­φε­ρὸ) ἐ­πί­πε­δο τῆς ἐ­νερ­γῆς κοι­νω­νι­κῆς πρά­ξης μπο­ρεῖ πλέ­ον, ὅ­πως εἶ­ναι εὐ­νό­η­το, νὰ λά­βει χώ­ρα ὑ­πὸ τὸν ὅ­ρο τῆς τρο­πο­ποί­η­σης τοῦ ἴ­διου της τοῦ ση­μα­σι­ο­λο­γι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, δηλ. τῆς ἀ­πό­δο­σης δι­α­φο­ρε­τι­κῆς (ἔ­ναν­τι τῆς μό­λις ἀ­να­φερ­θεί­σας) ἐν­νοί­ας στοὺς ὅ­ρους τοῦ χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νου αὐ­τοῦ ἐν­νοι­ο­λο­γι­κοῦ ζεύ­γους καί, κα­τ᾿ ἀ­κο­λου­θί­αν, στὴν ὑ­π᾿ αὐ­τῶν προσ­δι­ο­ρι­σθεῖ­σα σχέ­ση τους. Προ­κει­μέ­νου, λοι­πόν, πε­ρὶ τῆς σύλ­λη­ψης τῆς τε­λευ­ταί­ας στὸ φῶς τοῦ ἀ­να­προσ­δι­ο­ρι­σθέν­τος ση­μα­σι­ο­λο­γι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τῶν ὅ­ρων της (τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­τάσ­σει ἡ με­θο­δο­λο­γι­κὴ συγ­χώ­νευ­ση τῶν ἐ­πι­πέ­δων) χρει­ά­ζε­ται νὰ ἔ­χουν δι­α­στα­λεῖ οἱ ἴ­δι­ες οἱ ἔν­νοι­ες ἢ ση­μα­σί­ες τῶν ὅ­ρων ποὺ ἀ­παρ­τί­ζουν τὸ ἐν λό­γῳ ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὸ ζεῦ­γος ἀ­νά­λο­γα τώ­ρα μὲ τὴν κοι­νω­νι­κὴ θέ­ση τὴν ὁ­ποί­α κα­τα­λαμ­βά­νει ἡ ἑ­κά­στο­τε δρῶ­σα ὕ­παρ­ξη σὲ μιὰ ὁ­ρι­σμέ­νη ἱ­στο­ρι­κὴ στιγ­μὴ ἢ πε­ρί­ο­δο κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α γε­νι­κὰ κυ­ρια­ρχοῦν ὁ­ρι­σμέ­νες νόρ­μες, ὁ­ρι­σμέ­να κρι­τή­ρια, καὶ ἔ­χει ἐγ­κα­θι­δρυ­θεῖ μέ­σες – ἄ­κρες (ἢ ἔ­στω καὶ μὲ χα­λα­ρή ἔν­νοι­α) ὁ­ρι­σμέ­νη κρα­τοῦ­σα κοι­νω­νι­κὴ ἱ­ε­ραρ­χί­α.

Ἐ­δῶ, ἀ­φε­νός, ὁ ὅ­ρος «ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» ἐκ­φρά­ζει τὴν ὑ­πὸ τοῦ ‘‘κυ­ρί­αρ­χου’’ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ­σα ἔν­νοι­α, τὴν δη­λοῦ­σα τὴν ἑ­κά­στο­τε κρα­τοῦ­σα – ἐ­πι­βλη­θεῖ­σα μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος τὴν ὁ­ποί­α ὁ τε­λευ­ταῖ­ος (φέ­ρε­ται νὰ) δι­α­θέ­τει, μὲ τὸν ἀν­τί­στοι­χο ὅ­ρο «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» νὰ ‘‘κα­ταν­τά­ει’’ νὰ ση­μαί­νει γι᾿ αὐ­τὸν πε­ρί­που «ἀ­το­μι­κὴ ἰ­σχὺς» τ.ἔ. ἐ­κεί­νην τὴν (‘‘ἰ­σχνὴ’’ / ‘‘ὠ­χρὴ’’ ἔ­ναν­τι τῆς πρώ­της) μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος ποὺ (φέ­ρε­ται νὰ) δι­α­θέ­τει ὁ ὑ­π᾿ αὐ­τὸν ‘‘κυ­ρι­αρ­χού­με­νο­ς’’, μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος (ἰ­δω­μέ­νη στὰ μά­τια τοῦ κυ­ρί­αρ­χου ὡς) συ­χνό­τα­τα λει­τουρ­γοῦ­σα σὰν ὑ­πο­κα­τά­στα­το ἢ μέ­σον ἐ­κλο­γί­κευ­σης τοῦ ‘‘κυ­ρι­αρ­χού­με­νου’’ γιὰ τὴν ἔλ­λει­ψη κα­το­χῆς τῆς ‘‘ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ο­ς’’ ποὺ ὁ ἴ­διος αὐ­τὸς (φέ­ρε­ται νὰ) δι­α­θέ­τει. Ἀ­φε­τέ­ρου, ὁ ὅ­ρος «ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» ἐκ­φρά­ζει τὴν ὑ­πὸ τοῦ ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νου (ἀ­πὸ μέ­ρους τοῦ ‘‘κυ­ριά­ρχου’’) ‘‘κυ­ρι­αρ­χού­με­νου’’ αὐ­τὴν τὴν φο­ρὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ­σα ἔν­νοι­α, γιὰ να δη­λώ­σει εἴ­τε τὴν ἀ­να­πα­ρά­στα­ση τῆς ἰ­σχύ­ος ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ στὴν πε­ριρ­ρέ­ου­σα ἀ­τμό­σφαι­ρα τοῦ ἐν λό­γῳ ὑ­πο­κει­μέ­νου –πρὸς τὴν ὁ­ποί­α ὅ­μως τώ­ρα ἡ «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» ἀν­τι­πα­ρα­βάλ­λε­ται ὡς ἁ­πλῶς ποι­ο­τι­κῶς δι­α­φέ­ρου­σα46, ἀ­νώ­τε­ρη ἢ καὶ ἀ­τε­λῶς ‘‘με­τρή­σι­μη’’ (σὲ βαθ­μὸ ἀν­τι­στρό­φως ἀ­νά­λο­γο πρὸς τὸ μέ­γε­θος τῆς ἐ­σω­τε­ρί­κευ­σης τῶν κρι­τη­ρί­ων καὶ νορ­μῶν τοῦ ‘‘κυ­ρί­αρ­χου’’)– εἴ­τε πά­λι τὴν σύ­νο­λη, εὐ­ρύ­τα­τα νο­ου­μέ­νη, πραγ­μα­τι­κὴ ἢ ‘‘ἀ­λη­θι­νὴ’’ κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχὺ (ὅ­που κι ἂν αὐ­τὴ ἀ­παν­τᾷ), ὀρ­γα­νι­κὸ καὶ ἀ­να­πό­σπα­στο κομ­μά­τι τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ ὄ­χι μό­νον ἡ ‘‘συμ­βα­τι­κὴ’’ ἐ­ξου­σί­α πα­ρὰ (του­λά­χι­στον ἐ­ξί­σου ἂν ὄ­χι πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο) καὶ ἡ ἰ­δί­α «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχύς»∙ καὶ στὶς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις πάν­τως κά­τι πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἀν­τί­στοι­χη ἔν­νοι­α τοῦ πα­ρα­πά­νω χα­ρα­κτη­ρι­σθέν­τος ‘‘κυ­ρί­αρ­χου’’. Φυ­σι­κά, οἱ ὅ­ροι ‘‘κυ­ρί­αρ­χο­ς’’ καὶ ‘‘κυ­ρι­αρ­χού­με­νο­ς’’ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ἐ­δῶ πο­λὺ χον­δρι­κὰ καὶ συμ­βα­τι­κά, ἂν ὄ­χι κα­τα­χρη­στι­κά, ἀ­φοῦ –ὅ­πως ἤ­δη ἐ­πι­ση­μάν­θη­κε πα­ρα­πά­νω (βλ. πα­ρα­τε­θὲν δελ­τί­ο ἀρ. 3354)– κά­ποι­ος μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ‘‘κυ­ρί­αρ­χο­ς’’ σ᾿ ἕ­ναν το­μέ­α καὶ ‘‘κυ­ρι­αρ­χού­με­νο­ς’’ σ᾿ ἕ­ναν ἄλ­λον, νὰ δι­α­θέ­τει τὴν κυ­ρι­ό­τη­τα μιᾶς μορ­φῆς ἰ­σχύ­ος ἀλ­λὰ νὰ στε­ρεῖ­ται (ἢ ὑ­πο­λεί­πε­ται σὲ) ἄλ­λες, ὅ­πως ἐ­πί­σης μπο­ρεῖ σὲ μιὰ δε­δο­μέ­νη στιγ­μὴ λ.χ. νὰ πα­ρα­χω­ρή­σει αὐ­το­βού­λως ση­μαν­τι­κὸ μέ­ρος ἰ­δί­ας ἰ­σχύ­ος χά­ριν κά­ποι­ου συγ­κε­κρι­μέ­νου προ­νο­μί­ου / ἀ­γα­θοῦ ἢ μιᾶς δι­α­κα­ῶς ἐ­πι­δι­ω­χθεί­σας ‘‘στε­νό­τε­ρη­ς’’ μορ­φῆς ἰ­σχύ­ος, φθά­νον­τας ἐ­νί­ο­τε ἴ­σα­με τὸ ση­μεῖ­ο νὰ ἐ­πη­ρε­ά­ζει μὲ τὴν πρά­ξη του αὐ­τὴ εὐ­ρύ­τε­ρους κοι­νω­νι­κοὺς ἢ πο­λι­τι­κοὺς συ­σχε­τι­σμούς, ἰ­δι­αί­τε­ρα μά­λι­στα ὅ­ταν κα­τέ­χει μιὰ καί­ρια ἱ­ε­ραρ­χι­κὰ θέ­ση. Ἀ­νά­λο­γα καὶ ἀρ­κε­τὰ ἀ­κό­μη συ­να­φῆ στοι­χεῖ­α καὶ πα­ρα­δείγ­μα­τα στὴν πρά­ξη σχε­τι­κεύ­ουν, χω­ρὶς ὅ­μως καὶ νὰ ἐ­ξα­λεί­φουν ὁ­λο­σχε­ρῶς, τὸν νο­η­μα­τι­κὰ συμ­πα­γῆ χα­ρα­κτῆ­ρα αὐ­τῶν τῶν ἐν­νοι­ῶν, στὶς ὁ­ποῖ­ες καὶ συμ­πυ­κνώ­νε­ται πλη­θώ­ρα δι­α­βαθ­μί­σε­ων καὶ ἐν­δι­ά­με­σων ἀ­πο­χρώ­σε­ων ἰ­σχύ­ος.

Μὲ βά­ση τώ­ρα τὰ ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρα­με πρω­τύ­τε­ρα α) γιὰ τὴν δι­α­πλο­κὴ ἀ­νώ­τε­ρης καὶ κα­τώ­τε­ρης θέ­σης στὸ ἴ­διο πρό­σω­πο καί, ἀ­κο­λού­θως, γιά τὴν ἐ­πή­ρεια τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου τρό­που τῆς δι­α­πλο­κῆς αὐ­τῆς στὸν πο­ρι­σμὸ ἰ­σχύ­ος (βλ. δελ­τί­α ἀρ. 3872, 3354) β) γιὰ τὸ ὅ­τι καμ­μιὰ μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος δὲν στέ­κε­ται μό­νη της ἀλ­λὰ ἀ­παι­τεῖ κι ἄλ­λες μορ­φὲς ἰ­σχύ­ος, ὅ­πως ἄλ­λω­στε γιὰ τὸ ὅ­τι καμ­μιὰ μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος δὲν εἶ­ναι βα­σι­κὴ σὲ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες (βλ. δελ­τί­ο ἀρ. 3897) καὶ γ) γιὰ τὸν ἀ­πὸ ποι­ο­τι­κῆς ἐ­πό­ψε­ως δι­α­φο­ρε­τι­κὸ προι­κι­σμὸ τῶν ὑ­πο­κει­μέ­νων καὶ τὰ ἀν­τι­στοί­χως ρευ­στὰ ἑ­κά­στο­τε κρι­τή­ρια δι­α­τί­μη­σης τοῦ ἰ­δι­αί­τε­ρου εἴ­δους προι­κι­σμοῦ των (δι­α­τί­μη­σης ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως ἐ­πι­ση­μά­να­με, συ­νι­στᾷ τὴν πη­γὴ ἄν­τλη­σης κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος) [βλ. δελ­τί­α ἀρ. 3514-5, 3617, 4617], μπο­ροῦ­με –σὲ συν­δυα­σμὸ πάν­το­τε μὲ τοὺς διτ­τοὺς προ­α­να­φερ­θέν­τες ὁ­ρι­σμοὺς τῆς «ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς» καὶ «ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος»– νὰ συ­να­γά­γου­με πὼς τὸ ση­μα­σι­ο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς (πε­ρι­ε­κτι­κό­τε­ρης) ὄ­ψι­μης κον­δύ­λειας ἔν­νοι­ας τῆς ἰ­σχύ­ος προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴν ἐ­ναλ­λα­γὴ καὶ ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται διὰ τῶν ὅ­ρων τοῦ ‘‘κυ­ρί­αρ­χου’’ καὶ τοῦ ‘‘κυ­ρι­αρ­χού­με­νου’’ στὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς ἐ­νερ­γῆς κοι­νω­νι­κῆς δρά­σης. Αὐ­τό, ὅ­πως εἶ­ναι εὐ­νό­η­το, ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ ὅ­ρος «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται τό­σο ὡς ἀν­τι­θε­τι­κὸς πρὸς τὸν ὅ­ρο «ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» (ἔν­νοι­α τοῦ κυ­ρί­αρ­χου) ὅ­σο καὶ ὡς -ξε­χω­ρι­στὸ ἢ πε­ρί­ο­πτο- τμῆ­μα τοῦ δευ­τέ­ρου ὅ­ρου (ἔν­νοι­α κυ­ρι­αρ­χού­με­νου), πράγ­μα ποὺ δεί­χνει ὅ­τι θε­ω­ρεῖ­ται ἐν­τὸς συγ­κε­κρι­μέ­νων συν­θη­κῶν καὶ μό­νον ἄλ­λο­τε ὡς ψευ­δαί­σθη­ση47 ἢ ἁ­πλὸ προ­ϊ­ὸν ἐ­κλο­γί­κευ­σης τοῦ ‘‘ἀ­δύ­να­μου’’ καὶ ἄλ­λο­τε ὡς ποι­ο­τι­κῶς δι­α­φο­ρε­τι­κό, ἑ­τε­ρο­γε­νές ἢ εὐ­ρύ­τε­ρο στοι­χεῖ­ο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ συμ­βα­τι­κὰ ‘‘ἰ­σχυ­ρὸ­ς’’ (ἐ­ξου­σια­στὴς) βα­πτί­ζει αὐ­θαί­ρε­τα τώ­ρα ‘‘πα­ρα­βα­τι­κὸ’’ ἢ ‘‘στε­ρού­με­νο πραγ­μα­τι­κῆς ὑ­πο­στά­σε­ω­ς’’ ἐ­πει­δὴ αὐ­τὸ ἀ­να­φέ­ρε­ται ἁ­πλῶς σὲ ἄλ­λες νόρ­μες ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες ποὺ ἐ­πι­κα­λεῖ­ται ὁ τε­λευ­ταῖ­ος γιὰ νὰ ἐ­πι­κυ­ρώ­σει τὴν ἰ­σχύ του (βλ. πα­ρα­τε­θέν­τα δελ­τί­α ἀρ. 4685-4686).

Γί­νε­ται στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ φα­νε­ρὴ ἡ ἀλ­λη­λο­δι­α­πλο­κὴ ἰ­σχύ­ος καὶ ἐ­ξου­σί­ας κα­θὼς ἡ μὲν ἰ­σχὺς χρει­ά­ζε­ται ἕ­να κομ­μά­τι ἐ­ξου­σί­ας –καὶ πραγ­μα­τι­κῆς ἢ δυ­νη­τι­κῆς βί­ας– γιὰ νὰ εἶ­ναι ἰ­σχὺς (πα­ρὰ τὶς δι­α­βε­βαι­ώ­σεις τῆς Arendt πε­ρὶ τοῦ ἀν­τι­θέ­του), χρει­ά­ζε­ται δηλ. ἕ­να μέ­ρος νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νης ἢ ἐ­πι­κυ­ρω­μέ­νης θε­σμι­κὰ / ἐ­ξω­θε­σμι­κὰ δύ­να­μης καὶ ποι­ό­τη­τας γιὰ νὰ εἶ­ναι ἰ­σχύς, χω­ρὶς πάν­τως νὰ πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται τὸ συ­νο­λι­κό της εὖ­ρος στὴν τέ­τοι­α δε­σμευ­τι­κὴ ἐ­πι­κρά­τεια∙ ἡ δὲ ἐ­ξου­σί­α χρει­ά­ζε­ται ἀ­πα­ραι­τή­τως νὰ δι­α­θέ­τει δί­πλα στὴν δυ­να­τό­τη­τα ἄ­σκη­σης νό­μι­μης φυ­σι­κῆς βί­ας χά­ριν τῆς ἐ­πι­βο­λῆς της (στὸ –κα­τὰ Weber– «μο­νο­πώ­λιο τῆς ὀρ­γα­νω­μέ­νης βί­ας»), ἕ­να κομ­μά­τι ἰ­σχύ­ος τὸ ὁ­ποῖ­ο μέ­σω ὁ­ρι­σμέ­νων κρα­του­σῶν νορ­μῶν καὶ θε­σμῶν εἶ­ναι κοι­νω­νι­κὰ ἀ­πο­δε­κτὸ καὶ ἐ­νερ­γὸ (βλ. ἐ­δῶ τὸ κον­δυ­λι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ δελ­τί­ου ἀρ. 4043 πε­ρὶ τῶν ὁ­μό­κεν­τρων κύ­κλων δι­α­φο­ρε­τι­κοῦ εὔ­ρους τοὺς ὁ­ποί­ους δι­α­γρά­φουν ἡ ἰ­σχύς, ἡ ἐ­ξου­σί­α κι ἡ βί­α). T­ὸ κομ­μά­τι ἐ­κεῖ­νο ἰ­σχύ­ος ποὺ σκι­α­γρα­φεῖ­ται ἐ­κτὸς τῆς ἐ­πι­κρά­τειας τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ ταυ­τό­χρο­να δὲν θε­ω­ρεῖ­ται ἐν­τὸς συγ­κε­κρι­μέ­νων συν­θη­κῶν ‘‘ψευ­δαί­σθη­ση’’ (πα­ρὰ λέ­γε­ται πὼς ἕλ­κει τὴν κα­τα­γω­γή του ἀ­πὸ τὴν δι­α­τί­μη­ση μιᾶς ‘‘πραγ­μα­τι­κῆ­ς’’ ποι­ό­τη­τας –λ.χ. ἑ­νὸς χα­ρί­σμα­τος ἢ μιᾶς δε­ξι­ό­τη­τας δι­α­θέ­του­σας κά­ποι­α κοι­νω­νι­κὴ ση­μα­σί­α), ‘‘πα­τά­ει’’ ὣς ἕ­ναν βαθ­μὸ στὴν ἐ­ξου­σί­α, δηλ. δεί­χνει πὼς ὁ φο­ρέ­ας του συμ­μορ­φώ­νε­ται πρὸς ἢ συμ­με­ρί­ζε­ται ὣς ἕ­να ση­μεῖ­ο τὶς κρα­τοῦ­σες νόρ­μες, συμ­πα­ρα­θέ­τον­τας ὅ­μως σὲ αὐ­τὲς καὶ ἕ­τε­ρες, ‘‘ξέ­νε­ς’’ πρὸς τὶς πρῶ­τες, δι­ευ­ρύ­νον­τας ἔ­τσι τὸν γε­νι­κὸ χῶ­ρο τῶν νορ­μῶν, ἄ­ρα καὶ τῆς (προ­σι­δι­ά­ζου­σας σὲ αὐ­τὲς) ἰ­σχύ­ος μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα de facto νὰ συρ­ρι­κνώ­νον­ται οἱ κρα­τοῦ­σες νόρ­μες κι ἡ ἀν­τι­στοι­χοῦ­σα σὲ αὐ­τὲς ἰ­σχὺς μέ­σα στὸ εὐ­ρύ­τε­ρο τε­θὲν πλαί­σιο, χά­νον­τας τὸν πρό­τε­ρο χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ ἀ­πό­λυ­του καὶ κα­θο­λι­κοῦ (πρβλ. πα­ρα­τε­θέν­τα δελ­τί­α ἀρ. 3900-1, 4685-6, 4645, 3912, 3877).

Σ᾿ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ὀ­ψι­μό­τε­ρα –μὲ βά­ση τὴν προ­χω­ρη­μέ­νη ἀ­ρίθ­μη­ση– ἀ­νέκ­δο­τα δελ­τί­α (ἀρ. 5469) ὁ Κον­δύ­λης πα­ρα­θέ­τει τὸν εὔ­στο­χο λό­γο τοῦ William Hazlitt σύμ­φω­να μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο «ὁ ἄν­θρω­πος…δὲν εἶ­ναι πο­τὲ τό­σο ὁ ἑ­αυ­τός του ὅ­σο ὅ­ταν δρᾷ ὡς μέ­ρος». Τοῦ­το σὲ σχέ­ση μὲ τὶς ἀ­ξί­ες καὶ νόρ­μες μιᾶς ὀρ­γα­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας ση­μαί­νει: Τὸ μὲν «ὑ­πο­κει­με­νι­κὸ» στοι­χεῖ­ο γιὰ νὰ εἶ­ναι τέ­τοι­ο ὀ­φεί­λει / κα­λεῖ­ται νὰ ‘‘φέ­ρει’’ τὸ «ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ» ἑρ­μη­νεύ­ον­τάς το ὅ­μως ἐμ­πράγ­μα­τα [substantially] ἀ­πὸ ἀ­ξι­ο­λο­γι­κῆς ἐ­πό­ψε­ως μὲ τὸν δι­κό του τρό­πο (του­λά­χι­στον σὲ κά­ποι­ο βαθ­μό). Τὸ δὲ «ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ» στοι­χεῖ­ο ἀ­πὸ μό­νο του, ὅ­σο δηλ. βλέ­πε­ται ἀ­πὸ ἀ­μέ­το­χο θε­ω­ρη­τι­κὸ πα­ρα­τη­ρη­τὴ (ἐ­φό­σον κατ᾿ ἀρ­χήν δε­χό­μα­στε τὴ δυ­να­τό­τη­τα ὕ­παρ­ξης τοῦ τε­λευ­ταί­ου) ἢ ὅ­σο ἀ­κό­μη δὲν ἔ­χει με­ρι­κευ­θεῖ ἀ­πὸ ἓν ἕ­κα­στο δρῶν ὑ­πο­κεί­με­νο στὸ πλαί­σιο μιᾶς ἐ­νερ­γῆς δι­α­κυ­βευ­ό­με­νης δι­α­δι­κα­σί­ας, δὲν μπο­ρεῖ –ὡς τὸ ‘‘κα­θο­λι­κῶς ἰ­σχύ­ο­ν’’ ἢ τὸ (ἀ­να­σκο­πι­κῶς ἰ­δω­μέ­νο) Εἶ­ναι μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο συ­νά­πτον­ται τὰ ἐ­πι­μέ­ρους ὑ­πο­κεί­με­να γιὰ νὰ ἀν­τλή­σουν εἰ­δο­ποι­ὸ ταυ­τό­τη­τα– καὶ νὰ προ­σφέ­ρει ἠ­θι­κο­πρα­κτι­κὸ προ­σα­να­το­λι­σμὸ ὥ­στε νὰ ‘‘ἀ­πο­δώ­σει’’ σὲ κα­θέ­να ἀ­πὸ τὰ ἐν λό­γῳ ὑ­πο­κεί­με­να τὴν ἀ­ξί­α του (ἀ­να­δει­κνύ­ον­τάς το λ.χ. ὑ­πέρ­τε­ρο ἄλ­λων), δι­ό­τι, ὡς ἐ­νια­ῖο ὅ­λον, δὲν ‘‘δι­α­θέ­τει’’ [ἐ­ὰν ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ κα­τα­χρη­στι­κὴ ἔκ­φρα­ση] τὸ πα­ρα­μι­κρὸ (ἐγ­γε­νὲς) κρι­τή­ριο γιὰ νὰ ‘‘ἐ­πι­με­ρί­σει’’ τὸ ἀ­ξια­κὸ βά­ρος τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, ὡς κα­τὰ πάν­τα πε­ρι­ε­κτι­κοῦ ὅ­λου, ἱ­ε­ραρ­χι­κὰ στὰ ὑ­πο­κεί­με­να – ὅ­πως θὰ ἤ­θε­λε νὰ μᾶς πεί­σει μιὰ οὐ­σι­ο­λο­γι­κὴ – ‘‘ἀν­τι­κει­με­νι­στι­κὴ’’ κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση. Γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σει ἀ­ξια­κὸ βά­ρος, ἄ­ρα καὶ νὰ δι­α­σφα­λί­σει τὴν λει­τουρ­γί­α του ὡς στοι­χεί­ου «ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ», ὀ­φεί­λει ἀ­κρι­βῶς να με­ρι­κευ­θεῖ δι­α­μέ­σου μιᾶς ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς ἑρ­μή­νευ­σης – στὸ πλαί­σιο τῆς ὁ­ποί­ας κα­τ᾿ ἀ­νάγ­κη ἐ­κλαμ­βά­νε­ται ὁ (κα­τὰ τ᾿ ἄλ­λα ἀ­ξια­κὰ ἄ­χρω­μος καὶ οὐ­δέ­τε­ρος) χῶ­ρος τοῦ ‘‘ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ ὑ­παρ­κτοῦ’’ ὡς ἐ­πι­κρά­τεια συγ­κε­κρι­μέ­νης κοι­νω­νι­κῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας ἡ ὁ­ποί­α ‘‘χρή­ζει’’ ἀ­πα­ρέγ­κλι­της τήρησης ἢ δο­μι­κῆς / μορ­φι­κῆς (ἀ­να)δι­α­μορ­φώ­σε­ως48. Μὲ τὰ λό­για τοῦ­τα, ἐ­πα­νερ­χό­μα­στε στὴν συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τῆς ση­μα­σί­ας τῆς ἐ­ξαν­τι­κει­με­νί­κευ­σης καὶ τῆς κα­τα­νό­η­σης τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν μορ­φὲς ἰ­σχύ­ος ποὺ εἶ­ναι δυ­νη­τι­κὲς μορ­φὲς ἐ­ξου­σί­ας οἱ ὁ­ποῖ­ες, ‘‘πραγ­μα­τού­με­νε­ς’’ (κα­θι­στά­με­νες δηλ. μορ­φὲς ἐ­ξου­σί­ας), ὀ­μνύ­ουν πλέ­ον ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ ὑ­πα­γω­γὴ σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες «δε­σμευ­τι­κὲς» νόρ­μες ἀ­πο­κλεί­ον­τας ἢ ὑ­πο­βαθ­μί­ζον­τας κα­τὰ πο­λὺ τὶς ὑ­πό­λοι­πες. Τὸ παι­χνί­δι τῆς ἰ­σχύ­ος, ἑ­πο­μέ­νως, λαμ­βά­νει εἴ­τε τὴν μορ­φὴ τῆς σύγ­κρου­σης με­τα­ξὺ δι­α­φο­ρε­τι­κῶν νορ­μῶν στὶς ὁ­ποῖ­ες ἐκ προ­οι­μί­ου ἀ­να­φέ­ρε­ται κά­θε ἐ­νε­χό­με­νο μέ­λος τῆς συ­νάρ­τη­σης49 εἴ­τε –πράγ­μα ποὺ τε­λι­κὰ εἶ­ναι ἰ­σο­δύ­να­μο– τὴν μορ­φὴ τῆς σύγ­κρου­σης με­τα­ξὺ δι­α­φο­ρε­τι­κῶν ἑρ­μη­νει­ῶν τοῦ τί ἐ­πι­τάσ­σουν κα­θ᾿ ὕ­λην καὶ μέ­σα σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νες συν­θῆ­κες οἱ κοι­νῶς ἀ­πο­δε­κτὲς (κα­θο­λι­κῶς «δε­σμευ­τι­κές», πλὴν ὅ­μως πο­λὺ ἀ­ό­ρι­στες στὴν γε­νι­κό­τη­τά τους) νόρ­μες.

Ἐ­φό­σον ὁ Κον­δύ­λης δι­α­μορ­φώ­νει τὴν ἔν­νοι­α τῆς ἰ­σχύ­ος ἐμ­πε­ρι­κλεί­ον­τας κα­τ᾿ ἀρ­χὴν στὸ μορ­φο­λο­γι­κὸ-πε­ρι­γρα­φι­κό του πλαί­σιο καὶ τὶς δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ση­μα­σί­ες τῶν ὅ­ρων «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ» καὶ «ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» τῶν συμ­βα­τι­κὰ50 ἀ­πο­κα­λού­με­νων ‘‘κυ­ρί­αρ­χου’’ καὶ ‘‘κυ­ρι­αρ­χού­με­νου’’, δέ­χε­ται καὶ τὸ εὐ­ρύ­τε­ρον τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἰ­σχύ­ος σὲ σχέ­ση μὲ τὴν ἀν­τί­στοι­χη τῆς ἐ­ξου­σί­ας∙ δέ­χε­ται δηλ. ἂν μή τι ἄλ­λο τὴν δυ­να­τό­τη­τα ἡ πρώ­τη νὰ ἐκ­φρά­ζει ἐν­τὸς ὁ­ρι­σμέ­νου πλαι­σί­ου μιὰ ἐ­πι­κρά­τεια ἐ­νέρ­γειας ποὺ ἀν­τα­να­κλᾷ μιὰ ‘‘ἄλ­λη’’ ποι­ό­τη­τα, ἕ­να δι­α­φο­ρε­τι­κὰ δι­α­τι­μη­τέ­ο εἶ­δος προι­κι­σμοῦ (χά­ρι­σμα, δε­ξι­ό­τη­τα), ἀ­να­φε­ρό­με­νη(-ο) σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς νόρ­μες ἀ­πὸ τὶς κρα­τοῦ­σες – γε­γο­νὸς πολ­λά­κις ἐμ­πει­ρι­κὰ ἐ­πα­λη­θεύ­σι­μο. Τὸ καί­ριο ἐ­ρώ­τη­μα ποὺ ἀ­σφα­λῶς ἀ­να­κύ­πτει σὲ τοῦ­το τὸ ση­μεῖ­ο εἶ­ναι πῶς μπο­ρεῖ βά­σι­μα νὰ ἀ­πο­φαν­θεῖ κά­ποι­ος μιὰ δε­δο­μέ­νη στιγ­μὴ τῆς κοι­νω­νι­κῆς δρά­σης ἐ­ὰν ἡ «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» εἶ­ναι κά­τι ἕ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν λε­γό­με­νη «ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺ» (δηλ. ἀ­πὸ τὴν ἔν­νοι­α τῆς ἰ­σχύ­ος ποὺ ἔ­χει ὁ ἑ­κά­στο­τε ‘‘κυ­ρί­αρ­χο­ς’’) ἢ συ­νι­στᾷ μο­νά­χα ψευ­δαί­σθη­ση ἢ ὠ­χρὴ ἀν­τα­νά­κλα­ση τῆς χει­ρο­πια­στῆς «ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος»∙ ἐ­άν, μὲ ἄλ­λα λό­για, δέ­ον ἢ ‘‘φρο­νι­μό­τε­ρο’’ εἶ­ναι νὰ ἐν­στερ­νι­στεῖ κά­ποι­ος τὴν ἔν­νοι­α ἰ­σχύ­ος τοῦ (‘‘αὐ­θαι­ρέ­τω­ς’’ (;) ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νου ὑ­πὸ τοῦ κυ­ρί­αρ­χου) ‘‘κυ­ρι­αρ­χού­με­νου’’ ἢ μή­πως πρέ­πει, ἀ­πε­ναν­τί­ας, νὰ υἱ­ο­θε­τή­σει ἀ­κρι­βῶς τὴν ἀν­τί­στοι­χη ἔν­νοι­α τῆς ἰ­σχύ­ος τοῦ συμ­βα­τι­κὰ καὶ θε­σμι­κὰ κυ­ρί­αρ­χου. Ἐ­πει­δή, ὅ­πως νω­ρί­τε­ρα εἴ­πα­με, ἡ ὅ­ποι­α στι­βα­ρὴ-ἔγ­κυ­ρη ἀ­πάν­τη­ση θέ­λει δο­θεῖ γε­νι­κά, μό­νον ἀ­πὸ τὴν πο­λύ­πλευ­ρη στάθ­μι­ση τῶν συγ­κε­κρι­μέ­νων συν­θη­κῶν τοῦ ἑ­κά­στο­τε ‘πα­ρα­δείγ­μα­το­ς’ ἢ ἱ­στο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κοῦ πλαι­σί­ου μπο­ρεῖ νὰ προ­έλ­θει, ἡ ἀ­σφα­λέ­στε­ρη ὁ­πωσ­δή­πο­τε κρί­ση λαμ­βά­νε­ται ἀ­πὸ τὸν θε­ω­ρη­τι­κὸ πα­ρα­τη­ρη­τὴ με­τὰ τὸ πέ­ρας τῆς (ὑ­π᾿ αὐ­τοῦ ἐ­πι­σκο­πού­με­νης) δι­α­κυ­βευ­ό­με­νης δι­ερ­γα­σί­ας – ὅ­πως δὲν ἔ­χα­νε εὐ­και­ρί­α νὰ δι­α­τρα­νώ­νει συ­χνὰ κι ὁ ἴ­διος ὁ Κον­δύ­λης51. Κα­θὼς ὅ­μως οἱ δρῶ­σες ὑ­πάρ­ξεις, ὡς τέ­τοι­ες, ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ δὲν μπο­ροῦν οὔ­τε νὰ δοῦν οὔ­τε, βέ­βαι­α, καὶ νὰ πε­ρι­μέ­νουν τὸ ἐ­περ­χό­με­νο καὶ ἀ­να­σκο­πι­κὰ συγ­κρο­τη­θὲν κοι­νω­νι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα προ­κει­μέ­νου νὰ δι­α­τι­μή­σουν συγ­κε­κρι­μέ­να τὴν κά­θε μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος, ὀ­φεί­λουν νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦν αὐ­το­στιγ­μεὶ μὲ βά­ση τὴν «λε­πται­σθη­σί­α τῆς κρί­σε­ως» (Clausewitz) τὸ στοι­χεῖ­ο ποὺ τε­λι­κὰ γέρ­νει τὴν πλά­στιγ­γα ὑ­πὲρ τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλ­λης ἄ­πο­ψης σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ποι­ά ἔν­νοι­α ἰ­σχύ­ος δέ­ον νὰ προ­τι­μη­θεῖ κά­θε φο­ρά. Ἐ­δῶ πρέ­πει νὰ συ­νει­δη­το­ποι­η­θεῖ ὅ­τι κα­τὰ κα­νό­να δὲν εἶ­ναι ὁ ὑ­πάρ­χων (ἢ καὶ δυ­νη­τι­κὸς) συ­σχε­τι­σμὸς δυ­νά­με­ων με­τα­ξὺ τῶν ἀν­τί­ζη­λων φο­ρέ­ων (ὅ­σο καὶ ἐ­ὰν εἶ­ναι πάν­το­τε ὑ­πο­λο­γί­σι­μο τὸ εἰ­δι­κό του βά­ρος ἀ­πὸ κοι­νοῦ μὲ τὸ ἀν­τί­στοι­χο τῶν ‘ἐ­ξω­τε­ρι­κῶ­ν’ συν­τυ­χι­ῶν τῆς δε­δο­μέ­νης στιγ­μῆς), πα­ρὰ τὸ γοῦ­στο –δηλ. οἱ ἐξ ἀρ­χῆς βα­θύ­τε­ρες κλί­σεις καὶ προσ­δο­κί­ες τῆς ἑ­κά­στο­τε ἀ­πο­φα­σί­ζου­σας ὕ­παρ­ξης μὲ βά­ση τὶς ὁ­ποῖ­ες ἡ τε­λευ­ταί­α ἀν­τι­κρί­ζει ἕ­ναν (προ­βαλ­λό­με­νο) προι­κι­σμὸ ἢ μιὰ (προ­βαλ­λό­με­νη) δε­ξι­ό­τη­τα ὡς ση­μαί­νον­τα / ου­σα ἤ, ἀν­τί­θε­τα, ὡς ἰ­σχνὸν / ὴ– τὸ στοι­χεῖ­ο ποὺ πρω­τευ­όν­τως κρί­νει ἐ­ὰν ἕ­νας κρύ­σταλ­λος ἰ­σχύ­ος εἶ­ναι extra muros τῆς ἐ­ξου­σί­ας ἢ ἁ­πλῶς ἕ­να ὑ­πο­προ­ϊ­ὸν καὶ πα­ρά­γω­γο (ἐ­κλο­γί­κευ­σης) τῆς τε­λευ­ταί­ας. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ δὲν φαί­νε­ται νὰ μπο­ροῦ­με ν᾿ ἀν­τλή­σου­με ἀ­πὸ τὸ δι­α­θέ­σι­μο ἔρ­γο τοῦ Κον­δύ­λη.

Προ­τοῦ προ­χω­ρή­σου­με πε­ραι­τέ­ρω τὴν συλ­λο­γι­στι­κή μας γιὰ τὸ ἂν αἰ­σθα­νό­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς νὰ προ­σπο­ρί­ζε­ται ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἰ­σχὺ ἢ ἐ­ξου­σί­α ἀ­πὸ τὴν θε­ω­ρη­τι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καὶ τὴν δη­μο­σι­ο­ποί­η­ση τῆς συγ­κο­μι­δῆς της, ἂς μᾶς ἐ­πι­τρα­πεῖ νὰ προ­βοῦ­με σὲ μιὰ ἐ­πι­μέ­ρους πα­ρα­τή­ρη­ση ἀ­φο­ρῶ­σα μιὰν ἐν­το­πι­σθεῖ­σα ἀ­να­λο­γί­α ποὺ δι­έ­πει τὰ ἐ­πί­πε­δα τῶν μα­κρο­δο­μῶν (ἱ­στο­ρι­κῶν ἰ­δε­ο­τύ­πων) καὶ τῶν μι­κρο­δο­μῶν ἐν σχέ­σει πρὸς τὸν τρό­πο λει­τουρ­γί­ας τοῦ μη­χα­νι­σμοῦ τῆς ἑ­τε­ρο­γο­νί­ας τῶν σκο­πῶν, πάν­το­τε στο φῶς ὅ­σων ἔ­χου­με ἐ­πι­ση­μά­νει γιὰ τὴν ἀλ­λη­λο­δι­είσ­δυ­ση τῶν μορ­φῶν ἰ­σχύ­ος καὶ τὶς δι­α­φο­ρι­σμέ­νες ἔν­νοι­ες τῆς ἰ­σχύ­ος μὲ γνώ­μο­να τὴν κοι­νω­νι­κὴ θέ­ση.

Ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ τό­σο οἱ μορ­φὲς ἰ­σχύ­ος ὅ­σο καὶ οἱ τρό­ποι πο­ρι­σμοῦ της (λ.χ. διὰ τῆς ἐ­πι­βο­λῆς, τῆς ὑ­πο­τα­γῆς, τῆς πει­θοῦς, τῆς συ­νερ­γα­σί­ας κτλ.) εἶ­ναι πολ­λοὶ καὶ ποι­κί­λοι καὶ ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ καμ­μιὰ μορ­φὴ ἰ­σχύ­ος δὲν μπο­ρεῖ νὰ στα­θεῖ ἀ­πὸ μό­νη της πα­ρὰ συμ­πλέ­κε­ται μὲ ἄλ­λες, ἡ κοι­νω­νι­κὴ κα­τί­σχυ­ση καὶ ὑ­πε­ρο­χὴ τῶν ἀ­τό­μων ἢ τῶν ὁ­μά­δων μπο­ρεῖ μὲν ὣς ἕ­ναν βαθ­μὸ νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ τέ­χνη καὶ ἱ­κα­νό­τη­τα τῶν φο­ρέ­ων τους ἀλ­λὰ εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να συ­νάρ­τη­ση ἀρ­κε­τῶν ‘‘ἑ­τε­ρο­γε­νῶ­ν’’ ἱ­στο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κῶν πα­ρα­γόν­των ποὺ συ­χνό­τα­τα δὲν μπο­ροῦν νὰ ἀ­να­χθοῦν ἢ ἀ­πο­δο­θοῦν –καὶ πάν­τως ὄ­χι ἀ­πο­κλει­στι­κὰ– στὸν σχε­δια­σμὸ καὶ τὴν σκό­πι­μη ὀρ­θο­λο­γι­κὴ δρά­ση τῶν ἐν λό­γῳ δρών­των ὑ­πο­κει­μέ­νων. Ἔ­τσι –γιὰ νὰ δώ­σου­με ἕ­να μᾶλ­λον ὑ­πε­ρα­πλου­στευ­μέ­νο πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πὸ τὸ πε­δί­ο τῆς ἀ­το­μι­κῆς ψυ­χο­λο­γί­ας– μπο­ρεῖ ἕ­να πρό­σω­πο νὰ κα­τα­λά­βει τὴν ἐ­ξου­σί­α ἢ ἕ­ναν ση­μαν­τι­κὸ κρύ­σταλ­λο κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος ἐ­ξαι­τί­ας ὄ­χι μο­νά­χα τῶν καλ­λι­ερ­γη­μέ­νων κλί­σε­ων, δε­ξι­ο­τή­των καὶ ἱ­κα­νο­τή­των του ἀλ­λὰ καὶ τῆς εὔ­χρο­νης δι­α­σταύ­ρω­σης ἀ­κρι­βῶς τῶν ‘‘ἀ­δυ­να­μι­ῶ­ν’’ / ‘‘μει­ο­νε­κτη­μά­τω­ν’’ του μὲ τὶς ἱ­στο­ρι­κὲς συγ­κυ­ρί­ες μὲ τρό­πο ὥ­στε τοῦ­τες οἱ ἀ­δυ­να­μί­ες ἢ τὰ ἐν λό­γῳ μει­ο­νε­κτή­μα­τα νὰ μὴν ἀ­να­κό­πτουν τὸν ἀ­πὸ μέ­ρους του πο­ρι­σμὸ ἰ­σχύ­ος ἀλ­λὰ ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὅ­σο καὶ πα­ρα­δό­ξως, νὰ τὸν πρι­μο­δο­τοῦν (ὅ­πως, φε­ρ᾿ εἰ­πεῖν, στὴν πε­ρί­πτω­ση ἑ­νὸς ἰ­σχυ­ροῦ σὲ ἀρ­κε­τοὺς το­μεῖς ἄν­δρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἐ­ξα­ναγ­κα­ζό­με­νος ἀ­πὸ τὶς συγ­κυ­ρί­ες νὰ πα­ρα­χω­ρή­σει σὲ κά­ποι­ον το­μέ­α τὰ πρω­τεῖ­α σὲ ἕ­τε­ρον ἢ ἕ­τε­ρους μνη­στῆ­ρες, μπο­ρεῖ καὶ νὰ κο­λα­κεύ­σει μιὰ τό­σο ἔν­το­νη τὴν στιγ­μὴ ἐ­κεί­νη ἀ­νάγ­κη τοῦ τε­λευ­ταί­ου / τῶν τε­λευ­ταί­ων γιὰ ὑ­πε­ρο­χὴ κι ἀ­να­γνώ­ρι­ση, ὥ­στε –ἀν­τὶ λ.χ. γιὰ τὴν ἀρ­χι­κὴ πρό­θε­σή τους γιὰ δι­αι­ώ­νι­ση τοῦ με­τα­ξύ τους ἀν­τα­γω­νι­σμοῦ– νὰ ἀ­πο­σπά­σει τὴν συ­νερ­γα­σι­μό­τη­τά του / τους καὶ μα­ζὶ τὴν ἔμ­με­ση αὔ­ξη­ση τῆς ἰ­σχύ­ος του, ὡς ἀν­τάλ­λαγ­μα γιὰ τὸ ὅ­τι –σὲ ἐ­κεί­νη τὴν νευ­ραλ­γι­κὴ γιὰ τὴν ταυ­τό­τη­τα τοῦ δευ­τέ­ρου / τῶν δευ­τέ­ρων στιγ­μὴ– ὁ πρῶ­τος ἐ­τέ­θη ὑ­πὸ τὴν κη­δε­μο­νί­α του(ς) ἢ συ­νο­μο­λό­γη­σε νὰ δι­α­δρα­μα­τί­σει δευ­τε­ρα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο), δεί­χνον­τας τοι­ου­το­τρό­πως ὅ­τι στοι­χεῖ­α ποὺ θε­ω­ρη­τι­κὰ ἢ σὲ μιὰ πρώ­τη ἀ­νά­γνω­ση κρί­νον­ται ‘‘ἀ­νε­πάρ­κει­ε­ς’’ ἢ ‘‘κε­νὰ ἰ­σχύ­ο­ς’’, ὡς κρί­κοι μιᾶς εὐ­ρύ­τε­ρης ἁ­λυ­σί­δας ἀλ­λη­λε­νερ­γει­ῶν καὶ συ­σχε­τι­σμῶν ἐν­τὸς συγ­κε­κρι­μέ­νων συν­θη­κῶν κάλ­λι­στα μπο­ροῦν νὰ συ­νι­στοῦν ἢ νὰ με­τα­σχη­μα­τι­στοῦν σὲ ἱ­ζή­μα­τα ἢ ὑ­λι­κὰ ἀ­πό­κτη­σης ἰ­σχύ­ος.

Αὐ­τὴ ἡ δι­α­πί­στω­ση, ποὺ ἀ­πὸ μό­νη της δὲν δι­εκ­δι­κεῖ δάφ­νες ἰ­δι­αί­τε­ρης ποι­ό­τη­τας ἢ πρω­το­τυ­πί­ας, ἀ­πο­κτᾷ ὡ­στό­σο βα­ρύ­τη­τα μό­λις προ­ε­κτα­θεῖ ση­μαν­τι­κὰ σὲ εὖ­ρος γιὰ νὰ ἰ­δω­θεῖ πλέ­ον στὸ κοι­νω­νι­κὸ μα­κρο­ε­πί­πε­δο, προ­τρέ­πον­τας ἀν­τί­στοι­χα κά­ποι­ον νὰ ἀ­να­λο­γι­σθεῖ πὼς συλ­λο­γι­κὰ μορ­φώ­μα­τα καὶ ὁ­λό­κλη­ροι ἱ­στο­ρι­κοὶ ἰ­δε­ό­τυ­ποι (πα­ρέ­χον­τες κρυ­στάλ­λους κοι­νω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ἄ­το­μα ἢ ὁ­μά­δες ἀν­θρώ­πων), οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως φαί­νον­ται νὰ ἔ­χουν δι­α­μορ­φω­θεῖ αὐ­στη­ρὰ σύμ­φω­να μὲ τὴν δρά­ση, τὸν σχε­δια­σμὸ καὶ τὶς ἀ­νάγ­κες ἐ­κεί­νων ἀ­κρι­βῶς ποὺ καρ­πώ­νον­ται τὰ ὀ­φέ­λη τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς τους ἐ­πι­κρά­τη­σης καὶ δι­α­φεν­τεύ­ουν τὸ νό­η­μά τους, κα­τ᾿ οὐ­σί­αν δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ρὰ καρ­ποὺς ζυ­μώ­σε­ων καὶ δι­ερ­γα­σι­ῶν οἱ ὁ­ποῖ­ες πόρ­ρω ἀ­πέ­χουν ἀ­πὸ τὴν σκό­πι­μα σχε­δι­α­σμέ­νη δρά­ση τῶν ἑ­κά­στο­τε κρα­τούν­των ἢ κεν­τρι­κῶν πρω­τα­γω­νι­στῶν τους52.

Ἐ­κεῖ­νο ποὺ μᾶς φαί­νε­ται πὼς θά ᾿πρε­πε ὁ ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νος πα­ρα­τη­ρη­τὴς νὰ ἀ­να­κα­λεῖ τα­κτι­κὰ στὴν μνή­μη εἶ­ναι ὅ­τι κά­θε κοι­νω­νι­κὰ ὑ­πο­λο­γί­σι­μος κρύ­σταλ­λος ἰ­σχύ­ος δύ­να­ται νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται –καὶ ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον αὐ­τὸ συμ­βαί­νει– ἀ­πὸ ἐ­πι­μέ­ρους κομ­μά­τια τὰ ὁ­ποῖ­α, ἐ­ὰν ἰ­δω­θοῦν χω­ρι­στά, δηλ. ἀ­πο­σπα­στοῦν ἀ­πὸ τὸ εὐ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο τῶν με­τα­ξύ τους ἀλ­λη­λε­νερ­γει­ῶν [interactions], συ­να­παρ­τί­ζον­ται ἀ­πὸ ἑ­τε­ρό­κλη­τα ἢ καὶ ἀλ­λη­λο­α­ναι­ρού­με­να ὑ­λι­κά. Ἔ­τσι, μο­λο­νό­τι ἡ ἀ­πό­κτη­ση ἰ­σχύ­ος φαί­νε­ται ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων νὰ ἔ­χει συ­να­φθεῖ μὲ ἕ­να ἐξ ὑ­παρ­χῆς τι­θέ­με­νο (πρὸς πραγ­μά­τω­ση) ὑ­πο­κει­με­νι­κὸ νό­η­μα τῶν φο­ρέ­ων της, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρὰ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴν δι­α­σταύ­ρω­ση τῶν (ση­μαι­νου­σῶν) πρά­ξε­ων πολ­λῶν κοι­νω­νι­κῶν ὑ­πάρ­ξε­ων, γε­γο­νὸς ποὺ κα­θι­στᾷ δυ­σχε­ρέ­στα­το νὰ ἀ­πο­φαν­θεῖ κα­νεὶς μὲ ποι­όν ἀ­κρι­βῶς τρό­πο συμ­βαί­νει ἐ­τοῦ­το, δι­ό­τι τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μπο­ρεῖ μο­νά­χα νὰ συ­να­χθεῖ ἀ­να­δρο­μι­κὰ ἀ­πὸ τὶς συγ­κε­κρι­μέ­νες συν­θῆ­κες μέ­σα ἀ­πὸ τὸν μη­χα­νι­σμὸ τῆς ἑ­τε­ρο­γο­νί­ας τῶν σκο­πῶν. Λέ­γον­τας αὐ­τό, δὲν ἐν­νο­οῦ­με φυ­σι­κὰ ὅ­τι εἶ­ναι κα­τὰ πάν­τα ἀ­δύ­να­τη ἡ ἀ­να­σκο­πι­κὴ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης δο­μῆς αὐ­τῆς τῆς δι­ερ­γα­σί­ας στὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς κοι­νω­νι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας καί, συ­νε­πῶς, πὼς ἡ πε­ρι­γρα­φὴ αὐ­τὴ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται σὲ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη μο­νά­χα ἔ­κτα­ση μὲ τὴν ἀ­πό­το­μη με­τά­βα­ση καὶ ἀ­πο­κλει­στι­κὴ πα­ρα­μο­νὴ στὰ ἐ­πί­πε­δα τῆς κοι­νω­νι­ο­λο­γί­ας καὶ τῆς ἱ­στο­ρί­ας, πα­ρὰ ὅ­τι ἡ πραγ­μα­τι­κὴ δυ­να­τό­τη­τα κοι­νω­νι­κο­ον­το­λο­γι­κῆς πε­ρι­γρα­φῆς τοῦ τρό­που ἀ­πό­κτη­σης ἰ­σχύ­ος ἐν γέ­νει, δὲν μπο­ρεῖ, ὡς τέ­τοι­α, νὰ ἀν­τλή­σει τὸ ἀ­παι­τού­με­νο ὑ­λι­κὸ ἀ­πὸ ἐ­πι­μέ­ρους ἀ­παν­τή­σεις γιὰ συγ­κε­κρι­μέ­νες κα­τα­στά­σεις χω­ρὶς νὰ ὑ­περ­βεῖ τὰ ὅ­ριά της δηλ. νὰ συ­νυ­φαν­θεῖ καὶ νὰ ἀλ­λη­λο­δι­α­πλα­κεῖ μὲ ἐ­κεῖ­να τῶν δύ­ο ἄλ­λων ἐ­πι­πέ­δων. Ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας πάν­τως καὶ σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση τὸν καί­ριο ρό­λο ποὺ δι­α­δρα­μα­τί­ζει ὁ μη­χα­νι­σμὸς τῆς ἑ­τε­ρο­γο­νί­ας τῶν σκο­πῶν στὴν δι­α­μόρ­φω­ση μι­κρο­δο­μι­κῶν τυ­πο­λο­γι­ῶν καὶ μα­κρο­δο­μι­κῶν ἰ­δε­ο­τύ­πων, δὲν κρί­νου­με ἐ­που­σι­ῶ­δες νὰ ὑ­πο­μνή­σου­με ἐ­δῶ μα­ζὶ μὲ τὸν Ἀ. Λαυ­ραν­τώ­νη –καὶ κα­τ᾿ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση πρὸς τὶς ἀν­τί­στοι­χες αἰ­τιά­σεις τῶν ἠ­θι­κο­λό­γων / κα­νο­νι­στῶν (normativists)– μιὰ γε­νι­κό­τε­ρη ἰ­δέ­α ποὺ ἀ­σφα­λῶς ἐ­γεί­ρει ἢ ἀ­φυ­πνί­ζει τὴν ψυ­χο­λο­γι­κὴ ἀν­τί­στα­ση τῆς συν­τρι­πτι­κῆς πλει­ο­ψη­φί­ας τῶν γραμ­μα­τι­ζού­με­νων καὶ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πὸ τὴν ἀ­κό­λου­θη: «Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ αἰ­σθά­νον­ται ὡς θλι­βε­ρὴ τὴν ἑ­τε­ρο­γο­νί­α τῶν σκο­πῶν δὲν κα­τα­λα­βαί­νουν ὅ­τι ἡ ἴ­δια αὐ­τὴ δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ ἐ­κεί­νους [ἔ­τσι ὥ­στε νὰ τὴν αἰ­σθά­νον­ται (καὶ) ὡς θλι­βε­ρή]»53.

* * *

Μὲ ὅ­λες τὶς πα­ρα­πά­νω δι­α­πι­στώ­σεις φθά­νου­με πλέ­ον κα­τά τι πιὸ κα­τα­το­πι­σμέ­νοι καὶ θω­ρα­κι­σμέ­νοι στὸ κα­τώ­φλι τῶν δύ­ο στοι­χει­ω­δῶν προ­γραμ­μα­τι­κῶν μας ἐ­ρω­τη­μά­των: Αἰ­σθά­νε­ται νὰ ἀν­τλεῖ ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ὁ Κον­δύ­λης ἰ­σχὺ ἢ ἐ­ξου­σί­α ἀ­πὸ τὴν ἐν γέ­νει θε­ω­ρη­τι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἢ καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ ποι­ὸν τῆς δι­κῆς του κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κῆς θέ­σης καὶ τὴν συ­να­κό­λου­θη δη­μο­σι­ο­ποί­η­ση τῶν πο­ρι­σμά­των της; Καὶ ἐ­ὰν θε­ω­ρη­θεῖ ὅ­τι πο­ρί­ζε­ται ἰ­σχὺ μᾶλ­λον πα­ρὰ ἐ­ξου­σί­α (δε­δο­μέ­νης τῆς ἀλ­λη­λο­δι­α­πλο­κῆς τῶν δύ­ο ποὺ κά­πο­τε κα­θι­στᾷ ρευ­στὰ καὶ δυσ­δι­ά­κρι­τα τὰ ρη­τά τους ὅ­ρια), για­τί συ­νε­χί­ζει –διὰ τῆς πρά­ξης– τό­σο ὁ­λό­θυ­μα νὰ ἐ­πι­λέ­γει τὴν πρώ­τη ἢ νὰ ἐ­πι­ζη­τεῖ τὴν αὔ­ξη­σή της, ἐ­φό­σον ἐ­κεῖ­νος ἔ­χει συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει στὸ ἀ­κέ­ραι­ο τὴν βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σί­α τῆς δεύ­τε­ρης – συ­χνὰ ἀ­κό­μη καὶ γιὰ τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς ἰ­δί­ας ἰ­σχύ­ος (ὡς μιᾶς ἐκ τῶν προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων τῆς τε­λευ­ταί­ας);

Εὐ­κρι­νέ­στε­ρη ἀ­πάν­τη­ση στὸ πρῶ­το ἐ­ρώ­τη­μα ἀ­πὸ αὐ­τὴν ποὺ πα­ρέ­χε­ται σ᾿ ἕ­να ἀ­νέκ­δο­το δελ­τί­ο τοῦ ἴ­διου τοῦ συγ­γρα­φέ­α δύ­σκο­λα μπο­ρεῖ κα­νεὶς ν᾿ ἀ­νεύ­ρει: «Ὑ­πάρ­χουν το­μεῖς», γρά­φει ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς –ὄ­χι δί­χως νὰ συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει τὸν ἑ­αυ­τό του στοὺς εὑ­ρι­σκό­με­νους ἐν­τὸς ἑ­νὸς ἐξ αὐ­τῶν– «ποὺ ἔ­χουν ἰ­σχὺ –το­μέ­ας τοῦ πνεύ­μα­τος– ἀλ­λὰ ὄ­χι ἐ­ξου­σί­α. Ὅ­μως ὅ­πως ἡ ἰ­σχὺς εἶ­ναι δι­ά­χυ­τη σὲ ὅ­λους τοὺς το­μεῖς ἔ­τσι καὶ ἡ ἐ­ξου­σί­α ὑ­πάρ­χει σὲ ὅ­λους σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ δο­σο­λο­γί­α» (δελ­τί­ο ἀρ. 3655 – προ­σω­πι­κὴ ἔμ­φα­ση). Σὲ σχέ­ση μὲ τὴν τε­λευ­ταί­α ἀ­πό­φαν­ση, καὶ μά­λι­στα κα­τὰ ἐ­ξί­σου ρη­τὴ ἀ­να­φο­ρὰ πρὸς τὸν πνευ­μα­τι­κὸ το­μέ­α, θὰ σπεύ­σει νὰ δι­ευ­κρι­νί­σει πὼς «…ἡ ἰ­σχύς, ὅ­ση βρί­σκε­ται ἐ­κτὸς τῆς ἐ­ξου­σί­ας θε­σμο­ποι­εῖ­ται καὶ αὐ­τὴ» [δη­λα­δὴ] «συγ­κεν­τρώ­νε­ται ἀ­πὸ κοι­νοῦ μὲ τὴν δυ­να­τό­τη­τα [ἄ­σκη­σης] βί­ας σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες ἑ­στί­ες, ὥ­στε νὰ μὴν πε­ρι­φέ­ρε­ται ἐ­λεύ­θε­ρη στὴ δι­ά­θε­ση τοῦ κα­θε­νός», [ὅ­πως] «πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ἰ­σχὺς μα­ζεύ­ε­ται στὰ πα­νε­πι­στή­μια» (δελ­τί­ο ἀρ. 3989) ἤ, συ­να­φῶς, πὼς «φαι­νό­με­να ποὺ ζοῦν κα­τ᾿ ἐ­ξο­χὴν ἀ­πὸ τὴν ὁρ­μὴ τῆς ἰ­σχύ­ος, ὅ­πως τὸ πνεῦ­μα, κρυ­σταλ­λώ­νον­ται σὲ ἐ­ξου­σί­α, ὅ­ταν θε­σμο­ποι­οῦν­ται» (δελ­τί­ο ἀρ. 3059 – προ­σω­πι­κὴ ἔμ­φα­ση) γιὰ νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σει μὲ νό­η­μα (ἂν μὴ ταυ­τό­χρο­να καὶ νὰ πα­ρα­δε­χθεῖ) ὅ­τι «εἶ­ναι δυ­να­τὸ ἄ­το­μα ποὺ βρί­σκον­ται σὲ κύ­κλους ὅ­που δὲν ἐ­πι­δι­ώ­κε­ται ἄ­με­σα ἡ πο­λι­τι­κὴ ἰ­σχὺς νὰ ἔ­χουν κα­θαυ­τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρη δί­ψα γιὰ ἰ­σχὺ ἀ­πὸ ὅ­σους βρί­σκον­ται μέ­σα στὴν πο­λι­τι­κὴ ἐ­πει­δὴ ἄλ­λα χα­ρί­σμα­τα ἢ ἄλ­λες συμ­πτώ­σεις τοὺς ἔ­φε­ραν ἐ­κεῖ», καὶ τοῦ­το, ὅ­πως γρά­φει, ἐ­πει­δὴ κα­τ᾿ ἀρ­χὴν «ὁ συ­να­γω­νι­σμὸς μέ­σα στὴν κοι­νω­νί­α γί­νε­ται σὲ σχέ­ση μὲ τοὺς ἑ­κά­στο­τε σχε­τι­κοὺς ἄλ­λους» καὶ «κά­θε ἄ­το­μο θέ­λει νὰ δι­ευ­ρύ­νει τὴν ἰ­σχύ του καὶ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σή του ἀ­πὸ τὸν κύ­κλο στὸν ὁ­ποῖ­ο ἐν­τάσ­σε­ται» μιᾶς καὶ «ὅ­σο πο­λυ­κεν­τρι­κὴ εἶ­ναι μιὰ κοι­νω­νί­α τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­φά­πτε­ται ἡ ἀ­νάγ­κη γιὰ ἀ­να­γνώ­ρι­ση» (δελ­τί­α ἀρ. 4183-4184 – δι­κή μου ἔμ­φα­ση).

Ἡ –ἄλ­λο­τε συ­χνό­τε­ρα, ἄλ­λο­τε σπα­νι­ό­τε­ρα– ἀ­να­φαι­νό­με­νη αὐ­τὴ με­γα­λύ­τε­ρη δί­ψα γιὰ κα­τί­σχυ­ση σὲ το­μεῖς μὴ πο­λι­τι­κῆς ἰ­σχύ­ος, ὅ­πως κα­τ᾿ ἐ­ξο­χὴν εἶ­ναι ὁ πνευ­μα­τι­κός, κα­τὰ κα­νό­να ἀ­ξι­ο­ποι­εῖ τὸ ση­μαν­τι­κὸ πλε­ο­νέ­κτη­μα ὅ­τι μπο­ρεῖ εὐ­κο­λό­τε­ρα να κα­μου­φλα­ρι­σθεῖ ἢ ἀ­πο­κρυ­βεῖ ἐ­φό­σον –κα­τ᾿ ἀν­τι­δι­α­στο­λὴ πρὸς τὴν «βί­α καὶ τὴν ἐ­ξου­σί­α ποὺ δὲν μπο­ροῦν πα­ρὰ νὰ προ­βάλ­λουν γυ­μνὲς»– «μό­νον ἡ [μὴ πο­λι­τι­κὴ] ἰ­σχὺς μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἄρ­νη­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ της, ὡς συ­νερ­γὸς στὴν κα­τάρ­γη­ση τῆς ἰ­σχύ­ος» (δελ­τί­ο ἀρ. 4035)54. Μὲ τὴν πα­ρα­πά­νω ἔν­νοι­α, ἡ τέ­τοι­α ἰ­σχὺς δύ­να­ται (ἢ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει ἐ­πι­δι­ώ­κει) νὰ ἐ­πι­βλη­θεῖ ἐ­πὶ τοῦ Ἄλ­λου ὄ­χι ὡς ἀ­πόρ­ροι­α ἀ­νοι­χτοῦ ἐ­ξα­ναγ­κα­σμοῦ του πα­ρὰ ὡς ‘‘αὐ­τό­βου­λη­ς’’ συγ­κα­τά­νευ­σης ἢ συμ­μόρ­φω­σής του πρὸς τὰ κε­λεύ­σμα­τα τοῦ ἴ­διου τοῦ βα­θύ­τε­ρού του ‘‘ὀ­φέ­λου­ς’’ ἢ τοῦ μα­κρο­πρό­θε­σμού του ‘‘συμ­φέ­ρον­το­ς’’ τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­κα­λεῖ­ται ἀ­πὸ σκο­ποῦ ὁ ἐ­γεί­ρων ἀ­ξι­ώ­σεις κοι­νω­νι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας55. Ἴ­σως γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ (ἕ­νε­κα δηλ. τῆς πεί­θου­σας ἱ­κα­νό­τη­τας ἢ ἰ­δι­ό­τη­τας τῆς ἰ­σχύ­ος, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πὸ τὴν πλευ­ρά της προ­α­παι­τεῖ μι­ὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀ­πὸ ἔ­πο­ψη πε­ρι­ε­χο­μέ­νου ἀλ­λὰ ἐ­ξί­σου αὐ­στη­ρὴ –ἂν ὄ­χι αὐ­στη­ρό­τε­ρη τῆς ἐ­ξου­σί­ας– ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­σκη­τι­κὴ ἢ πραγ­μα­τι­κὴ χα­λι­να­γώ­γη­ση τῶν ἰ­δί­ων ὁρ­μῶν προ­κει­μέ­νου νὰ κα­τα­στεῖ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὴ ἡ ‘‘με­ταμ­φί­ε­ση’’) νὰ ἐ­πι­ση­μαί­νε­ται κι ἀ­πὸ τὸν Κον­δύ­λη ὅ­τι «ἡ αὐ­θεν­τί­α –τὸ κῦ­ρος– ἀ­νήκει στὴν ἰ­σχύ, ὄ­χι στὴν ἐ­ξου­σί­α» (δελ­τί­ο ἀρ. 4009) ἢ –ἀ­κρι­βέ­στε­ρα– πὼς «ἡ αὐ­θεν­τί­α ποὺ συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν ἰ­σχὺ εἶναι εὐ­ρύ­τε­ρη… ἀ­πὸ ἐ­κεί­νην ποὺ προ­σι­διά­ζει στὴν ἐ­ξου­σί­α…» (δελ­τί­ο ἀρ. 4019)56.

Ἐ­άν, μὲ βάση αὐ­τά, φαί­νε­ται μᾶλ­λον ξε­κα­θα­ρι­σμέ­νο ἢ πρό­δη­λο ὅ­τι ὁ Κον­δύ­λης πο­ρί­ζε­ται ἰ­σχύ, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον, πα­ρὰ (στενῶς νοουμένη) ἐ­ξου­σί­α –δε­δο­μέ­νης, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με, τῆς ἀλ­λη­λο­δι­α­πλο­κῆς τῶν δύ­ο– ἀ­πὸ τὴν θε­ω­ρη­τι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καὶ ἰ­δί­ως ἀ­πὸ τὸ ποιὸν τῆς ἰ­δι­αί­τε­ρης φι­λο­σο­φι­κῆς του θέ­σης (ὡς καίριας συ­νει­σφο­ρᾶς στὴν ἕ­ως τώ­ρα θε­ω­ρη­τι­κὴ συγ­κο­μι­δή), ἐ­ξί­σου ρη­τὰ ξε­κα­θα­ρι­σμέ­νος δὲν εἶναι καὶ ὁ λό­γος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­μέ­νει στὴν βι­ο­πο­ρί­α του νὰ μὴν κά­νει ὅ,τι μπο­ρεῖ γιὰ νὰ ‘‘θε­σμο­ποι­ή­σει’’ ἢ καὶ νὰ ‘‘ἐ­ξαρ­γυ­ρώ­σει’’ σὲ ἁ­πτὰ προ­νό­μια κά­θε λο­γῆς τὴν δι­α­τιθεμένη στὸν το­μέ­α του ἰ­σχύ∙ νὰ τὴν με­τα­τρέ­ψει, δη­λα­δή, σὲ ἐ­ξου­σί­α, τ.ἔ. κοι­νω­νι­κὰ νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νη ἢ ἐ­πι­κυ­ρω­μέ­νη ἰ­σχύ. Βέ­βαι­α, ἡ δη­μο­σι­ο­ποί­η­ση τῶν ἔρ­γων του57 κα­θὼς καὶ τὸ πε­ρί­τε­χνο πο­λε­μι­κό, στιλ­πνὸ καὶ κτη­τι­κὸ –ἐ­νί­ο­τε δὲ ἀ­νοι­χτὰ ἐ­ρι­στι­κὸ ἢ εἰ­ρω­νι­κὸ– συγ­γρα­φι­κό του ὕ­φος, ὅ­πως ἀκό­μα-ἀ­κό­μα κι οἱ σπο­ρα­δι­κὲς δη­μό­σι­ες (ἐ­πι­και­ρι­κὲς ἢ μὴ) πα­ρεμ­βά­σεις του στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ γερ­μα­νι­κὸ τύ­πο, φα­νε­ρώ­νουν πὼς ἡ πα­ρα­πά­νω δι­α­πί­στω­ση ὀ­φεί­λει ἤ­δη νὰ σχε­τι­κευ­θεῖ σ᾿ ἕναν βαθ­μό, γιὰ νὰ το­νι­σθεῖ στὸ πλά­ι της ὅ­τι δὲν φαί­νε­ται ἐν­τε­λῶς ἀ­νεπιζήτη­τη μι­ὰ ἔν­νοι­α ἔμ­μεσης ἐ­ξου­σί­ας, δηλ. μιὰ ἐ­πι­δίωξη εὐ­ρύ­τε­ρα κρυ­σταλ­λωμέ­νης καὶ κοι­νω­νι­κῶς θε­σμι­σμέ­νης μορ­φῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἰσχύος, πού, ἀν­τι­πα­ρερ­χό­μενη τὴν πο­λι­τι­κὴ ἐ­ξου­σί­α, ἐ­πέ­χει θέ­ση ἀν­τι-κρα­τού­σας ἰσχύος μὲ πο­λι­τι­κὴ ση­μα­σί­α. Ἐν­τού­τοις, ἡ συν­τρι­πτι­κὰ κα­τι­σχύ­ου­σα ὑ­παρ­ξια­κή του ἀ­να­δί­πλω­ση καὶ θε­ω­ρη­τι­κὴ ­μό­νω­ση, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­φθα­νε στὰ ὅ­ρια ἑ­νὸς εἴ­δους ‘‘κο­σμι­κοῦ ἀ­σκη­τι­σμοῦ’’ (προ­ϋ­πό­θε­ση ἀ­πα­ραί­τη­τη τῆς συγ­γρα­φι­κῆς του ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ἀ­κε­ραι­ό­τη­τας), ἡ ἀ­πο­ποίη­ση τοῦ κα­θη­γη­τι­κοῦ θώ­κου καὶ τοῦ στε­νοῦ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοῦ χώ­ρου ὡς ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοῦ ἐν­δι­αι­τή­μα­τος κι ἡ συ­να­κό­λου­θη συ­νει­δη­τὴ ἐ­πι­λο­γὴ τοῦ νὰ πα­ρα­μεί­νει ἐφ­᾿ ὅ­ρου ζω­ῆς ἕνας «ἰ­δι­ω­τεύ­ων λό­γι­ο­ς», ὅ­πως γε­νι­κὰ κι ἡ ἐ­κλε­κτι­κό­τη­τα τῶν διαπροσωπικῶν συ­να­να­στρο­φῶν του, συ­νη­γο­ροῦν, ὅ­πως νο­μί­ζω, στὴν ἀ­νάδειξη τῆς ὀρ­θό­τη­τας καὶ ‘‘νο­μι­μό­τη­τα­ς’’ τῆς ἀρ­χι­κῶς ὑ­πο­βληθείσας ἐν­τύ­πω­σης πε­ρὶ τῆς ὄ­χι καὶ τό­σο δι­α­κα­οῦς ἐ­πι­ζή­τη­σης τῆς ἐ­ξου­σί­ας ἐκ μέ­ρους τοῦ Ἕλ­λη­να στο­χα­στῆ, τὴν ὁ­ποί­α μό­νον ἁπαλύ­νουν –ἔ­στω καὶ κατ᾿ ἐλάχιστον– οἱ προ­α­να­φερ­θεῖ­σες ἐ­πι­τε­λε­στι­κὲς [performative] ἐ­νέρ­γει­ες.

Τῶν πραγ­μά­των οὕ­τως ἐ­χόν­των, χρή­ζει ἴ­σως εἰ­δι­κῆς διαπραγμάτευσης (στὸ φῶς τῶν ἤδη λε­χθέν­των γιὰ τὴν συ­νύ­φαν­ση ἰσχύος καὶ ἐ­ξου­σί­ας) ὁ λό­γος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ Κον­δύ­λης ἐξ ἀρ­χῆς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται τό­σο ‘‘φει­δω­λὸ­ς’’ ἢ ‘‘ἀ­πόμα­κρο­ς’’ ἐν σχέ­σει πρὸς τὴν πο­λι­τι­κὴ ἐ­ξου­σί­α. Πρό­χει­ρη ἢ φευ­γα­λέ­α εὐ­ρύ­τε­ρη μα­τιά, ὡ­στό­σο, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­ψει ὅ­τι ὁ πα­ρα­πάνω ἐ­κτε­θεὶς λό­γος μᾶλ­λον δὲν ἀ­πέ­χει καὶ πο­λὺ ἀ­πὸ τὸν ἀν­τίστοι­χο προ­γε­νέστε­ρων πε­ρι­φα­νῶν ‘‘φι­λο­σο­φι­κῶ­ν’’ προ­σω­πι­κο­τή­των – ὅ­πως τοῦ Nietzsche ἐ­πὶ πα­ρα­δείγ­μα­τι. Ὅ­ταν ἤ­δη ὁ τε­λευ­ταῖ­ος (γιὰ να στα­θοῦ­με στὸν ἐν­δει­κτι­κὸ αὐ­τὸ πα­ραλ­λη­λι­σμὸ) ση­μεί­ω­νε ὅ­τι ἡ ἀ­ναρ­ρίχη­ση στὴν ἐ­ξου­σί­α ἀ­πο­πλη­ρώ­νε­ται μὲ δυ­σα­νά­λο­γα με­γά­λο κό­στος γιὰ τοὺς πνευ­μα­τι­κὰ προι­κι­σμέ­νους, μιᾶς καὶ «ἡ πο­λι­τι­κὴ ρη­χαί­νει κά­θε σο­βα­ρὴ μέ­ρι­μνα γιὰ πραγ­μα­τι­κὰ πνευ­μα­τι­κὰ θέ­μα­τα», ὅ­ταν λ.χ. ἐ­φι­στοῦ­σε τὴν προ­σο­χή, το­νί­ζον­τας πὼς «ἂν ξο­δέ­ψει κα­νεὶς τὸν ἑ­αυ­τό του, …τὴν πο­σό­τη­τα κα­τα­νό­ησης, σο­βα­ρό­τη­τας, θέλησης καὶ αὐ­θυ­πέρ­βα­σης τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει, γιὰ τὴν ἐ­ξου­σί­α καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ τῆς ἰσχύος, δὲν θά ᾿χει τί­πο­τε γιὰ τὴν ἄλ­λη κα­τεύ­θυν­ση», ἀ­φοῦ «τε­λι­κὰ οὐ­δεὶς μπο­ρεῖ νὰ ξο­δέ­ψει πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π᾿ ὅ­σα ἔ­χει»58 ἤ, συ­να­φῶς, ὅ­ταν ὑ­πο­γράμ­μι­ζε ὅ­τι, δι­α­κρι­τό, ἀ­νά­με­σα σὲ ἄλ­λα, ση­μά­δι ἑ­νὸς ἰ­δε­ο­τυ­πι­κοῦ φι­λο­σό­φου εἶναι ἡ ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς του –χά­ριν ἐ­πι­τα­κτι­κῆς ἐ­ξοι­κο­νό­μη­σης ἐ­νέρ­γει­ας πρὸς εὐ­ό­δω­ση τοῦ τι­θέ­με­νου σκο­ποῦ του– ἀ­πο­φυ­γὴ τοῦ πο­λὺ θαμ­πω­τι­κοῦ φω­τὸς τῆς συγ­και­ρι­νῆς φή­μης καὶ τῆς γυ­α­λι­στε­ρῆς συ­να­να­στρο­φῆς μὲ τοὺς ἑ­κά­στο­τε κρα­τοῦν­τες59 ποὺ ἀ­να­πό­φευ­κτα θο­λώ­νει τὴν κα­θα­ρό­τη­τα καὶ πε­ρι­ο­ρί­ζει τὸ εὖ­ρος τῆς ὀ­πτι­κῆς κρα­τών­τας τὸν ἑ­κά­στο­τε φο­ρέ­α τους ‘δέ­σμιο’ στὴν ἐ­πο­χή του μο­νάχα καὶ ἀ­πο­στε­ρών­τας του τὴν ὅ­ποι­α δυ­να­τό­τη­τα οὐ­σι­α­στι­κῆς ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας μέ­σα στὸν δι­α­χρο­νι­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα τῆς ἱ­στο­ρί­ας, πι­θα­νό­τα­τα σκε­φτό­ταν, ὅ­πως κι ὁ κα­τὰ ἕναν αἰ­ώ­να πνευ­μα­τι­κὸς ἐ­πίγο­νός του Ἕλ­λη­νας στο­χα­στής: Ὁ ἀ­ξι­ῶν ‘‘ἄ­σβη­στη’’ ἱ­στο­ρι­κὰ ἰ­σχὺ διὰ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ του ἔρ­γου (ὁ Nietzsche θὰ ἔ­λε­γε: ἰ­σχὺ ἐ­πὶ τῆς ὁ­ποί­ας ὁ χρό­νος μά­ται­α δο­κι­μά­ζει τὰ δόν­τια του) ἀν­τι­πα­ρέρ­χε­ται στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἑ­κά­στο­τε πο­λι­τι­κοῦ ἐ­ξου­σια­στῆ καὶ τῶν θε­σμι­κῶν κο­λά­κων-‘‘συμ­βού­λω­ν’’ του (ὀ­νο­μά­ζον­ται καὶ ‘‘δι­α­νο­ού­με­νοι’’), ὄ­χι μό­νον αὐ­τοὺς τοὺς ἴδι­ους ὡς πρό­σω­πα πα­ρὰ καὶ τὴν θέ­ση κα­θὼς καὶ τὰ ἐ­ρεί­σμα­τα ποὺ τὴν στε­ρε­ώ­νουν, ἀμ­φι­σβη­τῶν τὶς νόρ­μες στὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ὅποιος κυ­ρί­αρ­χος ὡς κυ­ρί­αρ­χος (βα­σι­λιάς, ἱ­ε­ρέ­ας, πο­λι­τι­κός, φύ­λαρ­χος60).

Ἂν ἡ προ­σω­πι­κὴ ἰ­σχύς, ἡ ἀν­τλού­με­νη ἀ­πὸ μι­ὰν ὁ­ρι­σμέ­νη δε­ξι­ό­τη­τα ἢ ἔ­να ξε­χω­ρι­στὸ προι­κι­σμό, ἐ­παί­ρε­ται ὁ φο­ρέ­ας της πὼς δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἁπλῶς μιὰν ὠ­χρὴ ἀν­τα­νά­κλα­ση τῆς πολιτικῆς εξουσίας ἢ μιὰν ἐ­κλο­γί­κευ­ση γιὰ τὴν ἔλ­λει­ψη κατοχῆς τῆς τελευταίας, τό­τε κα­λεῖ­ται ὁ φο­ρέ­ας αὐ­τὸς νὰ δεί­ξει ὅτι ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ ἀ­ξι­ο­λο­γή­σεις ἢ νόρ­μες ποὺ ἁ­πλῶς δὲν πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στὸν ‘‘κορ­σὲ’’ τῶν νορ­μῶν στὶς ὁ­ποῖες ἀ­να­φέ­ρον­ται οἱ πο­λι­τι­κὰ καὶ θε­σμι­κὰ κρα­τοῦν­τες. Μο­νάχα στὸ μο­νο­δι­ά­στα­το φῶς τῶν νορ­μῶν ποὺ ἐπικαλοῦνται οἱ ἐν λόγῳ κρατοῦντες ἡ τέ­τοι­α ἰ­σχύς, ἡ ἀ­να­φε­ρό­με­νη σὲ κά­τι ‘‘ἕ­τε­ρο­ν’’, ὁ­μοιά­ζει μὲ ἁ­πλὸ προ­ϊ­ὸν ‘‘αὐ­θαι­ρε­σί­α­ς’’.

Κα­λεῖ­ται ἑ­πο­μέ­νως ὁ φο­ρέ­ας τῆς ἰσχύος νὰ δεί­ξει ὅ­τι ἐ­ὰν εἶναι δυ­να­τὸ ν᾿ ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ κοι­νω­νι­κὰ ἀνάλογη ἰ­σχύς, τοῦ­το συμ­βαί­νει ἐ­πει­δὴ ὁ χῶ­ρος τῶν νορ­μῶν ἐν γέ­νει ὑ­πο­λαμ­βά­νε­ται ὡς εὐ­ρύ­τε­ρος ἀ­π᾿ ὅ­,τι ἀρ­χι­κὰ ἤ­θε­λε πι­στέ­ψει ὁ πο­λι­τι­κὰ κυ­ρί­αρ­χος, ὥ­στε νὰ ἐμ­πε­ρι­κλεί­ει τό­σο ἐ­κεῖ­νες τὶς νόρ­μες πρὸς τὶς ὁ­ποῖ­ες αὐ­τὴ ἡ δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ὑ­φῆς ἰ­σχὺς ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅσο καὶ τὶς ἀν­τίστοι­χες πρὸς τὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ κρα­τοῦ­σα μορ­φὴ ἰσχύος, μὲ τὸ κοι­νό τους ἔ­δα­φος νὰ εἶναι ἀ­νι­χνεύ­σι­μο ἀ­πὸ τὸν θε­ω­ρη­τι­κὸ πα­ρα­τη­ρη­τὴ ἀ­κρι­βῶς στὴ βά­ση τῶν δο­μι­κῶν-τυ­πι­κῶν (τ.ἔ. κοι­νῶν) ση­μεί­ων ἀμ­φο­τέ­ρων. Γιὰ νὰ τὸ πε­τύ­χει αὐ­τό, ὡ­στό­σο, ὀ­φεί­λει πρῶ­τα ὁ φο­ρέ­ας τῆς δι­α­κρι­τῆς αὐ­τῆς μορ­φῆς ἰσχύος νὰ σπρώ­ξει στὰ ἄ­κρα τὸ δι­κό του ἰ­δι­αί­τε­ρο χά­ρι­σμα, τὸν το­μέ­α στὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ ἴ­διος πλε­ο­νε­κτεῖ (ἔ­χον­τας καλ­λι­ερ­γή­σει τὸν ἐ­π᾿ αὐ­τοῦ εἰδοποιὸ προι­κι­σμό του ἢ κατακτήσει τὴν λεγόμενη οἰκειοπραγία)∙ νὰ δι­ευ­ρύ­νει τ.ἔ. αὐ­τὴν τὴν ἐ­πι­μέ­ρους ἐ­πι­κρά­τεια στὴν ὁ­ποί­α αἰ­σθά­νε­ται ὑ­πέρ­τε­ρος καὶ νὰ τὴν ὑ­ψώ­σει στὸν μέ­γι­στο δυ­να­τὸ ἀ­ξια­κὸ ἐκ­θέ­τη, ἀ­να­βι­βά­ζον­τας κα­τ᾿ ἀρ­χὴν τὴν με­ρι­κό­τη­τά της σὲ μέ­γε­θος πρω­ταρ­χι­κῆς ση­μα­σί­ας, προ­κει­μέ­νου νὰ σχε­τι­κεύ­σει τὸ ἕ­ως τό­τε ἀ­πο­λυ­το­ποι­η­θὲν σχε­τι­κὸ μέ­γε­θος (μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο συ­νή­πτε­το ἡ θέ­ση τῆς κρα­τού­σας ἐ­ξου­σί­ας) διὰ τῆς το­πο­θέ­τη­σής της στὸ πλά­ι τοῦ τε­λευ­ταί­ου. Στὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ κα­τα­φέ­ρει νὰ με­γα­λώ­σει τὴν συ­νο­λι­κὴ ἐ­πι­κρά­τεια τῆς ἰσχύος (τὴν πε­ρι­λαμ­βά­νου­σα ὅλες τὶς ἐ­πι­μέ­ρους μορ­φὲς) αὐ­τό­μα­τα συρ­ρι­κνώ­νει ἐ­κεί­νην τῆς κρα­τού­σας ἐ­ξου­σί­ας, κα­θὼς ἡ αὔξη­ση τῆς πρώ­της μέ­σα ἀ­πὸ τὴν συμ­πε­ρί­ληψη μιᾶς ‘‘ἄρ­τι ἀ­φι­χθεί­σα­ς’’ δι­α­κρι­τῆς μορ­φῆς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἰσχύος, λαμ­βά­νει χώ­ρα (καὶ) μὲ ὅρους δε­σμευ­τι­κῆς κοι­νω­νι­κῆς ἰσχύος λό­γῳ τοῦ ὅ­τι δι­ευ­ρύ­νει τὸν κοι­νὸ θε­σμι­κὸ χῶ­ρο τὸν ὁ­ποῖ­ο μοι­ρά­ζε­ται μὲ τὴν κρα­τοῦ­σα ἐ­ξου­σί­α61. Ἔ­τσι, ἡ πνευματικὴ ἰσχὺς τὴν ὁποία πορίζεται (ἤ, ἀκριβέστερα, ἡ αἴγλη ἡ ἀντληθεῖσα ἀπό τούτην τὴν ἰσχύ), φθά­νει κά­πο­τε νὰ νοεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ὑ­ψη­λῶς δι­α­τι­μή­σαν­τες τὴν ἐ­ξου­σί­α ἤ, σπο­ρα­δι­κά, ἀ­πὸ αὐ­τὴν ταύ­την τὴν κοι­νὴ συ­νεί­δη­ση, ὡς μιὰ ἕτε­ρη μορ­φὴ (δυ­νη­τι­κῆς) ἐ­ξου­σί­ας ποὺ ἀ­ξι­ώ­νει ἔμ­με­σα καὶ σὺν τῷ χρόνῳ νὰ κα­τα­στεῖ ἡ ἴ­δια δε­σμευ­τι­κὸς κα­νό­νας, αἴ­ρον­τας de facto τὸ πρω­τεῖ­ο τῆς ἰσχύος (ἢ αίγλης, ἀντίστοιχα) τῆς συναπτόμενης μὲ τὴν πά­λαι πο­τὲ κρα­τοῦ­σα πο­λι­τι­κὴ ἐ­ξου­σί­α καὶ τοὺς πραγ­μα­τι­κοὺς νο­μι­μο­ποι­η­τὲς ἢ ἐ­πίδοξους μνη­στῆ­ρες της. Ὑ­ψώ­νε­ται τό­τε, σὲ μιὰν ὁ­ρι­σμέ­νη στιγ­μή, ἡ ἰσχὺς σὲ νέ­ας μορ­φῆς ἐ­ξου­σί­α ἡ ὁ­ποί­α κά­τι δι­α­τη­ρεῖ ἀ­πὸ τὸ status τῆς πα­λαι­ᾶς προ­κει­μέ­νου νὰ εἶναι σὲ θέ­ση νὰ φα­νε­ρώ­σει τὴν μο­νο­μέ­ρεια καὶ με­ρι­κό­τη­τα τῆς κα­θι­ε­ρω­μέ­νης ἢ κρα­τού­σας ἐ­ξου­σί­ας. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἐδῶ ἐ­πι­δι­ώ­κει τὴν ἰ­σχὺ ἔναντι τῆς ἐ­ξου­σί­ας φο­ρά­ει ἐ­πίσης τὸ σμι­λευ­μέ­νο καὶ ἐ­πι­με­λη­μέ­νο προ­σω­πεῖ­ο και­νούρ­γιου νο­μο­θέ­τη: σφίγ­γον­τας τώ­ρα ἐ­λα­φρὰ στὴν πα­λά­μη του τὴν –ἀ­πὸ χίλιους σύν­θε­τους κόκ­κους ἀ­πο­τε­λού­μενη– ἄμ­μο τῆς ἰσχύος προ­κει­μέ­νου νὰ τὴν κα­τα­στή­σει συμ­πα­γέ­στε­ρη μᾶ­ζα (ὥ­στε νὰ θυ­μί­ζει κά­πως τὴν ἀρ­ρα­γῆ σύστα­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας) καί, ὡς τέ­τοι­α, πιὸ ‘‘ἀ­σφα­λι­σμέ­νη’’, ἐ­πι­δι­ώ­κει γε­νι­κό­τε­ρα νὰ δεί­ξει ὅ­τι ὅ­σο πιὸ γε­ρὰ σφίγ­γει κα­νεὶς τὴν ἰ­σχὺ γιὰ να τὴν κα­τα­σφα­λί­σει, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­κεί­νη τοῦ ξε­γλι­στρά­ει ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια καὶ λι­γο­στεύ­ει∙ ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὅποιος θέ­λει νὰ κρα­τή­σει πε­ρισ­σό­τερη ἀ­πὸ αὐ­τὴν καὶ γιὰ με­γα­λύ­τε­ρο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα στὴν κα­το­χή του μᾶλ­λον θὰ πρέ­πει νὰ τὴν ἐ­να­πο­θέ­σει σὲ ντε­λι­κά­τα καὶ εὐ­λύ­γι­στα δά­χτυ­λα ποὺ κρα­τι­οῦν­ται μὲν με­τα­ξύ τους ἑ­νω­μέ­να ἀλ­λὰ πο­τὲ ὁ­λό­κλει­στα ἢ σφα­λι­σμέ­να σὲ σφι­χτὴ γρο­θιά, δι­α­τρέ­χον­τας, βέ­βαι­α, πάν­τα τὸν κίν­δυ­νο ἑ­νὸς δυ­να­τοῦ ἀ­νέ­μου βί­ας ἢ πρω­τόγονου ἀ­τα­βι­σμοῦ ποὺ μπο­ρεῖ να τὴν σκορ­πί­σει αὐ­το­στιγ­μεί. Τοῦ­το πο­λὺ ἁ­πλὰ ση­μαί­νει: Μα­κρο­πρό­θε­σμη κυ­ρι­αρ­χί­α ἀν­τλεῖ κα­τὰ κα­νό­να ὅποι­ος πεί­θει τὸν ἄλ­λον νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει τὴν δε­ξι­ό­τη­τά του κα­θὼς καὶ τὶς ὑ­πα­γο­ρευ­ό­με­νες ἀ­πὸ τὸν ἴδιο ἐ­πι­τα­γὲς αὐ­το­βού­λως, δί­χως δηλ. ὁ δεύ­τε­ρος νὰ νι­ώ­θει ὅ­τι ἐ­ξα­ναγ­κά­ζε­ται μὲ τὴν βί­α∙ μό­νον μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ με­τρά­ει βά­σι­μες πι­θα­νό­τη­τες νὰ βγά­λει ρί­ζες στὴν ψυ­χὴ τοῦ ἄλ­λου. Κι ἔ­τσι ὅ­μως ἀκό­μα: Μό­λις κα­τα­φέ­ρει νὰ ἀρ­θεῖ στὸ ὕ­ψος τοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ, ἀ­να­δρο­μι­κὰ ἐ­πι­σκο­πών­τας τὰ πράγ­μα­τα, βλέ­πει ὅ­τι κι αὐ­τὴ αὕτη ἡ ἀ­ξίωση ἰσχύος, μο­λο­νό­τι πιὸ εὔ­καμπτη καὶ μα­κρο­πρό­θε­σμη ἀ­πὸ τὴν ἀ­ξίω­ση ἐ­ξου­σί­ας, συνιστᾷ ἀ­πὸ δο­μι­κῆς πλευ­ρᾶς μο­νάχα ἕναν δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο πο­ρι­σμοῦ κυ­ρι­αρ­χι­κῆς δύ­να­μης μὲ τὰ δι­κά της νο­μι­μο­ποι­η­τι­κὰ μέ­σα· ἐ­πα­λη­θεύ­ει δὲ γε­νι­κό­τε­ρα ἡ ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση τῆς τέ­τοι­ας ἀ­ξίω­σης τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τα τῆς (δο­μι­κῶς) ἐ­πα­να­λη­πτι­κῆς κίνη­σης γιὰ τὴν ἀ­πό­κτηση αὐ­τοῦ ἀκρι­βῶς τοῦ κοι­νοῦ στοι­χεί­ου ποὺ μέ­σα στὶς συν­θῆ­κες ὀρ­γα­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας συ­νά­πτε­ται ἀ­ναγ­καῖ­α μ᾿ ἕ­να ὑ­περ­κεί­με­νο ἐ­πίπε­δο νο­μι­μο­ποί­η­σης ἢ ἕναν ὑ­πε­ρεμ­πει­ρι­κὸ θρό­νο, τὸ(ν) ὁ­ποῖ­ο προ­σπα­θεῖ ἑ­κά­στο­τε νὰ ἰ­δι­ο­ποι­η­θεῖ ὁ ἐν λό­γῳ φο­ρέ­ας μὲ τὰ δι­κά του ξε­χω­ρι­στὰ ἐρ­γα­λεῖ­α. Ἡ ἐ­πι­λο­γὴ τῶν μέ­σων καὶ ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη χρή­ση τους γιὰ τὸν πο­ρι­σμὸ δύ­να­μης προσ­δι­ο­ρί­ζει λοι­πὸν τὴν ὑ­φὴ τῆς κοι­νω­νι­κῆς ταυ­τό­τη­τας τῶν ὑ­πο­κει­μέ­νων, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­τσι συ­ναρ­τᾶ­ται κα­τ᾿ ἀ­νάγ­κη μὲ τὴν με­γα­λύ­τε­ρη ἢ μι­κρό­τε­ρη δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση ἔναντι τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου τρό­που ἄν­τλη­σης τῆς ἰσχύος ἐκ μέ­ρους ἄλ­λων ὑ­πο­κει­μέ­νων.

Μὲ βά­ση τὰ ὅ­σα ἕ­ως τώ­ρα εἴ­πα­με, ἡ ἐ­ξή­γη­ση γιὰ τὸ ὅ­τι ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς ἀν­τι­πα­ρέρ­χε­ται κά­θε μορ­φὴ στε­νὰ πο­λι­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας προ­κει­μέ­νου νὰ αὐ­ξή­σει τὴν ἰ­δί­α στὸν το­μέ­α του ἰ­σχὺ φαί­νε­ται πὼς μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­ζη­τη­θεῖ σὲ δύ­ο κύ­ρι­ες αἰ­τί­ες: α) στὴν ἀ­πὸ μέ­ρους του ἀ­κέ­ραι­α προ­γραμ­μα­τι­κὴ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ὅ­τι, ἐ­φό­σον κα­νέ­να σύ­στη­μα (πο­λι­τι­κῆς) ἐ­ξου­σί­ας δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­κλεί­σει μέ­σα του ὅ­λες τὶς δυ­να­τὲς / ση­μαί­νου­σες μορ­φὲς ἢ πλευ­ρὲς τῆς ἰ­σχύ­ος62 (βλ. προ­α­να­φερ­θέν­τα δελ­τί­α ἀρ. 4020-4021, 4029-4030), ἀ­νώ­φε­λη καὶ μά­ται­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο καὶ πέ­ρα ἡ ὁ­λό­θυ­μη, ἐμ­μα­νὴς καὶ ἀ­πο­λύ­τως ἐ­πεν­δυ­μέ­νη ἀ­ξια­κὰ ἐ­πι­δίω­ξη τῆς κα­το­χῆς καὶ κα­τα­σφά­λι­σής της, καὶ β) στὴν ἐ­πίγνω­ση ὅ­τι ἡ βα­θύ­τε­ρη, ποι­ο­τι­κό­τε­ρη καὶ πιὸ μα­κρο­πρό­θε­σμη μορ­φὴ ἰσχύος κα­τὰ κα­νό­να δὲν εἶναι πα­ρὰ ἐ­κεί­νη ποὺ βα­σί­ζε­ται τε­λι­κὰ στὸ αὐ­τό­βου­λον τοῦ ἄλ­λου νὰ τὴν πα­ράσχει, ἄ­ρα δέ­ον εἶ­ναι ν᾿ ἀ­να­ζη­τη­θεῖ σὲ χώ­ρους μὴ πο­λι­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας, ὅ­πως κα­τ᾿ ἐ­ξο­χὴν ὁ πνευ­μα­τι­κός, ὅ­που τὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ ἐξα­ναγ­κα­σμοῦ φαί­νε­ται κα­τὰ πο­λὺ ἠ­πι­ό­τε­ρο. Τὸ δεύ­τε­ρο αὐ­τὸ στοι­χεῖ­ο εἶναι ση­μαν­τι­κό, δι­ό­τι ἀ­πὸ μό­νη της ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τῆς ἀ­νε­πάρ­κειας τῆς ἐ­ξου­σί­ας νὰ πε­ρι­λά­βει ἐν­τός της ὅ­λες τὶς ἐ­πι­μέ­ρους μορ­φὲς ἢ τοὺς κρυ­στάλ­λους ἰσχύος τί­πο­τε τὸ ἀ­πο­λύ­τως δε­σμευ­τι­κὸ ἢ ἀ­ναγ­καῖ­ο δὲν προοιω­νί­ζεται γιὰ τὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς πρά­ξης πρὸς τὴν κα­τεύ­θυν­ση τῆς ἀ­πο­ποίη­σης τῆς ἐ­ξου­σί­ας – ὅ­σο καὶ ἂν αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν συ­νε­πα­γω­γὴ θὰ ἤ­θε­λαν νὰ κα­τα­στή­σουν ‘‘νο­μο­τε­λεια­κὴ’’ ἢ νο­μο­λο­γι­κὴ ἀρ­κε­τοὶ ἀν­τί­πα­λοι τῆς στρα­τευ­μέ­νης θε­ω­ρί­ας τῆς ἀ­πόφασης καὶ ὑ­πέρ­μα­χοι τοῦ συν­δι­αλ­λασ­σόμε­νου Λό­γου, δι­ε­πό­με­νοι ἀ­πὸ τὴν τυ­πι­κὴ ὀρ­θο­λο­γι­στι­κὴ προ­κα­τά­ληψη πὼς ὁ κρι­τι­κὸς ‘‘δι­α­φω­τι­στι­κὸ­ς’’ Λό­γος θὰ μπο­ροῦ­σε μιὰ μέ­ρα νὰ ἐ­ξα­λεί­ψει μὲ τὴν ‘‘σο­φί­α’’ καὶ ‘‘ὡ­ρι­μό­τη­τά’’ του ‘‘πα­ρω­χη­μέ­νες μο­νο­μέ­ρει­ε­ς’’ καὶ ‘‘ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὲς πρα­κτι­κέ­ς’’.

Ἡ προ­σε­κτι­κὴ ἐ­ξερ­γα­σί­α τῶν δύ­ο πα­ρα­πά­νω ἰ­δε­ῶν, καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα ὁ σα­φέ­στε­ρος προσ­δι­ο­ρι­σμὸς τῆς σχέ­σης τους, μᾶς πα­ρέ­χει, ὅ­πως νο­μί­ζω, κα­τάλ­λη­λο ἑρμηνευ­τι­κὸ σύ­νερ­γο γιὰ τὸ ‘‘ξε­κλεί­δω­μα’’ τῆς κον­δύ­λειας (ὄψιμης) θέ­σης πε­ρὶ ἰσχύος: Ἐ­ὰν ἡ δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι καμ­μιὰ μορ­φὴ ἐ­ξου­σί­ας δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀγ­κα­λιά­σει στὸ μορ­φο­λο­γι­κό της πλαί­σιο ἢ νὰ ‘‘ἀ­πορ­ρο­φή­σει’’ μέ­σα της κά­θε δυ­να­τό εἶδος ἰσχύος ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­πι­χεί­ρη­μα ὑ­πὲρ τῆς σχε­τι­κό­τη­τας, ἀ­νε­πάρ­κειας καὶ ἐν γέ­νει ἀ­νημ­πό­ριας τῆς ἐ­ξου­σί­ας ὡς ἐ­ξου­σί­ας νὰ κα­τα­στεῖ μό­νιμη καὶ κα­θο­λι­κὴ μορ­φὴ κυ­ρι­αρ­χί­ας, τό­τε, ἡ ἕτε­ρη δι­α­πί­στω­ση πε­ρὶ τῆς ἐν τῇ πρά­ξει συ­χνὰ με­γα­λύ­τε­ρης ἢ οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρης ἐ­πί­δρα­σης μιᾶς μὴ ἀ­νοι­χτὰ ἐ­πι­βαλ­λό­με­νης καὶ ‘‘εὐ­πλα­στό­τε­ρη­ς’’ (ἔναντι τῆς ἐ­ξου­σί­ας) ἰσχύος, ἀ­πο­τε­λεῖ, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με, ἐ­πι­χεί­ρη­μα ὑ­πὲρ τῆς θέ­σης ὅ­τι εἶναι ἐ­φι­κτὴ σχε­τι­κῶςὣς ἕ­να ση­μεῖ­ο ἡ κα­τά­κτη­ση ἑ­νὸς εἴ­δους μο­νι­μό­τε­ρης ἢ ποι­ο­τι­κό­τε­ρης ἐ­πιρ­ρο­ῆς, ἔ­στω κι ἂν ὀλι­γό­τε­ρο δε­σμευ­τι­κῆς καὶ κα­τ᾿ ἀρ­χὴν πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­ναρ­τη­μέ­νης μ᾿ ἕναν ἐ­πι­μέ­ρους το­μέ­α∙ ἀ­πο­τε­λεῖ, κον­το­λο­γίς, μι­ὰ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη ἢ με­τρι­α­σμέ­νη, ἀλ­λὰ πάν­το­τε ση­μαί­νου­σα, σχε­τί­κευ­ση τοῦ πρώ­του ἐ­πι­χει­ρή­μα­τος. Δὲν αἴρει, ἀ­σφα­λῶς, τὸ γε­νι­κῶς ἰ­σχύον καί, ἄ­ρα, πε­ρι­ε­κτι­κό­τε­ρο πρῶ­το ἐ­πι­χεί­ρη­μα, δι­ό­τι ἡ ἐν λό­γῳ σχε­τι­κό­τη­τα καὶ ἀ­νε­πάρ­κεια ἢ ἀ­δυ­να­μία ἐ­πί­τευ­ξης τῆς ἀ­πό­λυ­της ‘‘κα­θο­λι­κό­τη­τα­ς’’ κα­λύ­πτει μὲ τὸ πέ­πλο της ὄχι μο­νάχα τὴν ἐ­πι­κρά­τεια ποὺ κα­τα­λαμ­βά­νει τὸ ἑ­κά­στο­τε σύ­στη­μα ἐξου­σί­ας, πα­ρὰ καὶ τὴν ἀν­τίστοι­χη τῆς ἑ­κά­στο­τε δυ­να­τῆς μορ­φῆς ἢ πλευ­ρᾶς ἰσχύος, ὅσο ρα­φι­να­ρι­σμέ­νη ἢ σύν­θε­τη καὶ νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ τε­λευ­ταί­α∙ δη­λώ­νει, ὡ­στό­σο, ὅ­τι, μο­λο­νό­τι εἶναι πράγ­μα­τι ἀ­δύνα­τη ἡ κα­τα­σφά­λι­ση μιᾶς μό­νι­μης, κα­θο­λι­κὰ ἀ­πο­δε­κτῆς καὶ ἱ­στο­ρι­κὰ ἀ­πα­ρα­σά­λευτης θέ­σης κυ­ρι­αρ­χί­ας, ἐ­ὰν καὶ ἐ­φό­σον ὑ­πάρ­χει (σ᾿ ἕναν βαθ­μὸ του­λά­χι­στον) μιὰ ‘‘ποι­ο­τι­κό­τε­ρη’’, βα­θύ­τε­ρη καὶ πιὸ μα­κρο­πρό­θε­σμη κοι­νω­νι­κὴ ἀ­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα καὶ ἐ­πίδραση, αὐ­τὴ πρέ­πει ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖστον νὰ ἀ­να­ζη­τη­θεῖ, δυ­νά­μει τῆς ἰ­δι­αί­τε­ρης ὑ­φῆς της, μᾶλ­λον στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη σφαῖ­ρα τῆς ἰσχύος πα­ρὰ τῆς στε­νὰ νο­ούμε­νης (τ.ἔ. πο­λι­τι­κῆς) ἐ­ξου­σί­ας. Ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο καὶ πέ­ρα μά­λι­στα εἶναι ἀ­κρι­βῶς ἡ ἴ­δια ἡ κα­τά­κτηση τῆς ἑ­κά­στο­τε συγ­κε­κρι­μέ­νης μορ­φῆς ἰσχύος ποὺ de facto φα­νε­ρώ­νει μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἁ­πτὴ – χει­ρο­πια­στὴ (‘‘σαρ­κω­μέ­νη’’) της με­ρι­κό­τη­τα τὸ ἐν γέ­νει ἀ­νέφικτον τῆς κα­το­χῆς ἀ­πόλυ­της καὶ κα­θο­λι­κὰ ἀ­πο­δε­κτῆς ἰσχύος ἢ ἐ­ξου­σί­ας. Πρέ­πει ἐν­τού­τοις νὰ φθά­σει κα­νεὶς στὰ ἄ­κρα ἑνὸς προι­κι­σμοῦ ἢ τῆς καλ­λι­έρ­γειας ἑ­νὸς χα­ρί­σμα­τος γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ αἰ­σθαν­θεῖ καὶ νὰ δεί­ξει ὅ­τι εἶναι ἕνας ἐκ τῶν προι­κι­σμῶν, ἕ­να με­τα­ξὺ ἄλ­λων χα­ρι­σμά­των, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς πρέ­πει ἀ­πὸ μιὰν ὁ­ρι­σμέ­νη κα­τα­κτη­θεῖ­σα ἢ κα­τα­λη­φθεῖ­σα κοι­νω­νι­κὴ θέ­ση νὰ ἔρ­θει πρῶ­τα σὲ ρή­ξη μὲ τὴν κρα­τοῦ­σα θέ­ση ποὺ συ­νά­πτε­ται μὲ μιὰ κα­θι­ε­ρω­μέ­νη νόρ­μα γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ἀνασκοπικά ν᾿ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὸ δο­μι­κὰ κοι­νὸ ἔ­δα­φος ποὺ μοι­ρά­ζε­ται ἡ ‘‘πα­ρα­βα­τι­κὴ’’ ἢ ‘‘ἀ­πο­κλίνου­σα’’ [transgressive] αὐ­τὴ θέ­ση του μὲ τὴν ἀν­τί­στοι­χη κρα­τοῦ­σα, τὴν συν­δε­ό­με­νη μὲ τὴν ἀ­νά­λο­γη νόρ­μα (ἄ­ρα καὶ τὴν ‘‘μο­νο­μέ­ρεια’’ αὐ­τῆς τῆς ‘‘ἀ­να­τρε­πτι­κῆς’’ θέ­σης) πί­σω ἀ­πὸ τὰ ἑ­κά­στο­τε δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πε­ρι­ε­χό­με­να ἢ ἰ­δε­ο­λο­γι­κὰ πρό­ση­μα ποὺ χω­ρί­ζουν τὶς δυ­ό τους63.

Ὁ Κον­δύ­λης, μὲ ἄλ­λα λό­για, φαί­νε­ται νὰ προ­χω­ρά­ει ἐδῶ ἕ­να βῆ­μα πα­ραπέρα ἀπό τοὺς ὁμοτέχνους του: ἀ­να­γνω­ρί­ζει καὶ ὁ­μο­λο­γεῖ τὸ ἐν γέ­νει πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο τοῦ κρυ­στάλ­λου ἰσχύος ποὺ ἀν­τλεῖ ἀ­πὸ τὴν θε­ω­ρη­τι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, μο­λο­νό­τι πράγ­μα­τι θε­ω­ρεῖ πὼς αὐ­στη­ρὰ ‘‘ἐν­τὸς τῶν τει­χῶ­ν’’ τῆς ἐ­πι­στή­μης ὡς ἀ­να­ζή­τη­σης τῆς ἀ­λήθει­ας ὁ ἴ­διος ἐκ­φρά­ζει τὴν ἀ­νώ­τε­ρη θε­ω­ρη­τι­κὴ θέ­ση καὶ πὼς ἡ κοι­νω­νι­κο­ον­το­λο­γι­κὴ αὐτὴ θέ­ση δι­α­θέ­τει τὴν ξε­χω­ρι­στὴ ἰ­δι­ό­τη­τα νὰ συμ­πυ­κνώ­νει στὸ μορ­φο­λο­γι­κό της πλαί­σιο ὅλες τὶς βα­σι­κὲς δο­μὲς σκέ­ψης καὶ δρά­σης.

Στὴν ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ ἐν γέ­νει πε­πε­ρα­σμέ­νου χα­ρα­κτή­ρα τοῦ κρυ­στάλ­λου ἐ­κεί­νου ἰσχύος, τοῦ ἀπορ­ρέ­ον­τος ἀ­πὸ τὴν ὁ­λό­πλευ­ρη καλ­λι­έρ­γεια τῶν προ­σω­πι­κῶν του κλί­σε­ων καὶ ἀ­πὸ τὴν ἀ­ξι­ο­ποίηση τῶν ἰ­δί­ων δυ­να­το­τή­των, δι­α­βλέ­πει κα­νεὶς ἕ­να ἐγ­χεί­ρη­μα πέν­θους καί, πα­ράλ­λη­λα, «μιὰ δι­α­νο­η­τι­κὴ δυ­να­τό­τη­τα ἢ ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ θέ­τει κα­νεὶς ἐ­νώ­πιόν του τὴν προ­βλη­μα­τι­κὴ ἢ μά­ται­η πλευ­ρὰ τῆς ζω­ῆς [ποὺ δὲν μπο­ρεῖ πλέ­ον νὰ ἐ­ξω­ρα­ϊ­σθεῖ ἀ­πὸ τὴν κα­το­χὴ μιᾶς καὶ μό­νης μορ­φῆς ἰσχύος], ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως ὑ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὴν πε­ρίσ­σεια ὑ­γεί­α καὶ τὴν πλη­ρό­τη­τα τῆς ὑ­παρ­ξης»64. Ἐδῶ, ἀ­πὸ ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο με­τε­ρί­ζι, τὸ λε­γό­με­νο ‘‘πνευ­μα­τι­κό’’, ἐ­πι­λέ­γε­ται ὁ κοι­νὸς δρό­μος τῆς κοι­νω­νί­ας, ἐ­ὰν μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ἔ­τσι, γιὰ νὰ δει­χθεῖ ὅ­τι καί πῶς ἀ­πο­σύ­ρε­ται κα­θένας στὴν ἰ­δι­ω­τι­κό­τη­τά του γιὰ νὰ περ­πα­τή­σει τὸν δρό­μο τῆς κοι­νω­νί­ας στὸ ‘‘σπί­τι’’ ἢ τὸ ὑ­παρ­ξια­κό του κα­βού­κι πρὶν τὸν διαβεῖ ἐκ νέου –ἀφήνοντας τού­τη τὴ φο­ρὰ διακριτὰ ἴ­χνη– ἔ­ξω ἀ­π᾿ τὸ προσωπικό του καταφύγιο, ἀ­τά­ρα­χα τιμώντας τὴν ἐ­πα­νά­ληψη τῆς Ἱ­στο­ρί­ας.

Μπο­ροῦ­με ἐδῶ νὰ ποῦ­με, ὄ­χι δί­χως κά­ποι­α αὐ­το­πε­ποί­θη­ση, ὅ­τι φαί­νε­ται νὰ ἔ­χου­με δύ­ο λει­τουρ­γί­ες ἢ στιγ­μὲς ἐγ­γρα­φεῖ­σες στὴν –διὰ τοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ ἐ­νερ­γή­μα­τος τῆς πε­ρι­γρα­φι­κῆς θε­ω­ρί­ας καὶ τῆς δη­μο­σι­ο­ποί­η­σής του– ἄ­σκη­ση ἰσχύος ἀ­πὸ μέ­ρους τοῦ Κον­δύ­λη, μιὰ «ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ» καὶ μι­ὰ «ἐ­σω­τε­ρι­κή», ποὺ συ­νυ­πάρ­χουν, ἐ­ναλ­λάσ­σον­ται, ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ροῦνται καὶ ἐ­νί­ο­τε ‘δι­ο­λι­σθαί­νου­ν’ ἀ­θό­ρυ­βα ἡ μιὰ στὴν ἄλ­λη: ὁ πο­ρι­σμὸς ἰσχύος ἀφε­νὸς λαμ­βά­νει χώ­ρα μέ­σα ἀ­πὸ τὸν νο­μο­ποι­η­τι­κὸ-κα­θο­λι­κευ­τι­κὸ [legislative] χα­ρα­κτή­ρα τῆς ίδιας τῆς πρά­ξης καὶ τὸν ἀν­τίστοι­χό της τρό­πο πα­ρου­σί­α­σης∙ ἐν προ­κει­μέ­νῳ, δη­λα­δή, μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­κοίνω­ση τῶν πο­ρι­σμά­των τῆς θε­ω­ρί­ας στὴν κοι­νό­τη­τα καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα τὰ πνευ­μα­τι­κά της θέ­σμια (συ­νε­πεί­ᾳ τῆς καλ­λι­έρ­γειας μιᾶς δε­ξι­ό­τη­τας γι᾿ ἀ­πό­κτη­ση γνώ­σης καὶ συ­νε­πῆ λο­γι­κὴ σκέ­ψη) ἀ­να­δύ­ε­ται τὸ πρό­σω­πο ποὺ κο­μί­ζει τοὺς ἐν λό­γῳ καρ­ποὺς τῆς θε­ω­ρη­τι­κῆς συγ­κο­μι­δῆς, δη­λώ­νον­τας ἔ­τσι τὴν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τά του ἔναντι τῶν ἄλ­λων στὸν συγ­κε­κρι­μέ­νο το­μέ­α τῆς κοι­νω­νι­κῆς πα­ρα­γω­γῆς / δρα­στη­ρι­ό­τη­τας, στὴν βά­ση τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­ξι­ώ­νει δε­σμευ­τι­κό­τη­τα∙ ἀ­φε­τέ­ρου, ὁ πο­ρι­σμὸς ἰσχύος λαμ­βά­νει χώ­ρα ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἐν γέ­νει με­ρι­κό­τη­τας αὐ­τῆς τῆς ἐ­πί­δο­σης ἢ τοῦ ἐν λό­γῳ καλ­λιερ­γη­μέ­νου χα­ρί­σμα­τος (τοῦ συ­να­πτο­μέ­νου μὲ τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο ποιὸν τῆς θε­ω­ρί­ας) καὶ προ­δί­δει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα αὐ­το­σχε­τί­κευ­σης ἢ τὸ δι­α­θέ­σι­μο στὸν φο­ρέ­α ἀ­πό­θεμα νὰ μπο­ρεῖ νὰ βλέ­πει τὸν ἑ­αυ­τό του ὡς Ἄλ­λον μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὑ­πό­δυση ἕτε­ρου κοι­νω­νι­κοῦ ρό­λου.

Σ᾿ ἕ­να πρῶ­το ἐ­πίπε­δο ἀνάγνω­σης, ἡ πρώ­τη στιγ­μὴ φαί­νε­ται νὰ εἶναι ἡ «ἐ­ξω­τε­ρι­κή», ἐ­κεί­νη δη­λα­δὴ στὴν ὁ­ποί­α ἡ ἰ­σχὺς ἀν­τλεῖ­ται ἐκ τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σης ποὺ πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν πει­θὼ ἢ τὴν ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γι­κὴ ‘‘κα­θυ­πό­τα­ξη’’ τοῦ Ἄλ­λου, ἐ­νῶ ἡ δεύ­τε­ρη, ἡ «ἐ­σω­τε­ρι­κή», ἐ­κεί­νη στὴν ὁ­ποί­α ἡ ἰ­σχὺς ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ τὴν ἱκα­νό­τη­τα τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου νὰ ‘‘ἀ­νοί­γε­ται’’ στὸν ἑ­αυ­τό του καὶ νὰ τὸν κα­θι­στᾷ ἕτοι­μο ν᾿ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὴν προ­ο­πτι­κό­τη­τα τῆς πρά­ξης του. Φαί­νε­ται, ὡστόσο, οἱ δύ­ο πα­ρα­πά­νω ‘‘στιγ­μὲς’’ ἢ λει­τουρ­γί­ες νὰ εὑ­ρί­σκον­ται με­τα­ξύ τους σὲ δι­α­λε­κτι­κὴ ἀλ­λη­λε­πί­δρα­ση τό­σο ποὺ φθά­νει νὰ μὴν εἶναι πάν­το­τε ὁρα­τό ποῦ ἐν­το­πί­ζε­ται κά­θε φο­ρὰ τὸ πρό­σω­πο καὶ ποῦ τὸ προ­σω­πεῖ­ο, ποιά ἑ­στί­α τρο­φο­δο­τεῖ τὴν ἄλ­λη ἢ ποι­ά βλέ­πε­ται ὡς βα­θύ­τε­ρη καὶ ἄ­ρα πιὸ προ­σω­πι­κὰ ἐ­πεν­δυ­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἔ­πο­ψη τοῦ πο­ρι­σμοῦ ταυ­τό­τη­τας. Ἔτσι λ.χ. τὸ στοι­χεῖ­ο ποὺ θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι ὁ Ἄλ­λος ἐ­κλαμ­βά­νει ὡς ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου προ­σπο­ρί­ζου­σα σὲ αὐ­τὸ τὴν κα­τ᾿ ἐ­ξο­χὴν προ­νο­μια­κὴ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ θέ­ση, τὸ ἴ­διο τὸ ὑ­πο­κεί­με­νο μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τι­κρί­ζει ὡς μέ­σον αὐ­το­ε­ξα­πάτησης, ἐ­κεῖ δη­λα­δὴ ποὺ ὁ Ἄλ­λος ὑ­πο­λαμ­βά­νει μιὰ πρά­ξη ὡς κύρια πη­γὴ αὐ­το­πραγ­μά­τω­σης τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου ἢ ὄ­χη­μα ὑ­πε­ρο­χῆς καὶ κοι­νω­νι­κῆς του κα­τίσχυσης, ἐ­κεῖ τὸ ἴ­διο τὸ Ἐ­γὼ μπο­ρεῖ νὰ βλέ­πει μο­νά­χα ἕναν τό­πο τῆς ἑτε­ρο­γο­νί­ας τῶν σκο­πῶν καὶ μι­ὰ γω­νιὰ χα­μο­γε­λα­στῆς σύμ­πτω­σης ἢ κο­σμι­κῆς εἰ­ρω­νεί­ας, ὅ­πως ἄλ­λω­στε κι ἀν­τί­στρο­φα: ἐ­κεῖ ποὺ ὁ Ἄλ­λος ἐν­το­πί­ζει ἕ­να πλῆγ­μα κο­σμο­ει­κό­νας καὶ μιὰ δι­α­σπα­στι­κὴ ὀ­πὴ ταυ­τό­τη­τας τοῦ Ἐ­γώ, ἐ­κεῖ μπο­ρεῖ τὸ ὑ­πο­κεί­με­νο νὰ βρί­σκει τὴν πιὸ ἰ­δι­αί­τε­ρη πτυ­χὴ τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας του.

Τί ση­μαί­νουν ὅ­λα αὐ­τὰ γιὰ τὸ προ­κεί­με­νο; Ση­μαί­νουν ἁ­πλού­στατα ὅ­τι στὴν ἴ­δια τὴν πρά­ξη τοῦ Κον­δύ­λη νὰ ἀ­να­κοι­νώ­σει τὰ πο­ρί­σμα­τα τῆς ρη­ξι­κέ­λευ­θης θε­ω­ρί­ας του συ­νυ­πάρ­χουν καὶ ἀλ­λη­λο­δι­α­πλέ­κον­ται μι­ὰ στιγμή ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κει ὑ­πε­ρο­χὴ ἔναντι τῶν ἄλ­λων καὶ μιὰ στιγ­μή ποὺ ἐκ­φρά­ζει τὴν βούλη­ση ἀ­πο­δο­χῆς τῆς μα­ται­ό­τη­τας τῆς πα­ρα­πά­νω ἐ­πι­δίω­ξης στὴν ἀρ­χι­κή της ἔννοια, ἀπορρεούσης τῆς δευτέρας ἀ­πὸ τὴν ἐ­πίγνωση τῆς με­ρι­κό­τη­τας τῆς ἀ­πο­κτη­θεί­σας ἰσχύος, τῆς δο­μι­κῆς κοι­νο­το­πί­ας καὶ τῆς προ­φά­νειας τῆς ἐ­πα­να­λη­πτι­κῆς ἱ­στο­ρι­κὰ τρο­χιᾶς μιᾶς ἀ­νά­λο­γης κίνησης. Τὸ ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το ἐδῶ εἶ­ναι ὅ­τι κά­θε φο­ρὰ ποὺ ὁ τρό­πος πα­ρου­σί­α­σης τῆς θε­ω­ρί­ας του τείνει ν᾿ ἀ­να­σύ­ρει τὴν στιγ­μὴ τῆς θέ­λησης γιὰ συμ­φι­λί­ω­ση μὲ τὴν μα­ται­ό­τη­τα καὶ τὴν δο­μι­κὴ κοι­νο­το­πί­α65, τό­τε ἀ­κρι­βῶς μὲ μιὰ βα­θύ­τε­ρη ἢ ἰ­δι­ό­τυ­πη ἔν­νοι­α εἶναι ποὺ ἀ­να­δί­δε­ται, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον, ἡ αἴσθη­ση καὶ τὸ πά­θος μιᾶς ὑ­πέρ­τα­της καὶ μα­νι­α­σμέ­νης προ­σω­πι­κῆς φι­λο­δο­ξί­ας καὶ κρύ­φιας ἐλ­πί­δας γιὰ ὑ­πε­ρο­χὴ κι ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα, ἐ­νῶ, ἀ­πε­ναν­τίας, ὅ­ταν ὁ ρη­τὰ ἐκ­πε­φρα­σμέ­νος στό­χος εἶναι νὰ ἀ­πο­θε­ω­θεῖ ἡ ἰ­σχὺς καὶ νὰ ὑ­πο­γραμ­μι­σθεῖ πο­λε­μι­κὰ (ἔναντι τῶν ἠ­θι­κο­λο­γι­κῶν, τού­τη τὴ φο­ρά, αἰ­τι­ά­σε­ων) ἡ ἀ­να­πό­δρα­στη ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὴ ἀ­νάγ­κη γιὰ ἐ­πι­κρά­τηση καὶ ἐ­πι­βο­λή, συ­χνὰ ἐ­κεῖ, ἀ­θέ­λη­τα ἢ ἀ­νε­πί­γνω­στα καὶ πάν­τα ἔμ­με­σα, θάλ­λει ἕ­να αἴ­σθη­μα ‘‘κε­νοῦ’,’ ἔλ­λει­ψης νο­ή­μα­τος ἢ μα­ται­ό­τη­τας ὡς τὸ ὑ­πό­βα­θρο ἐ­κεῖ­νο ἢ τὸ προ­η­γη­θὲν status ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­δι­ώ­κε­ται νὰ ἀ­πο­σπα­σθεῖ ἡ ὕπαρ­ξη διὰ τῆς ἀ­νά­δει­ξης τῆς ἔννοιας τῆς κοι­νω­νι­κῆς κα­τί­σχυ­σης, προ­τασ­σομένης, σὲ τε­λι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση, τῆς λο­γι­κῆς τοῦ ‘‘κα­λύ­τε­ρα (ὑ­πο)ταγ­μέ­νος ἢ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νος στὸ κο­σμι­κὸ παι­χνί­δι τῆς ἰσχύος, πα­ρὰ δί­χως κα­θό­λου προ­σα­να­το­λι­σμό’’66. Ἐν­δέ­χε­ται, βέ­βαι­α, νὰ μὴν ἰ­σχύ­ει πάν­το­τε αὐ­τό, νὰ ὑπάρ­χουν τ.ἔ. πε­ρι­πτώ­σεις στὶς ὁ­ποῖ­ες τὰ κοι­νο­ποι­η­μέ­να λό­για ἐν πολ­λοῖς συμ­πί­πτουν μὲ τὴν ἰδία ἐ­σώ­τε­ρη πε­ποί­θη­ση, ὡ­στό­σο καὶ τότε, ἡ ἀ­νάλο­γη ‘‘σύμ­πτω­ση’’ ἢ ‘‘εἰ­λι­κρί­νεια’’ μπο­ρεῖ νὰ ἐμφανισθεῖ μό­νον καὶ μό­νον ἐ­πει­δὴ ἡ πε­ριρ­ρέ­ου­σα ἀ­τμό­σφαι­ρα ἔ­χει ὑ­πο­βάλ­ει ὡς αὐ­το­νο­ή­τως ἰσχύ­ου­σα τὴν ἀ­νάγ­κη υἱοθέτησης τῆς ἑκάστοτε ἀντίστροφης πεποίθησης (λ.χ. τὸ ‘‘δέον’’ τῆς ἀναίρεσης, ἀ­να­θε­ώ­ρη­σης ἢ –ἔ­στω– συμ­πλήρω­σης [διὰ ἐ­πι­πρό­σθε­των πρά­ξε­ων] μιᾶς ὁ­ρι­σμέ­νης κρα­τού­σας ἀντίληψης πραγμάτων)∙ μό­νον καὶ μόνον, δηλαδή, ἐ­πει­δὴ τὸ λε­κτι­κὸ / γλωσ­σι­κὸ ἐ­νέρ­γη­μα προ­ϋ­πο­θέ­τει στὶς δο­νή­σεις καὶ μι­ὰ ‘‘πο­λε­μι­κὴ’’ αἰχ­μὴ ἢ μιὰ ἀ­να­φο­ρι­κό­τη­τα πρὸς κά­τι, παρουσιαζόμενο τελικὰ ν᾿ ἀν­τι­στρα­τεύεται τὸ ἤδη ἰσχύον ἢ νὰ τὸ συμπληρώνει, συνυπάρχοντας πάντως στὴν αὐτὴ συνάρτηση μὲ κάτι ποὺ εἶχε προ­η­γη­θεῖ καὶ στὴν πρά­ξη ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ μέ­χρι τὰ τό­τε ὡς θέ­σφα­το.

Ὅ­πως καὶ νὰ ἔ­χει, μᾶς φαί­νε­ται γε­νι­κὰ σω­στὸ νὰ ποῦ­με ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μι­ὰ στιγ­μὴ «αὐ­το­φα­νέ­ρω­σης» καὶ μιὰ στιγ­μὴ «αὐ­το­α­πό­κρυ­ψης» – δηλ. μιὰ ἀμ­φιρ­ρέ­πεια στὸν τρό­πο πα­ρου­σί­α­σης τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης θε­ω­ρη­τι­κῆς πρά­ξης (προ­δι­δό­με­νη ἄλ­λω­στε κι ἀ­πὸ τὸν πο­λε­μι­κὸ τό­νο τοῦ συγ­γρα­φέ­α) – σὲ κά­θε ­δή­λω­ση ὑ­πε­ρο­χῆς ἀ­πορ­ρέ­ου­σας τό­σο ἀ­πὸ τὴν ἰ­δί­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα ὅ­σο καί, ἀν­τί­στρο­φα, ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­δο­χὴ τῆς ἀ­δυ­να­μίας ἀ­να­γό­ρευ­σης ἀ­νά­λο­γης ὑ­πε­ρο­χῆς σὲ ἀπό­λυ­τη ἰ­δί­α ‘‘κα­θο­λι­κό­τη­τα’’ ἢ ‘‘παν­το­δυ­να­μία’’, μὲ δε­δο­μέ­νο πάν­το­τε ὅ­τι ἡ κα­τά­κτη­ση τῆς τε­λευ­ταί­ας, ἄ­ρα καὶ τῆς ἀ­μέριστης / ἀ­κα­τα­νέ­μη­της ‘‘κεν­τρι­κό­τη­τα­ς’’ τῆς ἰ­δί­ας προ­ο­πτι­κῆς στὸ κοι­νω­νι­κὸ πε­δί­ο, ὑ­πῆρ­ξε πράγ­μα­τι τὸ παι­διόθεν σο­βα­ρὸ ὄ­νει­ρο κά­θε ἀν­θρώ­που ποὺ δὲν κα­τα­δέ­χε­ται νὰ αὐ­το­πα­ρα­μυ­θι­ά­ζε­ται πὼς τά­χα δὲν ἦταν αὐ­τό. Κά­θε μιὰ στιγ­μὴ (ἐ­πι­δίω­ξη ὑ­πε­ρο­χῆς δυ­νά­μει τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς κα­τί­σχυ­σης ὅσο καὶ δυ­νά­μει τῆς ὑ­στε­ρο­γε­νοῦς σχε­τί­κευ­σής της) δὲν μπο­ρεῖ λοιπόν νὰ νο­η­θεῖ ὡς ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πὸ τὸν ἑ­κά­στο­τε πο­λε­μι­κὸ ἀ­πο­δέ­κτη.

* * *

Ἔ­χον­τας αὐ­τὰ ὑ­πό­ψη, θὰ μπο­ρού­σα­με τώ­ρα, συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά, νὰ ἀ­πο­φαν­θοῦ­με –ξα­να­πι­ά­νον­τας τὸ ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὸ ζεῦ­γος ‘‘ἰ­σχὺς – ἐ­ξου­σί­α’’ – ὅτι ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κε­ται τε­λι­κὰ εἶναι ἡ ἰ­σχὺς μὲ –ἐν μέ­ρει– ὅ­ρους ἐ­ξου­σί­ας, τ.ἔ. δε­σμευ­τι­κό­τη­τας. Πά­ει νὰ πει: ἐ­πι­ζη­τεῖται ἡ ἰ­σχύς, ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο καὶ πέ­ρα του­λά­χι­στον, μὲ τρό­πο τέ­τοι­ο ὥ­στε νὰ μὴν θεωρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους καί, ἐν τέ­λει, ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο τὸ ὑ­πο­κεί­με­νο ὡς ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἀντλεῖ κα­νεὶς ἐ­πει­δὴ καὶ μό­νον δὲν (μπο­ρεῖ νὰ) δι­α­θέ­τει ἐ­ξου­σί­α, πα­ρά, ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὡς ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἀν­τλεῖ κά­ποι­ος δι­ό­τι –ἂν καὶ γνω­ρί­ζει τὴν με­γά­λη ση­μα­σί­α τῆς ἐ­ξου­σί­ας ἢ ὅ­τι ὁ ἴ­διος (θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ) δι­α­θέ­τει ση­μαν­τι­κὸ κρύ­σταλ­λο θε­σμι­κὰ δε­σμευ­τι­κῆς κοι­νω­νι­κῆς ἰσχύος (με­τερ­χό­με­νος λ.χ. καὶ ἄλ­λα μέ­σα)– ‘‘αὐ­το­βούλως’’ ἀ­πο­ποι­εῖ­ται τὸν ἐν λό­γῳ κρύσταλ­λο ἐ­ξου­σί­ας σ᾿ ἕναν βαθ­μό, χά­ριν μιᾶς δι­α­φο­ρε­τι­κῆς, ‘‘μο­νι­μό­τε­ρη­ς’’ καὶ ‘‘ποι­ο­τι­κό­τε­ρη­ς’’ μορ­φῆς ἰσχύος στὴν ὁ­ποί­α προσ­δί­δον­ται πλέ­ον ση­μαί­νον­τα προ­νο­μια­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς δε­σμευ­τι­κό­τη­τας τῆς ἐ­ξου­σί­ας.

με­ρι­κὴ αὐ­τὴ ἀ­πο­ποί­η­ση συ­νε­πά­γε­ται ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὁ­ρι­σμέ­νες κοι­νω­νι­κὲς θυ­σί­ες ἢ πα­ρα­χω­ρή­σεις ποὺ δὲν μπο­ροῦν πα­ρὰ νὰ μεί­νουν ἀ­νε­κλο­γί­κευ­τες∙ ἡ ἀ­νά­λη­ψη τοῦ ὅ­ποιου αὐ­τοῦ κό­στους, ὡ­στό­σο, ἀν­τι­κρί­ζε­ται ὡς ἕνας «ἀ­νώ­τε­ρος πραγ­μα­τι­σμός»67. Μο­νά­χα ἔ­τσι ἡ ἰ­σχὺς μπο­ρεῖ τε­λι­κὰ νὰ ἰ­δω­θεῖ ὡς εὐ­ρύ­τε­ρη καὶ (στὴν προ­ο­πτι­κὴ θε­ώ­ρη­ση τοῦ φο­ρέ­α της) ‘‘πε­ρι­ε­κτι­κό­τε­ρη’’ ἢ ‘‘ἀ­νώ­τε­ρη’’ τῆς ἐ­ξου­σί­ας, ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς κα­τορ­θώ­νει σ᾿ ἕναν βαθ­μὸ νὰ με­τα­το­πί­ζει τὸ κέν­τρο βά­ρους τῆς τε­λευ­ταί­ας χω­ρὶς ἐν ταυ­τῷ νὰ ἀ­πο­ποι­εῖ­ται συλ­λή­βδην τὸ εἰ­δο­ποι­ό της στοι­χεῖ­ο, τ.ἔ. ἐκεῖ­νο τῆς δε­σμευ­τι­κό­τη­τας. Ἀ­πὸ αὐ­τὸ πά­λι ἀ­βί­α­στα συ­νά­γε­ται ὅ­τι ὅ­σο πιὸ πο­λὺ προ­χω­ρά­ει τὸ πνεῦ­μα, τό­σο πιὸ βα­θιά, σύν­θετη, πο­λυ­δαί­δαλη καὶ πολυμερὴς φαί­νε­ται νὰ εἶναι ἡ ἐ­πι­ζήτη­ση τῆς ἰσχύος ποὺ δι­α­πο­τί­ζει τὴν ἄσκη­ση τῆς θε­ω­ρη­τι­κῆς – ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς πρα­κτι­κής68. Γιὰ τοῦ­το ἀκρι­βῶς ἤ­ξε­ρε ὁ Κον­δύ­λης κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον ὅ­τι μὲ τὴν θε­ω­ρί­α του δὲν αἴρει τὶς συγ­κρού­σεις –οὔ­τε καὶ προ­σπά­θη­σε ἄλ­λω­στε πο­τέ νὰ δεί­ξει ὅ­τι εἶ­χε σκο­πὸ νὰ τὶς ἐ­ξο­βε­λί­σει– πα­ρὰ μο­νάχα τὶς ἐ­κλε­πτύ­νει, τὶς ἀ­ναβιβάζει σ᾿ ἕ­να ἄλ­λο ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γι­κὸ ἐ­πί­πε­δο, καθιστώντας τες πιὸ ‘‘πνευ­μα­τι­κέ­ς’’69. Καὶ μέ­σα σ᾿ ὅ­λα αὐ­τά, ὑ­πο­δαυ­λί­ζει τὸν πό­θο γιὰ ἕ­να οὐ­το­πι­κό τους ξε­πέ­ρα­σμα (ἕ­να ξε­πέ­ρα­σμα τῶν συγ­κρού­σε­ων ποὺ δὲν πρόκειται νὰ ἔρ­θει μα­κά­ρι τί), ἀ­να­δει­κνύ­ον­τας τὴν στιγ­μὴ τῆς σχε­τι­κό­τη­τας, τῆς μα­ται­ο­δο­ξί­ας καὶ τῆς δο­μι­κῆς κοι­νο­το­πί­ας, τὴν ἰ­δέ­α τοῦ ἀ­ΐδιου κύ­κλου καὶ τὴν ἐ­ξαί­σια στιγ­μὴ τοῦ αὐτοσαρκασμοῦ ποὺ κατακλύζει κά­ποι­ον ὅ­ταν ἡ ὁ­λο­έ­να ἀ­να­πτυσ­σό­με­νη θέρ­μη τῆς ἐ­πα­να­λη­πτι­κῆς κίνησης νι­ώ­θει νὰ τὸν ση­κώ­νει γιὰ ἕ­να δέ­κα­το τοῦ δευ­τε­ρο­λέ­πτου πά­νω ἀ­π᾿ ὅλες τὶς γή­ι­νες τρα­γω­δί­ες. Εἶναι τό­τε ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στὸν θε­ω­ρη­τι­κὸ πα­ρα­τη­ρη­τὴ πὼς ἡ θαρ­ρα­λέ­α αὐ­το­σχε­τί­κευ­ση τοῦ δρῶν­τος ὑ­πο­κει­μέ­νου προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν (λα­θραί­α) με­τα­φο­ρὰ τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας ἢ ἀ­πό­δο­σης αὐ­το­α­ξί­ας του σ᾿ ἕ­να ἄλ­λο, ἀ­θέ­α­το, μέ­ρος (πρβλ. καὶ τὸ προ­α­να­φερ­θὲν δελ­τί­ο ἀρ. 4710)∙ κι εἶ­ναι ἐδῶ ἀ­κρι­βῶς ποὺ ἡ αὐ­τό­βου­λη ἔκ­θε­ση τοῦ κοι­νω­νι­κῶς δρῶν­τος Ἐ­γὼ (στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: ἑ­νὸς μέ­ρους του) στὴν πνευ­μα­τι­κὴ λι­α­κά­δα τῆς σκε­πτό­με­νης κοι­νό­τη­τας δεί­χνε­ται ἢ ἐ­κλαμ­βά­νε­ται ὡς ἰ­δι­ό­τυ­πη μορφὴ αὐ­το­α­πό­κρυ­ψης, τέ­τοι­ας ποὺ κά­νει τὸν ἐν λό­γῳ πα­ρα­τη­ρη­τή νὰ ἀνα­φω­νή­σει αὐ­θόρ­μη­τα – ἀν­τι­στρέ­φον­τας τὴν ρή­ση τοῦ Αὐ­στρια­κοῦ ‘‘ὁ­μο­τέ­χνου’’ του: «Εἴ­θε νὰ δοῦν κι οἱ ἄλ­λοι κά­πο­τε ἐ­κεῖ­νο ποὺ βρί­σκε­ται μπρο­στὰ στὰ δι­κά μου μά­τια!»70∙ δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νο ποὺ αὐ­τὸς ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται εἶ­ναι πὼς ἐδῶ ὁ φο­ρέ­ας τῆς ‘‘αὐ­το­σχε­τί­κευ­ση­ς’’ «δεί­χνει τὴν μά­ται­η πλη­γὴ στὸν ἥ­λιο»71, φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­πο­λύ­τως πα­ρο­πλι­σμέ­νος, σὰν ἕνας ὅ­μως γε­μά­τος πίστη στὴν ζω­ὴ σύγ­χρο­νος Προ­μη­θέ­ας ποὺ πε­ρι­μέ­νει τοὺς συ­νει­δη­σια­κοὺς Ἡ­ρα­κλεῖς του.

Ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὁ­πωσ­δή­πο­τε τρο­φο­δο­τεῖ ψυ­χο­λο­γι­κὰ τὸ κί­νη­τρο τοῦ Κονδύ­λη νὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος κι ἀ­συγ­κρά­τη­τος τὴν δι­α­σκε­πτι­κή του δια­δρο­μὴ εἶναι πὼς ἔ­χει στὸ κα­τό­πι του πο­λε­μι­κὸ ἀ­πο­δέ­κτη τὴν ἀ­λα­ζο­νεί­α ἢ ἐ­παρ­ση τῶν (ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῶν) γρα­φιά­δων καὶ τὴν κα­χυ­πο­ψί­α τῶν ὀχυ­ρω­μέ­νων πί­σω ἀ­πὸ τὶς κρα­τοῦ­σες νόρ­μες ἐ­πι­στη­μο­νι­στῶν-θε­τι­κι­στῶν. Κά­θε πρά­ξη ἀ­πο­τε­λεῖ πάν­το­τε μιὰ ἀν­τί-δρα­ση καὶ ἔ­χει στὸ βά­θος –καὶ στὸ ἴ­διο τὸ ὑ­παρ­ξια­κό της ρί­ζω­μα– πο­λε­μι­κὸ ἀ­πο­δέ­κτη πρὸς τὸν ὁποῖ­ο ρη­τὰ ἢ ὑ­πόρ­ρη­τα ἀ­να­φέ­ρε­ται. Ἔ­τσι κι ἐδῶ, ο Κον­δύ­λης εἶναι σὰν νὰ λέ­ει: «Ἂς μι­λή­σω λοι­πὸν στὴν γλῶσ­σα τῶν γρα­φιά­δων, ὄ­χι δι­ό­τι ἔ­χω νὰ προ­τεί­νω κά­τι ὅ­λως ἄλ­λο, πα­ρὰ γιατὶ ἐ­πι­θυ­μῶ νὰ χτυ­πή­σω παι­χνι­δι­ά­ρι­κα τὴν ἀ­λα­ζο­νεί­α ἐ­κεί­νη ποὺ ἀρ­νεῖ­ται ν᾿ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὴν μα­ται­ο­δο­ξί­α της, προ­κει­μέ­νου πά­λι νὰ τὴν ἀ­φή­σω ἐ­λεύ­θε­ρη με­τὰ δύ­ο-τρί­α χτυ­πή­μα­τα, ἁ­πλῶς καὶ μό­νον γιὰ νὰ αἰ­σθαν­θεῖ τὴν ση­μα­σί­α τοῦ χτυ­πή­μα­τος γε­νι­κὰ ὡς προ­πομ­ποῦ μιᾶς βα­θύτερης ἐ­πι­κείμε­νης ‘‘ἥτ­τα­ς’’. Ἂς παί­ξω τὸ παι­χνί­δι τού­των τῶν λε­ξι­λά­γνων κύ­κλων, ἂς νι­κή­σω στὴν δι­κή τους ἕδρα γιὰ νὰ δεί­ξω ἐν­τέ­λει ὅ­τι αὐ­τὸ δὲν εἶναι πα­ρὰ ἕ­να ἐ­πι­μέ­ρους παι­χνί­δι καί πὼς τὴν ἧτ­τα τους αὐ­τὴ μᾶλ­λον δὲν θά ᾿πρε­πε νὰ τὴν πά­ρουν κα­τά­καρ­δα πα­ρὰ σὰν μι­κρο­γρα­φί­α ἢ σῆ­μα μιᾶς γε­νι­κό­τε­ρης ἀ­πώ­λειας, ἐ­κεί­νης ποὺ φέρ­νει μα­ζί του τὸ ἀ­δή­ρι­το τσου­νά­μι τοῦ πε­πε­ρα­σμέ­νου χα­ρα­κτῆ­ρα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ἐγ­χει­ρη­μά­των (τὰ ὁ­ποῖ­α καὶ –ὡς θά ᾿λε­γε ὁ Nietzsche– στή­θη­καν ἐ­πά­νω στὴν πλά­τη μιᾶς κοι­μώ­με­νης φά­λαι­νας), σχε­τι­κεύ­ον­τας ἔ­τσι κά­θε ἔν­νοι­α ‘‘ἀ­πό­λυτης ἰσχύος’’ ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος ὅ­μως μιᾶς ἐ­πι­μέ­ρους ὑ­πέρ­τε­ρης θε­ω­ρη­τι­κῆς προ­ο­πτι­κῆς. Ἂς τοὺς κά­μω μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ νὰ αἰ­σθαν­θοῦν μὲ μιὰν ἄλ­λη σο­βα­ρό­τη­τα ἢ ὑ­παρ­ξια­κὴ ἑ­τοι­μό­τη­τα τὸ νό­η­μα τῶν στί­χων: «Κά­νε ἅλ­μα πιὸ γρή­γο­ρο ἀ­πὸ τη φθο­ρά, [ἐν­θυ­μού­με­νος πάν­τα πὼς] τὸ κε­νὸ ὑ­πάρ­χει ὅσο δὲν πέ­φτεις μέ­σα του»72. Τρα­βών­τας ἴ­σα­με τὶς ἐ­σχα­τι­ές της τὴν δι­α­σκε­πτι­κὴ δι­α­δρο­μὴ ὁ Κον­δύ­λης προ­σπα­θεῖ ν᾿ ἀν­τλή­σει ἰ­σχὺ μὲ ἐν μέ­ρει μό­νον –ὅ­πως ἤ­δη εἴ­πα­με– ὅ­ρους ἐ­ξου­σί­ας (στὸ μέ­τρο ποὺ ὁ το­μέ­ας τοῦ πνεύ­μα­τος λ.χ. τι­μᾶ­ται κοι­νω­νι­κὰ μὲ τρό­πο ἁπτό). Ἐ­πι­λέ­γει λοι­πὸν τὸν ‘‘γε­νι­κὸ ἐ­πη­ρε­α­σμὸ’’ ἔναντι τοῦ βρα­χυ­πρό­θε­σμου ‘‘δε­σμευ­τι­κοῦ’’ τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ τῶν συμ­βα­τι­κῶν πνευ­μα­τι­κῶν θυ­λά­κων τῆς τε­λευ­ταί­ας, δί­χως, ὡ­στό­σο, νὰ χά­νει τε­λι­κὰ ἀ­πὸ τὰ μά­τια του τὰ ὅ­ρια καὶ τὴν ἐν γέ­νει σχε­τι­κό­τη­τα τῆς ἀ­ξί­ας καὶ ση­μα­σί­ας καὶ τῆς δι­κῆς του ἀ­κό­μη θε­ω­ρη­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας ἐ­πει­δὴ καὶ μό­νον προ­βαί­νει στὸ τέ­τοι­ο πο­λε­μι­κὸ καὶ ‘‘πε­ρι­χα­ρα­κω­τι­κὸ’’ ἐγ­χεί­ρη­μα.

Πῶς γί­νε­ται ὅ­μως, ἐ­πὶ τῆς οὐ­σί­ας, κά­ποι­ος νὰ αἰ­σθά­νε­ται ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος σ᾿ ἕναν το­μέ­α –καὶ δὴ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ– καὶ ταυ­τό­χρο­να, μὲ μι­ὰ ὁρισμένη ἔν­νοι­α, ὁ πιὸ κοι­νὸς ἄν­θρω­πος – δι­α­τη­ρών­τας ἀ­κέ­ραι­α τὴν ἐ­πί­γνω­ση πὼς τὸν ὅ­ποι­ο ση­μαί­νον­τα κρύ­σταλ­λο ἰσχύος ἀν­τλεῖ, τὸν ὀ­φεί­λει κα­τ᾿ ἐ­ξο­χὴν κι αὐ­στη­ρὰ σὲ μιὰν ἐ­πι­μέ­ρους ἐ­πίδο­ση ἢ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νη δε­ξι­ό­τη­τα; Φαί­νε­ται, ἀ­λή­θεια, νὰ αἰ­σθά­νε­ται κάπως ἔ­τσι ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στής; Ἡ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἀ­πό­κρι­ση, στὸ πλαί­σιο ὄ­ψι­μης συ­νέν­τευ­ξής του, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α «ὅ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι δρα­στη­ρι­ο­ποι­οῦν­ται φι­λο­σο­φι­κὰ δὲν συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἀ­π᾿ ὅ,τι ὅ­ταν ἐ­νερ­γοῦν πο­λι­τι­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ» στὸν βαθ­μὸ ποὺ κι ἐ­κεῖ­νοι «λαμ­βά­νουν μιὰ θέ­ση, ἡ ὁ­ποί­α συμ­φω­νεῖ μὲ τὶς θέ­σεις με­ρι­κῶν ἀν­θρώ­πων καὶ συ­νά­μα στρέ­φε­ται ἐ­ναν­τίον ἄλ­λων», κα­θὼς καὶ ἡ συ­να­φὴς μὲ αὐ­τὴν ἀ­πό­φαν­ση ὅ­τι «ἡ δο­μὴ τῆς φι­λο­σο­φι­κῆς πρά­ξης ὑ­περ­φα­λαγ­γί­ζει τὶς φι­λο­δο­ξί­ες ὅ­σων πράτ­τουν ὡς φι­λό­σο­φοι»73, δεί­χνουν πράγ­μα­τι νὰ ὑ­πο­βάλ­λουν ἀ­νά­λογη ἐν­τύ­πω­ση, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­νι­σχύ­ε­ται σὺν τοῖς ἄλ­λοις ἀ­πὸ τὴν ἕ­τε­ρη πα­ρα­δο­χὴ ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ πα­ρα­τή­ρη­ση εἶ­ναι ἐ­ξί­σου μιὰ πα­ρα­τή­ρηση πο­λε­μι­κή74. Ἡ ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρίπτω­ση συ­νί­σταται στὸ ὅ­τι ὁ Κον­δύ­λης, ὡς πλέ­ον ἐμ­βρι­θὴς «πα­ρα­τη­ρη­τὴς τῶν ἀν­θρω­πί­νων πραγ­μά­των» καὶ «ἀ­να­λυ­τὴς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς μέ­σα σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νες κα­τα­στά­σεις»75, κα­τορ­θώ­νει μὲν νὰ κρυ­σταλ­λώ­νει ἢ ‘‘κα­θυ­πο­τάσ­σει’’ στὸ θε­ω­ρη­τι­κό του σχῆ­μα ὅλες τὶς γνω­στὲς βα­σι­κὲς δο­μὲς πρά­ξης καὶ συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, χω­ρὶς ὅ­μως τοῦ­το καὶ νὰ συ­νε­πά­γε­ται ὅ­τι ‘‘ἐ­κτὸς τῶν τει­χῶ­ν’’ τῆς ἐ­πι­στή­μης ἡ ἐν λό­γῳ ἱ­κα­νό­τη­τά του γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ ὡς κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ μιὰ ἐ­πι­μέ­ρους ἐ­πίδο­ση, μι­ὰ εἰ­δι­κὴ δε­ξι­ό­τη­τα ἢ ἕ­να καλ­λι­ερ­γη­μέ­νο χά­ρι­σμα με­τα­ξὺ τό­σων ἄλ­λων∙ χω­ρίς, μὲ ἄλ­λα λό­για, νὰ κα­τορ­θώ­νει ν᾿ ἀ­πο­σπά­σει ὁ ἴ­διος τὴν ἀ­νά­λογη πε­ρι­ω­πὴ ἢ τὸ κῦ­ρος (ποὺ ἡ θε­ω­ρη­τι­κὴ ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ πα­ρέ­χει intra muros τῆς ἐ­πι­στή­μης) ἀ­φ᾿ ἧς στιγ­μῆς ἀ­πο­φα­σι­σθεῖ ὁ ἑ­κά­στο­τε κοι­νω­νι­κὸς δι­α­τι­μη­τὴς νὰ δρα­σκε­λί­σει ἐ­κτὸς τοῦ προ­ο­πτι­κοῦ ὁ­ρί­ζον­τα τῆς θε­ω­ρη­τι­κῆς ἐ­πι­στή­μης ὡς ἀ­να­ζήτη­σης τῆς ἀλήθειας.

Αἰ­τί­α πρό­δηλη τῆς σχε­τι­κῆς ἢ με­ρι­κῆς μο­νά­χα ἰσχύος ποὺ ὡς ἐκ τῆς ὑφῆς της μπο­ρεῖ νὰ προ­σπο­ρί­σει στὸν ἑ­κά­στο­τε φο­ρέ­α ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα θε­ω­ρη­τι­κῆς ἀ­να­συγ­κρό­τη­σης τῶν δο­μῶν κοι­νω­νι­κῆς δρά­σης ἐν γέ­νει, εἶναι πὼς ἄλ­λο πράγ­μα εἶναι γιὰ κά­ποι­ον νὰ σαρ­κώ­νει ὁ ἴ­διος μιὰ κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κὴ στά­ση καὶ νὰ δρέ­πει σὲ πρῶ­το πρόσω­πο τὰ ὅ­ποια προ­νό­μια τῆς ἐμ­πράγ­μα­της ἐκ­δί­πλω­σής της στὸ κοι­νω­νι­κὸ πε­δί­ο καὶ ἄλ­λο ἁ­πλῶς νὰ πε­ρι­γρά­φε­ται ἡ στά­ση του αὐ­τὴ καὶ τὰ συ­να­φῆ της ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ‘‘ἐκ τῶν ἔ­ξω’’ ἀ­πὸ ἕναν τρί­το, ὁ­σο­δή­πο­τε ἁ­δρὰ καὶ μὲ ἀ­κρί­βεια κι ἂν ἀ­να­λαμ­βά­νε­ται τὸ τε­λευ­ταῖ­ο. Ὁ ἐμ­βρι­θὴς θε­ω­ρη­τι­κὸς πα­ρα­τη­ρη­τὴς μπο­ρεῖ θαυ­μά­σια (στὴν βά­ση τοῦ μη­χα­νι­σμοῦ υἱ­ο­θέ­τη­σης τῆς σκο­πιᾶς τοῦ ἄλ­λου) νὰ πε­ρι­γρά­ψει λ.χ. μὲ ποιά ἔν­νοι­α ἕνας ἀ­θλη­τὴς ἢ μου­σι­κὸς (αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι) ἀν­τλεῖ ἰ­σχὺ καὶ ἱκανοποι­η­τι­κὴ αὐ­το­τέ­λεια ἔναντι τῶν ἄλ­λων δυ­νά­μει τῆς ἰ­δι­αί­τε­ρης ἱ­κα­νό­τη­τάς του καὶ –στὴν κα­λύ­τε­ρη τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων μά­λι­στα– μπο­ρεῖ ἐ­ξί­σου θαυ­μά­σια νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὸν συγ­κε­κρι­μέ­νο τρό­πο σύν­δε­σης τῶν προ­σω­πι­κῶν κι­νή­τρων, ὅ­πως καὶ τοῦ ὑ­πο­κει­με­νι­κοῦ νο­ή­μα­τος μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο συ­νυ­φαί­νε­ται μιὰ πρά­ξη ἢ ἀλ­λη­λε­νέρ­γεια (interaction) ἀ­πὸ μέ­ρους τοῦ δρῶν­τος ὑ­πο­κει­μέ­νου, μὲ τὰ ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς τε­λευ­ταί­ας ὅ­πως αὐ­τὰ ἀ­να­δρο­μι­κὰ ἐ­ξά­γον­ται ἀ­πὸ τὴν πε­ρά­τω­ση μιᾶς ὁ­ρι­σμέ­νης κοι­νω­νι­κῆς δι­ερ­γα­σί­ας (τῆς ὑ­πὸ τοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ ἀ­να­συγ­κρο­τη­θεί­σας ἐ­κεί­νης δι­ερ­γα­σί­ας δηλαδή, ποὺ λαμ­βά­νει χώ­ρα μέ­σα ἀ­πὸ τὴν δι­α­σταύ­ρω­ση τῶν ἐ­πι­μέ­ρους συ­νι­στω­σῶν τῶν με­τε­χόν­των σ᾿ ἕ­να κοι­νὸ φαινόμενο / ‘‘γεγονός’’ κοι­νω­νι­κῶς δρών­των ἀν­θρώ­πων). Ἐπ᾿ οὐ­δενὶ ὅ­μως δὲν μπο­ρεῖ ὁ ἴ­διος νὰ νι­ώ­σει τὸ μέ­γε­θος ἢ τὴν ἔν­τα­ση τῆς ἱκανοποί­η­σης καὶ ἐ­πίρ­ρω­σης ποὺ ὁ ἐν λό­γῳ ἀ­θλη­τὴς ἢ μου­σι­κὸς αἰ­σθά­νε­ται ἀ­πὸ τὴν ‘‘δη­μι­ουρ­γί­α’’ του, τὴν ση­μει­ω­θεῖ­σα ἐ­πί­δο­σή του ἢ τὴν ὅ­ποι­α ‘‘νί­κη’’ ἢ ὑ­παρ­ξια­κὴ κα­τά­κτη­ση συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἰ­δι­αί­τε­ρης δε­ξι­ό­τη­τάς του, ὁ­σο­δή­πο­τε ὀ­ξυ­δερ­κὴς καὶ νὰ εἶναι ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τῶν δο­μῶν σκέ­ψης καὶ δρά­σης τοῦ ἐν λό­γῳ δρῶν­τος ὑ­πο­κει­μέ­νου κι ὁ­σο­δή­πο­τε βα­θιὰ καὶ νὰ ἔ­χει κα­τα­στεῖ ἡ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ ταύ­τι­ση ποὺ ἐ­πι­στρα­τεύ­ε­ται στὸ πλαί­σιο τῆς κα­τα­νο­η­τι­κῆς δι­α­δι­κα­σί­ας.

Μὲ τὴν ἔν­νοι­α αὐ­τὴ ἡ θε­ω­ρη­τι­κὴ ἐ­ξη­γη­τι­κὴ ὡς ἔμ­με­ση «κα­θυ­πό­τα­ξη» τῶν δο­μῶν σκέ­ψης καὶ δρά­σης τοῦ Ἄλ­λου (δι­ά­βα­ζε νι­τσε­ϊ­στί: ὡς κα­τα­στή­σα­σα τὸν Ἄλ­λον –κι ἰ­δί­ως τὸν πα­νί­σχυ­ρο σ᾿ ἕ­τε­ρον το­μέ­α Ἄλ­λον– ‘‘δι­ά­φα­νο’’ προ­κει­μέ­νου νὰ τὸν φέ­ρει ‘‘νο­ε­ρῶ­ς’’ ἢ ‘‘ἐξ ἀ­πο­στά­σε­ω­ς’’ στὰ μέ­τρα του) ἔ­χει ἁ­πλῶς τὸ «μει­ο­νέ­κτη­μα» τῆς ἴδι­ας τῆς ἀ­ρε­τῆς της. Καὶ εἶναι ἡ ἀ­θέ­α­τη προ­σπά­θεια πρό­σθε­της ἀν­τι­με­τώ­πι­σης αὐ­τοῦ ἀ­κρι­βῶς τοῦ «μει­ο­νε­κτή­μα­τος» ἀ­πὸ τὴν πλευ­ρὰ τοῦ Ἕλ­λη­να στο­χα­στῆ ποὺ θὰ ἄ­ξι­ζε νὰ μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σει πε­ραι­τέ­ρω.

1 Ἀκροθιγῶς ἀναλυθεῖσα –μὲ τὶς ἀπαραίτητες παραπομπὲς στὶς πηγὲς– στό: Ρ. Πετρίδης, Hegel καὶ Κονδύλης, Εὐρασία, Ἀθήνα 2011, σελ. 54, 112-113. Χάριν εὐκολίας, συνοψίζουμε ἐπιγραμματικὰ τὸ παραπάνω ἐπιχείρημα: Στὴν παράγραφο 222 τῆς Φαινομενολογίας τοῦ Πνεύματος, ὁ Hegel προβάλλει τὴν ἰδέα πὼς ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀποποιηθεῖ κάποιος τὴν ‘‘ἀτομικότητά’’ του (στὴν θεολογικὴ γλῶσσα διάβαζε: προκειμένου οὗτος νὰ καταστεῖ ὁ ‘‘τόπος’’ τῆς θείας χάριτος∙ στὴν ἐκκοσμικευμένη γλῶσσα διάβαζε: προκειμένου νὰ καταστεῖ ὁ ἴδιος ἔμπλεος τῆς ‘‘ἐλευθερίας’’ τοῦ ὑπερβατολογικοῦ Ἐγὼ) εἶναι νὰ κάμει κάτι πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση∙ ὡστόσο, κάθε φορὰ ποὺ προβαίνει σὲ μιὰ πράξη ἐκεῖνο ποὺ κατ᾿ οὐσίαν ἐπιβεβαιώνει εἶναι τὴν αὐθεντία τῆς δικῆς του (κοινωνικῶς ἐκδηλωθείσας) ‘‘ἀτομικότητας’’ ὡς τέτοιας. Τὸ ἐν λόγω ἐπιχείρημα, συναπτόμενο μὲ τὴν ἔννοια τῆς αὐτοέκθεσης, ἀνιχνεύεται στὸν Dostoevsky (Ὁ Ἠλίθιος, μτφρ. Ἄ. Ἀλεξάνδρου, ἐκδ. Γκοβόστη 1991, τόμος Β’ σελ. 139, 156, 199), παραλαμβάνεται δὲ ἀπὸ τὸν Κονδύλη, ὁ ὁποῖος φθάνει νὰ εἰσηγηθεῖ μιὰ θεωρητικὴ πρόταση περιλαμβάνουσα ἀκόμη καὶ τὶς ἀκραῖες περιπτώσεις τῆς αὐτοθυσίας καὶ αὐτοκτονίας. Οἱ τελευταῖες ἑρμηνεύονται τώρα ὡς ἰδιότυπες «ἀπόπειρες παραμονῆς στὴν [κοινωνικὴ] ζωὴ» ἐν τῇ μνήμῃ τῶν ἄλλων (διὰ τῆς ἐξασφάλισης μιᾶς θέσεως στὰ μάτια τους ποὺ μόνον ἡ αὐτοχειριαστικὴ ἐνέργεια ἢ ἡ αὐτόβουλη ἔκθεση στὸν βέβαιο κίνδυνο καθιστᾷ δυνατή), καὶ ὄχι ὡς ὁριστικὴ καὶ ἀμετάκλητη ἔξοδος ἀπὸ τὸ ἱστορικοκοινωνικὸ γίγνεσθαι. (Γιὰ τὶς ἀκραῖες τοῦτες περιπτώσεις βλ. ἀνέκδοτα κονδύλεια δελτία ἀρ. 4117, 4129, 4136-4137, 4159-4160, 4559-4560, 4679, 4754-4755, 4757-8, 4781-2, 5435-5437, καθὼς καὶ σκόρπιους ἀδημοσίευτους ἀφορισμοὺς ἢ καὶ δημοσιευμένα παραθέματα τοῦ Ἕλληνα στοχαστῆ ὅπως λ.χ. τὸ κριτικὰ διακείμενο πρὸς τὴν χαϊντεγγεριανὴ προβληματικὴ τῆς θνητότητας, εἰς: Μελαγχολία καὶ Πολεμική, Δοκίμια καὶ Μελετήματα, Θεμέλιο, Ἀθήνα 2002, σελ. 197-198).

2 Ἡ «ἀ­πο­κλί­νου­σα» ἢ «πα­ρα­βα­τι­κὴ» αὐ­τὴ πρά­ξη [act of transgression], ἡ προ­σπο­ρί­ζου­σα στὸν Κον­δύ­λη «αἴ­σθη­μα ἰσχύος» καὶ ταυ­τό­τη­τας, μπο­ρεῖ ἐν­δε­χο­μέ­νως νὰ συ­να­φθεῖ μὲ τὴν ἐμ­βά­θυν­ση στὴν κα­τα­νό­η­ση τῶν λό­γων τῆς ἔλλειψης δυ­να­τό­τη­τας νὰ σκε­φθεῖ ἢ αἰ­σθαν­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ἑ­αυ­τὸν ἔ­ξω ἀ­πὸ «τὸ γε­γο­νὸς τῆς κοι­νω­νί­α­ς». Στὴν ση­μαί­νου­σα αὐ­τὴ ἰ­δέ­α ἐ­πι­φυ­λασ­σό­με­θα νὰ ἐ­πα­νέλ­θου­με σὲ αὐ­το­τε­λὲς δη­μο­σί­ευ­μα.

3 Τὸ ἄ­το­μο ἐν γέ­νει ἔ­χει μιὰ διτ­τὴ στάση ἔναντι τῶν θε­σμῶν: ἀ­φε­νὸς ὑ­πο­τάσ­σε­ται σὲ αὐ­τοὺς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐ­σω­τε­ρί­κευ­ση καὶ ὑ­πα­κο­ὴ στὶς νόρ­μες ποὺ αὐ­τοὶ ἀ­πο­τυ­πώ­νουν, καὶ ἀ­φε­τέ­ρου τοὺς πα­ρα­βιά­ζει, ἑρ­μη­νεύ­ον­τας ἐμ­πράγ­μα­τα κα­τὰ τρό­πο ποὺ συμ­φέ­ρει τὸ ἴ­διο τὶς ἐ­πι­τα­γὲς τῆς ἑ­κά­στο­τε νόρ­μας καὶ τοῦ θε­σμοῦ ποὺ «κρυ­σταλ­λώ­νει» ἢ ἀ­να­πα­ρι­στᾷ αὐ­τήν (βλ. ἀ­νέκ­δο­το δελ­τί­ο ἀρ. 5469 – ἀρ­χεῖ­ο Κον­δύ­λη). Ἤ­δη στὰ Πο­λι­τι­κὰ (Βι­βλί­ο V, 1 = 1301a ∙ βλ. καὶ Βι­βλί­ο ΙΙΙ, 5 = 1280a) ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης εἶ­χε ἐ­πι­ση­μά­νει ὅ­τι εἶναι μὲν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι δι­α­τε­θει­μέ­νοι νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν τὴν γε­νι­κὴ ἐ­πι­τα­γὴ τῆς νόρ­μας, ἀλ­λὰ μό­νον γιὰ νὰ τὴν «ἐ­φαρ­μό­σουν» στὴν δι­κή τους κα­θ᾿ ὕ­λην ἑρ­μη­νεί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­σφα­λῶς ἀ­πο­κλί­νει ἀ­πὸ τὶς ἑρμηνεῖ­ες τῶν ὑ­πο­λοί­πων.

4 Τὸ γε­γο­νός, του­τέ­στιν, ὅ­τι δὲν θὰ μπο­ρέ­σει μὲ κά­θε ἔν­νοι­α καὶ πλη­ρό­τη­τα τὸ ‘‘ἰ­δι­αί­τε­ρο’’ ἢ ἀ­το­μι­κὸ (singular) αὐ­τὸ κομ­μάτι τῆς κο­σμο­θε­ώ­ρη­σής του νὰ ἀ­να­γνω­ρι­σθεῖ κοι­νω­νι­κὰ μὲ τὸν προ­σή­κον­τα γι᾿ αὐ­τὸν τρό­πο καὶ ἀ­νά­λο­γα νὰ τε­θεῖ στὸν πυ­ρή­να τῆς κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς – μά­λι­στα δὲ ὁ­ρι­στι­κὰ καὶ τε­λε­σί­δι­κα.

5 Βλ. Μι­χά­λης Πα­πα­νι­κο­λά­ου, «Ἡ Ἔν­νοι­α τῆς Ἰ­σχύ­ος στὸ Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πό­φα­ση», πε­ρι­ο­δι­κὸ Νέ­α Ἑ­στί­α, Ἀ­θή­να, Νο­έμ­βριος 1999, σελ. 544. Στὸ ἐ­πι­με­λη­μέ­νο ὅσο καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον αὐ­τὸ ἄρ­θρο (ἀ­πὸ τὰ ἐ­λά­χι­στα ἀ­ξι­ο­σύ­στα­τα πα­ρὰ τὶς ὅ­ποι­ες ἐ­πι­μέ­ρους ἀν­τιρ­ρή­σεις – ἰ­δί­ως σελ. 563, 570) τί­θε­ται τὸ πράγ­μα­τι καί­ριο ζή­τη­μα ἐ­ὰν ταυ­τί­ζε­ται ἢ δι­α­κρί­νε­ται στὴν κον­δύ­λεια θε­ώ­ρη­ση ἡ ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ «αἰ­σθη­ση ἰσχύος» μὲ / ἀ­πὸ τὴν «κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχὺ» ὡς ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ μέ­γε­θος (βλ. ἰ­δί­ως σελ. 568).

6 Ὁ ὁ­ρι­σμὸς τοῦ­τος ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «Ἰ­σχὺς εἶναι ἡ ἐ­πι­τυ­χὴς αὐ­το­συν­τή­ρη­ση μέ­σῳ μιᾶς αὐ­το­ε­πί­τα­σης ἱ­κα­νῆς νὰ δι­α­σφα­λί­σει ἢ νὰ βελ­τι­ώ­σει τὴ σχε­τι­κή θέ­ση ἑ­νὸς ὁ­ρι­σμέ­νου φο­ρέ­α ἰσχύος ἀ­πέ­ναν­τι σὲ ἄλ­λους (δυ­νη­τι­κὰ) ἀν­τα­γω­νι­στι­κούς». Π. Κον­δύ­λης, Ἐ­πι­στή­μη, Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πό­φαση, Στιγ­μή, Ἀ­θήνα, 2001, σελ. 17.

7 ἑ­νδεικτικοί ὁ­ρι­σμοὶ πε­ρι­έ­χον­ται (με­τα­ξὺ ἄλ­λων) στὰ ἀ­νέκ­δο­τα δελ­τί­α ἀρ. 3656, 3621-3622, 3869-3870, 3871-3872, 3923-3924, 4192.

8 Ἰ­δι­αί­τε­ρα με­τα­ξὺ τῶν δελ­τί­ων ἀρ. 3617-4209 καὶ 4569-4645 ὑ­πάρ­χει πλη­θώ­ρα ἀ­να­φο­ρῶν γιὰ τὴν ἔν­νοι­α τῆς ἰσχύος, χω­ρὶς αὐ­τὸ νὰ ση­μαί­νει πὼς δὲν ὑ­πάρ­χουν δι­άσπαρ­τα ὁ­μό­θε­μα δελ­τί­α σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ ἀ­δη­μο­σί­ευ­το σῶ­μα τοῦ ἔργου τοῦ συγ­γρα­φέ­α (ὅ­πως λ.χ. στὰ δελ­τί­α ὑ­π᾿ ἀρ. 4683-6, 4710 κ.π.ἄ.). Ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ τὰ πα­ρα­πά­νω πολύτιμα κα­τα­γε­γραμ­μέ­να πο­ρί­σμα­τα τῶν με­λε­τῶν τοῦ Κον­δύ­λη, τὰ πε­ρι­λη­φθέν­τα στὸ ἀ­νέκ­δο­το ἡ­μι­τε­λές του corpus, ἔ­χουν πε­ρι­σω­θεῖ σὲ δελ­τί­α, ἀ­παι­τεῖ­ται ἰ­δι­αί­τε­ρη κά­θε φο­ρὰ προ­σο­χὴ καὶ λε­πται­σθη­σί­α στὴν χρή­ση τους ἀ­πὸ μέ­ρους τῶν ἐ­ρευ­νη­τῶν: χρει­ά­ζε­ται τ.ἔ. νὰ πι­στο­ποι­εῖ­ται κα­τ᾿ ἀρ­χὴν ἂν μιὰ ἀ­πό­φαν­ση εἶναι τοῦ συγ­γρα­φέ­α ἢ ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τα­γρα­φὴ κά­ποιας πρὸς κρίσιν πη­γῆς (ὅ­που αὐ­τὸ δὲν ἀ­να­γρά­φε­ται) ἀλ­λά, ἰ­δί­ως, νὰ ἐ­πι­ση­μαί­νε­ται ἢ –στὴν ἔσχατη πε­ρίπτω­ση– νὰ πι­θα­νο­λο­γεῖ­ται (μὲ βάση ὅ­σα γνω­στὰ στοι­χεῖ­α δι­α­θέ­του­με [λ.χ. πα­ρα­πομ­πὲς πρώ­του τό­μου Κοι­νω­νι­κῆς Ὀν­το­λο­γί­ας]) σὲ ποι­ό πλαί­σιο ἐκ­φέ­ρε­ται μιὰ ἄ­πο­ψη ἢ δι­α­πί­στω­ση. Εἶναι ἄ­δη­λο ἀκόμη ἂν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­να­συγ­κρο­τη­θεῖ ἑνια­ῖο νο­η­μα­τι­κὸ ὅ­λον πέ­ραν ὁ­ρι­σμέ­νων συ­νε­κτι­κῶν ἑ­νο­τή­των ἢ συμ­πα­γῶν νο­η­μα­τι­κῶν κρυ­στάλ­λων μὲ βά­ση τὸ ἀ­δη­μο­σί­ευ­το ὑ­λι­κό.

9 Τὸ πα­ρὸν κεί­με­νο, πα­ρου­σι­α­ζό­με­νο ἐδῶ αὐ­το­τε­λῶς, ἀ­πο­τε­λεῖ ὀρ­γα­νι­κὸ μέ­ρος εὐ­ρύ­τε­ρης –ὑ­πὸ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­αν– με­λέ­της.

10 Δι­ά­βα­ζε: τῆς κοι­νω­νι­κὰ ἐ­πι­κυ­ρω­μέ­νης ἢ νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νης ἰσχύος (κι ὄ­χι ἁ­πλῶς τῆς στατι­κὰ νο­ού­με­νης ἢ στε­νὰ συλ­λη­φθεί­σας φυ­σι­κῆς αὐ­το­συν­τή­ρη­σης), δηλ. τῆς μορ­φῆς ἐ­κεί­νης ἰσχύος ποὺ πο­ρί­ζε­ται «ὅ­ποι­ος ἑρ­μη­νεύ­ει δε­σμευ­τι­κὰ δῆ­θεν ἀν­τι­κει­με­νι­κὲς κα­νο­νι­στι­κὲς ἀρ­χὲς καὶ ἀ­ξί­ες» (ὁ κα­τὰ Κον­δύ­λη κυ­ρί­αρ­χος).

11 Στὴν ἀ­νάλογη πε­ρί­πτω­ση ἡ «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε πα­ρὰ νὰ ἰ­δω­θεῖ ὡς πε­νι­χρὸ μέ­ρι­σμα ἢ ὠ­χρὴ ἀν­τα­νά­κλα­ση τῆς «ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰσχύος».

12 Ἡ δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τοῦ, ὅ­πως καὶ τοῦ ἑ­πο­μέ­νου, ἐ­ρω­τή­μα­τος πα­ρα­μέ­νει ἀ­κό­μη ἀ­ό­ριστη καὶ ἀ­σα­φὴς ὅσο δὲν ἔ­χει δι­ευ­κρι­νι­σθεῖ τὸ ση­μα­σι­ο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν ὁ­ρων «ὑ­πο­κει­με­νι­κό», «ἀ­το­μι­κὸ» καὶ «ἄ­μορ­φο». Ἡ ἐν λό­γῳ δι­α­σά­φη­ση λαμ­βά­νει χώ­ρα πα­ρα­κά­τω, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ προ­σω­ρι­νὰ ζη­τοῦ­με με­ρί­διο ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη.

13 Δι­ε­ρω­τᾶ­ται συ­να­φῶς ὁ Μ. Πα­πα­νι­κο­λά­ου: «Ταυ­τί­ζε­ται ὅ­μως ἡ ‘‘ἰ­σχὺ­ς’’ μὲ τὴν ‘‘κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχὺ’’ ὡς ἀν­τι­κει­με­νι­κό, ἁ­πτὸ μέ­γε­θος; Για­τὶ ἐδῶ εἶ­ναι ὅ­λο τὸ πρό­βλη­μα∙ ὅ­ταν ὁ Κον­δύ­λης μᾶς λέ­ει ὅ­τι τὰ ὑ­πο­κεί­με­να ‘‘ἐ­πι­δι­ώ­κουν τὴν αὐ­το­συν­τή­ρη­σή τους καὶ τὴ δι­εύ­ρυν­ση τῆς ἰσχύος τους’’, ἐν­νο­εῖ ἄ­ρα­γε τὴν ‘‘κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχύ’’…ὡς δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πι­βο­λῆς τῆς ἰ­δί­ας βού­λη­σης ἀ­νε­ξαρ­τή­τως μέ­σων, ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν κτλ. στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τῶν σχέ­σε­ων ἰσχύος ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν οἱ κοι­νω­νι­κὲς σχέ­σεις, καὶ στὸ ὄ­νο­μα κάποιας ‘‘δῆ­θεν ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἀ­ξί­α­ς’’; Ἂν μπο­ρού­σα­με νὰ ἔ­χου­με μιὰ ἔν­νοι­α τῆς ἰσχύος εὐ­ρύ­τε­ρη ἀ­πὸ αὐ­τὴν τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἰσχύος, τό­τε θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἐ­ξη­γή­σου­με καὶ ἐν­δε­χό­με­νες ἀν­τι­στρο­φὲς τῆς προ­τε­ραι­ό­τη­τας τῆς αὐ­το­συν­τή­ρη­σης σὲ σχέ­ση μὲ τὴν ταυ­τό­τη­τα πέ­ραν καὶ τῶν (προ­σω­ρι­νῶν) τα­κτι­κῶν ‘‘θυ­σι­ῶ­ν’’ ποὺ συ­νε­πά­γε­ται τὸ πε­ρίπλο­κο παι­χνί­δι τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἰσχύος» (ὅ.π. σελ. 568). Στὴν χο­ρεί­α τῶν πα­ρα­πά­νω ἐ­ρω­τη­μά­των ἂς προ­στε­θεῖ προ­σω­ρι­νὰ καὶ τὸ ἀ­κό­λου­θο: Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἰ­δω­θεῖ ὅ,τι ὀ­νο­μά­ζε­ται «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» ὡς πρω­τό­τυ­πο μεῖγ­μα ἢ και­νούρ­γιος συν­δυα­σμὸς στοι­χεί­ων ἤ­δη ἀ­παρ­τι­ζόν­των τὴν θε­ω­ρού­μενη «ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχύ»;

14 Βλ. λ.χ. ἀ­να­φο­ρὲς ὅ­πως αὐ­τὴν στὸ Τὸ Ἀ­ό­ρα­το Χρο­νο­λό­γιο τῆς Σκέ­ψης (Νε­φέ­λη, Ἀ­θή­να 1998, σελ. 94) ἢ στὴν Εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ Pavese (Στιγ­μή, Ἀ­θήνα 1993, σελ. 14), ὅ­που γί­νε­ται μὲν ρη­τὰ δι­α­στο­λὴ ‘‘ὑ­πο­κει­με­νι­κῆ­ς’’ καὶ (θε­σμι­κὰ κα­το­χυ­ρω­μέ­νης) ‘‘ἀν­τι­κει­με­νι­κῆ­ς’’ ἰσχύος καὶ ἀ­να­γνώ­ρισης, χω­ρίς, ὡ­στό­σο, νὰ ἐ­ξαί­ρε­ται ἢ ὑπογραμμίζεται ἐ­ξί­σου ρη­τὰ ἡ κοι­νω­νι­κὴ δι­ά­σταση ἢ ὁ χα­ρα­κτήρας τῆς πρώ­της (ἀλ­λὰ καὶ δί­χως αὐ­τό­χρη­μα τοῦ­το νὰ συ­νε­πά­γε­ται, ὅ­πως πα­ρα­κά­τω θὰ δοῦ­με, πὼς ἡ / ὁ τε­λευ­ταί­α / -ος πα­ρα­γνω­ρι­ζό­ταν).

15 Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πόφα­ση, Στιγ­μή, Ἀ­θή­να 1991, σελ. 89 (δι­κή μου ἔμ­φα­ση). Ἔ­στω πρό­ω­ρα, ἡ ἀ­νω­τέ­ρω ὑ­πο­γραμ­μι­σθεῖ­σα ἀ­πό­φαν­ση θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­να­γνω­σθεῖ καὶ μ᾿ ἕναν πιὸ ‘‘ἐ­λεύ­θε­ρο’’ –ἀ­π᾿ ὅ,τι ὑ­πα­γο­ρεύ­ει τὸ ἴ­διο της τὸ γράμ­μα– τρό­πο: χά­νον­τας ἀ­πὸ τὰ μά­τια της τοὺς ἀρ­χι­κοὺς σκο­πούς, κα­τα­φέρ­νει νὰ λη­σμο­νεῖ τὴν ὥ­ρα τῆς πρά­ξης ἡ ὕπαρ­ξη ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο ποὺ τῆς προ­σπο­ρί­ζει «αἴσθη­ση ἰσχύος» δὲν εἶναι πα­ρὰ μέ­σον ἢ ‘‘ἰ­δε­ο­λο­γι­κὰ’’ ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σι­μο ἐρ­γα­λεῖ­ο μο­νάχα γιὰ νὰ πο­ρι­σθεῖ μα­κρο­πρό­θε­σμα τὴν πο­λυ­πό­θη­τη ἐ­πι­κυ­ρω­μέ­νη ἢ νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νη κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχύ.

16 Ὅ.π.

17 Ὅ.π. λ.χ. σελ. 58, 215.

18 Στὰ ἀ­νέκ­δο­τα δελ­τί­α ἀρ. 3642-3643 ὁ Κον­δύ­λης γρά­φει: «Πε­δί­ο ἐκ­δί­πλω­σης ἰσχύος δὲν εἶναι μό­νον ἡ πο­λι­τι­κή. Ἡ πο­λι­τι­κὴ ὡς σκο­πὸς καὶ ὡς αὐ­το­τε­λὴς δρα­στη­ρι­ό­τη­τα εἶναι ἀ­γώνας γιὰ τὴν κα­τά­κτη­ση τῶν μο­χλῶν ἐ­κεί­νων ποὺ ἐ­πι­τρέ­πουν τὴ δι­α­τύ­πω­ση δι­α­τα­γῶν. Στὸν βαθ­μὸ ποὺ ἡ πο­λι­τι­κὴ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ ἰ­δε­ο­λο­γί­ες ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ράλ­λη­λα καὶ μι­ὰ ἀ­ξίω­ση ἰσχύος μὲ τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη ἔν­νοι­α».

19 Δύ­ο φο­ρὲς, μά­λι­στα, στὰ ἀ­νέκ­δο­τα κα­τά­λοι­πα, ὁ Κον­δύ­λης ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τὸ ἐ­σφαλ­μέ­νο τῆς ἀν­τί­λη­ψης τοῦ Weber πὼς ἡ ἰ­σχὺς (ὡς οὖ­σα ‘‘ἄ­μορ­φη’’) δὲν μπο­ρεῖ ν᾿ ἀ­πο­τε­λέ­σει ἀν­τι­κεί­με­νο κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κῆς ἀ­νάλυ­σης. Στὸ δελ­τί­ο ἀρ. 3741 το­νί­ζει σχε­τι­κά: «Ἀ­νά­με­σα σὲ ἰ­σχὺ καὶ σὲ ἐ­ξου­σί­α βρί­σκε­ται τὸ κοι­νω­νι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Τέ­τοι­ες δι­α­βαθ­μί­σεις πρέ­πει νὰ βρε­θοῦν καὶ νὰ τυ­πο­ποι­η­θοῦν κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κά, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ θέ­ση Weber ὅ­τι μό­νον ἡ ἐ­ξου­σί­α εἶναι κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ δι­α­πραγ­μα­τεύ­σι­μη. Ἔ­πρε­πε νὰ λαμ­βά­νει ὑ­πό­ψη ἰ­σχὺ γε­νι­κό­τε­ρα»· στὸ δὲ δελ­τί­ο ἀρ. 3960 ἐ­ξί­σου κρι­τι­κὰ ἐ­πι­ση­μαί­νει: «Ἰ­σχὺς κα­τὰ Weber πε­ρι­λαμ­βά­νει ἐ­ξου­σί­α καὶ βί­α. Δύ­ο δυ­να­τό­τη­τες: ἢ ἡ ἰ­σχὺς θὰ πε­ρι­λαμ­βά­νει καὶ τὰ τρί­α εἴ­δη δύ­να­μη-ἀρ­χή, ἐ­ξου­σί­α, βί­α ἢ θὰ κρα­τή­σου­με τὸν ὅρο γιὰ φαι­νό­με­να ἰσχύος ποὺ εἶναι ἄ­μορ­φα, ὅ­μως ἄμορ­φη δὲν εἶναι μό­νο ἡ δύ­να­μη-ἀρ­χὴ ἀλ­λὰ καὶ ἡ βί­α. Ὁ­ρι­σμὸς Max Weber ἔ­χει μιὰ ἀν­τίφα­ση» (βλ. συ­να­φῶς δελ­τί­ο ἀρ. 4057). Ἡ βεμ­πε­ρια­νὴ θέ­ση πε­ρὶ τῆς -μὴ κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ ἀ­να­λύ­σι­μης- ‘ἄ­μορ­φη­ς’ ἰσχύος δι­α­τυ­πώ­νε­ται στό: Max Weber, Economy and Society, ἐ­πιμ. G. Roth & Cl. Wittich, University of California Press 1978, τό­μος Ι, κεφ. 1ο, σελ. 53· τό­μος ΙΙ, κεφ. 10ο, σελ. 941 κ.ἑ. (ἰ­δί­ως σελ. 946).

20 Βλ. ἐδῶ τὰ ἀ­να­φε­ρό­με­να στὴν χομ­πσια­νὴ ἔν­νοι­α τῆς ἰσχύος κον­δύ­λεια ἀ­νέκ­δο­τα δελ­τί­α ἀρ. 3625-3632, 4014, 4178-4200.

21 Μ. Πα­πα­νι­κο­λά­ου, ὅ.π., σελ. 554. Σχε­τι­κὰ μὲ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο στοι­χεῖ­ο ὁ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ ἄρ­θρου, ἐ­ξί­σου εὔ­στο­χα, ἐ­πε­ξη­γεῖ: «Γιατὶ ἐ­νῶ ἡ μαρ­ξι­κὴ ‘‘ἔ­σχα­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα’’ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ τά­ξεις μὲ συγ­κε­κρι­μέ­νες λει­τουρ­γί­ες στὰ πλαί­σια ἑ­νὸς ἱ­στο­ρι­κοῦ ἐ­ξε­λι­κτι­κοῦ σχή­μα­τος φι­λο­σο­φι­κο­ϊ­στο­ρι­κῆς προ­έ­λευ­σης, ὁ Κον­δύ­λης δὲν θε­ω­ρεῖ τὶς ἰ­δε­ο­λο­γί­ες ὡς ὅ­πλα τα­ξι­κῆς πά­λης, πα­ρὰ κοι­νω­νι­κῆς πά­λης ἐν γέ­νει. Ἀ­πὸ τὸν ὑ­λι­σμό του λεί­πει ἀ­κρι­βῶς τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς τε­λε­ο­λο­γί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ο χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὴν καν­τια­νῆς κα­τα­γω­γῆς ἑγε­λια­νὴ φι­λο­σο­φί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας, καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο, με­τα­σχη­μα­τι­σμέ­νο πλέ­ον, πα­ρέ­λα­βε ὁ Μάρξ. Μὲ αὐ­τὴν τὴν ἔν­νοι­α ἀ­να­με­νό­με­νες εἶναι καὶ οἱ προ­τι­μή­σεις του γιὰ τὸν γαλ­λι­κὸ (‘‘μη­χα­νι­στι­κὸ’’ καὶ ὄ­χι ‘‘δι­α­λε­κτι­κὸ’’) ὑ­λι­σμὸ (Βλ. κε­φά­λαι­ο γιὰ La Mettrie καὶ Sade στὸ Π. Κον­δύ­λης, Ὁ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸς Δι­α­φω­τι­σμός, τόμ. ΙΙ, ὅ.π., σελ. 169-202).»

22 Γρά­φει λ.χ. ὁ Μ. Πα­πα­νι­κο­λά­ου: «Ἐ­δῶ μπαί­νει κα­νεὶς ἴ­σως πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λη φο­ρὰ στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ ἐ­φαρ­μό­σει τὴν πε­ρι­γρα­φι­κὴ θε­ω­ρί­α στὸν ἑ­αυ­τό της καὶ νὰ ἐ­πι­ση­μά­νει πώς, ἐ­νῶ εἶ­ναι ἡ πλέ­ον ἀ­κα­τάλ­ληλη νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει κοι­νω­νι­κὲς ἀ­ξι­ώ­σεις ἰσχύος, πό­σο μᾶλ­λον ποὺ ‘‘πα­ραι­τεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν ἐ­νερ­γὴ συμ­με­το­χὴ στὴν κοι­νω­νι­κὴ ζω­ὴ’’ (Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πόφα­ση, ὅ.π., σελ. 211), θὰ πρέ­πει νὰ γεν­νά­ει τὴ μέγι­στη αἴσθη­ση ἰσχύος, ἀ­φοῦ εἶ­ναι σὲ θέ­ση…‘‘νὰ ἐ­ξη­γή­σει τὴν ὁ­λό­τη­τα τῶν γνω­στῶν μας φαι­νο­μέ­νω­ν’’ καὶ νὰ βγά­λει τὸ συμ­πέ­ρα­σμα πὼς ὁ θε­ω­ρη­τι­κὸς ποὺ τὴν πα­ρά­γει ἢ τὴν ἐν­στερ­νί­ζε­ται ἔ­χει λό­γους νὰ προ­τι­μά­ει τὴν αἴ­σθη­ση τῆς ἰσχύος ποὺ τοῦ χα­ρί­ζει ἡ ἀ­λή­θεια τῆς θε­ω­ρί­ας του ἀ­πὸ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχὺ ποὺ πα­ρέ­χουν οἱ ‘‘κα­νο­νι­στι­κὲς θε­ω­ρή­σει­ς’’.

Ὡ­στό­σο, ὅ­ταν ὁ Κον­δύ­λης μι­λά­ει γιὰ τὰ δι­κά του κί­νη­τρα ὡς θε­ω­ρη­τι­κοῦ, δὲν κά­νει λό­γο οὔ­τε γιὰ ‘‘αἴ­σθη­μα’’ οὔ­τε γιὰ ‘‘αἴσθηση’’ ἰσχύος, πα­ρὰ γιὰ ‘‘θε­ω­ρη­τι­κὲς πε­ρι­έρ­γει­ες’’ καὶ γιὰ τὸ ‘‘ἄ­πει­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον’’ ποὺ πα­ρου­σιά­ζει ὁ κό­σμος στὰ μάτι­α του» (ὅ.π., σελ. 570). Πε­ρι­ο­ρι­ζό­με­νοι σὲ μι­ὰ κρι­τι­κὴ δι­ευ­κρί­νι­ση ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν αἰχ­μὴ τού­της τῆς πρότα­σης, νό­μι­μα μπο­ροῦ­με κα­τ᾿ ἀρ­χὴν νὰ ποῦ­με: Δὲν μπο­ρεῖ τὸ ‘‘συμ­πέ­ρα­σμα’’ (τ.ἔ. « πὼς ὁ θε­ω­ρη­τι­κὸς ποὺ τὴν πα­ρά­γει ἢ τὴν ἐν­στερ­νί­ζε­ται ἔ­χει λό­γους νὰ προ­τι­μά­ει τὴν αἴ­σθη­ση τῆς ἰσχύος ποὺ τοῦ χα­ρί­ζει ἡ ἀ­λή­θεια τῆς θε­ω­ρί­ας του ἀ­πὸ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχὺ») νὰ ‘‘βγεῖ’’ ἢ ἀν­τληθεῖ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ἴδι­ας τῆς θε­ω­ρί­ας, πα­ρὰ ἀ­πὸ μιὰ (‘‘ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ’’ πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς τε­λευ­ταί­ας) ἀ­νορ­θο­λο­γι­κὴ –μὲ τὴν μυ­στι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὅρου– ἢ ‘‘ἠ­θι­κὴ’’ ἀ­πόφαση.

Ἡ ὑ­πη­ρέτηση ἢ δι­α­τή­ρη­ση τῆς λο­γι­κῆς συ­νέ­πει­ας ἐν­τὸς τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς ἐ­πι­κρά­τει­ας (σὲ ὅσο με­γά­λο εὖ­ρος κι ἂν λαμ­βά­νει χώ­ρα) δὲν μπο­ρεῖ ἀ­πὸ μό­νη της νὰ κο­μί­σει ἐν γέ­νει ἠ­θι­κὴ ὑ­πε­ρο­χὴ (ἐ­κτὸς τῶν ὁ­ρί­ων δηλ. τοῦ πα­ρα­πά­νω πε­δί­ου). Τὰ ἐ­πί­πε­δα ἐδῶ πρέ­πει νὰ δι­α­κρι­θοῦν αὐ­στη­ρὰ δι­ό­τι, ὡς γνω­στόν, ὁ Λό­γος δὲν δύ­να­ται νὰ αὐ­το­νο­μι­μο­ποι­η­θεῖ πα­τών­τας στὸ ἴ­διο του τὸ ἔ­δα­φος, δὲν μπο­ρεῖ, μὲ ἄλ­λα λό­για, νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει ὁ ἐ­πι­στή­μο­νας τὴν ἀ­ξί­α ποὺ ἀ­πο­δί­δει σ᾿ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἐ­πι­τε­λεῖ ὡς ἐ­πι­στή­μων, με­τερ­χό­με­νος ἀ­πο­κλει­στι­κὰ τὰ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἐρ­γα­λεῖ­α τοῦ κλά­δου του ἢ τῆς ἐ­πι­στή­μης ἐν γέ­νει. Τὰ τεκ­μή­ρια ἐ­τού­της τῆς ἄ­πο­ψης μπο­ροῦν νὰ βρε­θοῦν στό: Max Weber, ‘Science as a Vocation’ ἐν: Sociological Writings, The German Library, Vol. 60, Continuum, New York, 1999, σελ. 290-291∙ συ­να­φῶς στά: Π. Κον­δύ­λης, Τὸ Ἀ­ό­ρα­το Χρο­νο­λό­γιο τῆς Σκέ­ψης, ὅ.π., σελ. 23-24· Raymond Aron, ‘Max Weber’ καὶ «Ὁ Max Weber καὶ ἡ Πο­λι­τι­κὴ τῆς Ἰ­σχύ­ο­ς» (Ἐ­πίμε­τρο ΙΙΙ) στό: Ἡ Ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς Κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κῆς Σκέ­ψης (ἑλ­λ. μτφρ. Μπ. Λυ­κού­δης, Γνώ­ση, Ἀ­θή­να 1984, τόμ. Β΄, σελ. 304, 335-336, 491- 494).

23 Βλέ­πε π.χ. τὸ ἀ­κό­λου­θο πα­ρά­θε­μα τοῦ Πα­να­γι­ώ­τη Χρι­στιᾶ: “Comment arrive-t-on a adopter ou a formuler une telle theorie? Par ironie, repond l’ auteur. Mais quelle ironie? Celle qui consiste a renoncer au pouvoir objectif pour atteindre le point non plus ultra de son sentiment de pouvoir…L’ homme a qui l’ idee que la vie n’ a pas de sens effleure l’ esprit et qui met cette idée a l’ epreuve de l’ histoire avec succes ne peut l’ abandonner sans payer le prix de la contradiction interne qui consiste a abandonner son sentiment de pouvoir au point non plus ultra d’ intensite existentielle au profit d’ un mediocre pouvoir objectif au service des maitres d’ une vision du monde. Tel est l’ ultime legitimation de la posture libre de valeurs. Celui qui se mesure a l’ infini n’ a que faire de la reconnaissance des hommes”. [= «Πῶς φθά­νει κά­ποι­ος νὰ υἱ­ο­θε­τή­σει ἢ νὰ δι­α­μορ­φώ­σει μιὰ τέ­τοι­α θε­ω­ρί­α; Μὲ τὴν εἰ­ρω­νεί­α, ἀ­παν­τά­ει ὁ συγ­γρα­φέ­ας. Ποιά ὅ­μως εἰ­ρω­νεί­α; Ἐ­κεί­νη ποὺ συ­νί­σταται στὴν ἀ­πο­κήρυ­ξη τῆς ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰσχύος γιὰ τὴν ἀ­πό­κτηση τοῦ μέ­γι­στου δυ­να­τοῦ βαθ­μοῦ τοῦ δι­κοῦ του αἰ­σθή­μα­τος ἰσχύος. Ὁ ἄν­θρω­πος, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἰ­δέ­α πὼς ἡ ζω­ὴ δὲν ἔ­χει νό­η­μα κο­σμεῖ τὸ πνεῦ­μα καὶ θέ­τει μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α ἐ­τού­τη τὴν ἰ­δέ­α στὴ βά­σα­νο τῆς ἱ­στο­ρί­ας, δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἀ­πο­ποι­η­θεῖ δί­χως νὰ πλη­ρώ­σει τὸ τί­μη­μα τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς ἀν­τίφα­σης ἡ ὁ­ποί­α συ­νί­σταται στὸ νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­πει τὸ προ­σω­πι­κό του αἴ­σθη­μα ἰσχύος τὸ ὁ­ποῖ­ο εὑ­ρί­σκε­ται στὸ ἔ­σχα­το ση­μεῖ­ο τῆς ὑ­παρ­ξια­κῆς ἔν­τα­σης χά­ριν τοῦ ὀ­φέ­λους μιᾶς μέ­τριας ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰσχύος ποὺ τί­θε­ται στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν ἀ­φεν­τά­δων ἑ­νὸς ὁ­ρά­μα­τος τοῦ κό­σμου. Αὐ­τὴ εἶναι ἡ ἔσχα­τη νο­μι­μο­ποί­η­ση τῆς ἀ­ξι­ο­λο­γι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρης στά­σης. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­να­με­τρι­έ­ται μὲ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα δὲν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν ἄλ­λων» (P. Christias, ‘‘Du Decisionnisme Descriptif a l’ Ontologie Sociale. Une introduction a l’ oeuvre de Panajotis Kondylis’’ στό: Mouchtouris A., Christias P. (ἐ­πιμ.), Actualite de la Pensee Grecque Paris, Le Manuscrit 2014, σελ. 191-228 – γιὰ τὸ ἐν λό­γῳ πα­ρά­θε­μα σελ. 225-226 – με­τά­φρασῃ κι ἔμ­φα­ση δι­κή μου)].

Βρί­σκω ἐν­δι­α­φέ­ρον τὸ ὅ­τι, ἀ­πὸ τοὺς προ­α­να­φερ­θέν­τες σχο­λια­στές, ὁ Π. Χρι­στιᾶς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται πιὸ πρό­θυ­μα δι­α­τε­θει­μέ­νος (καὶ ἐν ‘‘θε­τι­κι­στι­κωτέ­ρῳ’’ πνεύ­μα­τι) νὰ ἀ­πο­δώ­σει στὸν Κον­δύ­λη τὸν τί­τλο τῆς ‘‘ἐ­ξαί­ρε­ση­ς’’ (σπεύ­δον­τας, ὡ­στό­σο, νὰ συμ­πλη­ρώ­σει, πὼς πέ­ραν πά­σης ἀμ­φι­βο­λί­ας πρόκειται σὺν τῷ χρό­νῳ νὰ ἀ­πεκ­δυ­θεῖ ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς ἐ­τοῦ­τον τὸν χαρακτηρισμό, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ον­τας πλέ­ον ὁ ἴ­διος –στὴν χο­ρεί­α τῶν εἰ­δι­κῶν ἂν μή τι ἄλ­λο– τὸν ἱ­στο­ρι­κὸ ‘‘κα­νό­να’’) ἀ­π᾿ ὅ,­τι ὁ Μ. Πα­πα­νι­κο­λά­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἂν καὶ ἐ­ξί­σου ἀ­να­τέ­μνει τὴν δυ­να­τό­τη­τα ἀ­πό­δο­σης στὸν Ἕλ­λη­να φι­λό­σο­φο τοῦ τί­τλου τῆς ‘‘ἐ­ξαί­ρε­ση­ς’’ (καὶ πι­θα­νό­τα­τα τὴν ἀ­πο­δέ­χε­ται σὲ πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ βαθ­μὸ) θὰ στα­μα­τοῦ­σε –ἀ­πο­τολ­μῶ νὰ εἰ­κά­σω- στὴν ἄποψη ὅ­τι ναὶ μὲν ὁ ἴ­διος ὁ Κον­δύ­λης εἶ­χε ὁ­πωσ­δή­πο­τε μι­ὰν ἀ­νάλογη (ἐν πολ­λοῖς ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νη στὰ πράγ­μα­τα) αὐ­το­κα­τα­νό­η­ση, ἀλ­λὰ ὅ­τι αὐ­τὴ δὲν θὰ πρέ­πει νὰ υἱ­ο­θε­τη­θεῖ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς ἀ­πο­λύ­τως τοῖς με­τρη­τοῖς ἢ του­λά­χι­στον χω­ρὶς τὴν ἐ­πι­σύ­να­ψη ρή­τρας γιὰ ὁ­ρι­σμέ­νες αὐ­το­α­να­φο­ρές του.

Ἔ­τσι, ὁ μὲν πρῶ­τος γρά­φει: “Le sentiment subjectif de pouvoir, ou la vanite poussee a son extreme, consiste dans la volonte de faire partie de ce college mystique des grands hommes. Mais pour y arriver, aucun compromise n’ est possible: on ne peut tromper que certains hommes un certain temps, jamais tous les hommes tout le temps” [= «Τὸ ὑ­πο­κει­με­νι­κὸ αἴ­σθη­μα ἰσχύος, ὅ­που ἡ μα­ται­ο­δο­ξί­α φθά­νει στὰ ἄ­κρα, συ­νί­στα­ται στὴ θέ­λη­ση νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει [κα­νεὶς] μέ­ρος αὐ­τῆς τῆς μυ­στι­κῆς συ­νο­μά­δω­σης τῶν με­γά­λων ἀν­δρῶν. Ἀλ­λὰ γιὰ νὰ φθά­σει κά­ποι­ος ἐ­κεῖ, κα­νέ­νας συμ­βι­βα­σμὸς δὲν εἶναι δυ­να­τός: δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πα­τή­σου­με πα­ρὰ ὁ­ρι­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους καὶ γιὰ ὁ­ρι­σμέ­νο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα, πο­τὲ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους συ­νε­χῶς» – με­τά­φρα­ση δι­κή μου (ὅ.π., σελ. 226)]∙ ἐ­νῶ ὁ δεύ­τε­ρος, ἀ­φοῦ δι­ε­ρω­τη­θεῖ γιατί νὰ μὴν δι­α­τη­ρή­σου­με σὰν δι­καί­ω­μα γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑ­αυ­τό μας ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὁ Κον­δύ­λης ἀ­νοι­χτὰ ἐ­πε­φύ­λασ­σε στὸν δι­κό του, τ.ἔ. πὼς τὸ (ἀ­πώ­τε­ρο) πραγ­μα­τι­κὸ κί­νη­τρο τῆς θε­ω­ρη­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας ἀ­πο­τε­λεῖ μᾶλ­λον ἡ «θε­ω­ρη­τι­κὴ πε­ρι­έρ­γεια» καὶ τὸ «θε­ω­ρη­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον» πα­ρὰ ἡ ἐ­πι­δίω­ξη τοῦ «αἰ­σθή­μα­τος τῆς ἰσχύος», φθά­νει νὰ το­νί­σει πώς, ἐ­ὰν ἡ τε­λι­κὴ ἀπάν­τηση τοῦ Ἕλ­λη­να στο­χα­στῆ στὸ πα­ρα­πά­νω ζή­τη­μα εἶναι πὼς οἱ δυ­σά­ρε­στες ἀ­λή­θει­ες τῆς κον­δύ­λειας ἀν­θρω­πο­λο­γί­ας «χα­ρί­ζουν ἀ­πο­λαύ­σεις μο­νάχα σὲ λε­πτο­γεῦ­στες καὶ ἐ­πα­ΐον­τες τοῦ πε­ρι­θω­ρί­ου» (οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­φα­νῶς ἀ­πο­τε­λοῦν ἐ­ξαι­ρέ­σεις τοῦ κα­νό­να), τό­τε ἡ ἀ­πό­κριση αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ἐ­πι­τάσ­σει συγ­κε­κρι­μέ­νη αἰ­τι­ο­λό­γη­ση· καὶ εἶναι μο­νά­χα δο­θεί­σας τῆς ἀνάλογης αἰ­τι­ο­λό­γη­σης (βλέ­πε τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ Μ. Πα­πα­νι­κο­λά­ου: «σὲ αὐ­τὴν τὴν πε­ρίπτω­ση θὰ δι­και­ού­μα­σταν») ποὺ θὰ ‘‘ἐ­νο­μι­μο­ποι­εῖτο’’ κά­ποι­ος νὰ ἀ­πο­δώ­σει ὁ­λο­θύ­μως στὸν Κον­δύ­λη τὸν τί­τλο τῆς ‘‘ἐξαί­ρε­ση­ς’’ καὶ ἔ­τσι τε­λεί­ως ἀ­βί­α­στα πλέ­ον νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει στὸ πρό­σω­πο τοῦ τε­λευ­ταί­ου τὴν πεμ­πτου­σί­α τοῦ ὡ­ραί­ου σμι­τια­νοῦ πα­ρα­θέ­μα­τος (τοῦ ἀ­να­φε­ρό­μενου στὸν Kierkegaard) σύμ­φω­να μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο «ἡ ἐ­ξαί­ρε­ση ἐ­ξη­γεῖ τὸ γε­νι­κὸ καὶ τὸν ἑ­αυ­τό της∙ κι ἂν θέ­λει κα­νεὶς νὰ ἐ­ξη­γή­σει σω­στὰ τὸ γε­νι­κό, χρει­ά­ζε­ται ἁ­πλῶς ν᾿ ἀ­να­ζη­τή­σει μιὰ πραγ­μα­τι­κὴ ἐξαί­ρε­ση. Αὐ­τὴ τὰ φα­νε­ρώ­νει ὅ­λα πο­λὺ πιὸ ξε­κά­θα­ρα ἀ­π᾿ ὅ­,τι τὸ ἴ­διο τὸ γε­νι­κό. Τε­λι­κὰ ἀ­η­διά­ζει κα­νεὶς τὴν ἀ­στα­μά­τη­τη φλυ­α­ρί­α γιὰ τὸ γε­νι­κό. Ὑ­πάρ­χουν ἐ­ξαι­ρέ­σεις. Ἂν δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὶς ἐ­ξη­γή­σου­με, τό­τε δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἐ­ξη­γή­σου­με οὔ­τε τὸ γε­νι­κό. Συ­νή­θως δὲν πα­ρα­τη­ροῦ­με τὴ δυ­σκο­λί­α, για­τὶ τὸ γε­νι­κὸ οὔ­τε κἂν τὸ στο­χα­ζό­μα­στε μὲ πά­θος, πα­ρὰ μὲ βο­λι­κὴ ἐπι­φα­νει­α­κό­τη­τα. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἐ­ξαί­ρε­ση στο­χά­ζε­ται τὸ γε­νι­κὸ μὲ ἐ­νερ­γὸ πά­θος» [Carl Schmitt, Πο­λι­τι­κὴ Θε­ο­λο­γί­α, Λε­βιά­θαν, Ἀ­θή­να 1994, σελ. 32] (Μ. Πα­πα­νι­κο­λά­ου, ὅ.π., σελ. 570-571).

24 Δι­άβα­ζε: τὸ ‘‘ἄ­μορ­φο’’ ἢ ‘‘μὴ με­τρή­σι­μο’’ ἐ­κεῖ­νο μαγ­μα­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κε­ται νὰ μὴν ἀ­πορ­ρο­φη­θεῖ κα­τὰ τὴν κοι­νω­νι­κὴ μορ­φο­ποί­η­ση ἢ ‘κρυ­στάλ­λω­ση’ τῆς κρί­σι­μης μά­ζας ἰσχύος, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­σκοπικὰ ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὡς ‘‘με­τα­σχη­μα­τι­σμέ­νη’’ ἢ (κα­τὰ Weber) κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ αναλύσιμη.

25 Ἡ ἀ­ξι­ο­ποίηση ἐ­τού­της τῆς πη­γῆς, μο­λο­νό­τι συν­τεί­νει ὁ­πωσ­δή­πο­τε στὴν ἐμ­βά­θυν­ση τοῦ ὑ­πὸ συ­ζή­τη­ση θέ­μα­τος, δὲν θὰ πρέ­πει, κα­τὰ τὴν ἄ­πο­ψή μας, νὰ γεν­νή­σει ὑ­πέρ­με­τρες προσ­δο­κί­ες γιὰ ἀ­πο­λύ­τως ἐ­παρ­κεῖς ἀ­παν­τή­σεις ἀ­πὸ τὰ ὅ­σα ἔ­χου­με στὰ χέ­ρια μας. Τοῦ­το, φυ­σι­κά, μό­νον ὡς πει­θα­ναγ­κα­στι­κὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα ὑ­πὲρ μιᾶς ἀ­πο­πε­ρά­τω­σης τῆς ἔρευ­νας δὲν πρέ­πει νὰ ἐ­κλη­φθεῖ.

26 Βλ. δελ­τί­ο ἀρ. 3939.

27 Ὁ Κον­δύ­λης ἀ­πο­φαί­νε­ται: «Σὲ μὴ πο­λι­τι­κὲς σχέ­σεις δὲν μπο­ροῦ­με νὰ μι­λᾶ­με γιὰ ἐ­ξου­σί­α ἀκό­μα κι ὅ­ταν ἀ­σκεῖ­ται βί­α. Κρι­τι­κὴ σὲ Max Weber» (δελ­τί­ο ἀρ. 4057).

28 Εἶναι ἕ­να ζή­τη­μα τί ἀ­κρι­βῶς ἐν­νο­εῖ­ται ὡς ‘‘ὑ­πο­κει­με­νι­κὸ’’ δε­δο­μέ­νου ὅτι, ἂν καὶ στὸ δελ­τί­ο ἀρ. 3883 ὁ Κον­δύ­λης –ἐ­πε­ξερ­γα­ζό­με­νος τὴν δι­ά­κριση ἰσχύος καὶ ἐ­ξου­σί­ας– ἀ­πο­φαί­νε­ται πὼς «ἡ πρώ­τη μπο­ρεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀ­το­μι­κή, ἡ δεύ­τε­ρη πο­τέ» καὶ πὼς «ἡ πρώ­τη εἶναι ἐμπράγ­μα­τη σχέ­ση, ἡ δεύ­τε­ρη θέ­λει νο­μι­μο­ποί­η­ση», στὸ ἀν­τίστοι­χο δελ­τί­ο ἀρ. 3876 ὁ Κον­δύ­λης ἔ­χει γρά­ψει: «Ἰ­σχὺς ἀ­σκεῖ­ται μὲ τὴν ἐ­πίκλη­ση τοῦ Γε­νι­κοῦ. Ἡ ἀ­το­μι­κὴ ἰ­σχὺς εἶναι ψευ­δαί­σθη­ση, ἡ συ­νεί­δη­ση εἶναι ἀ­το­μι­κὴ ὑ­πό­θε­ση, γι᾿ αὐ­τὸ ἰ­σχὺς καὶ ἠ­θι­κὴ δὲν συμ­πί­πτουν. Ὅ­ποιος ὁ­μι­λεῖ μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο με­τα­φέ­ρει στὸν το­μέ­α τῆς ἰσχύος ἀ­το­μι­κι­στι­κὰ σχή­μα­τα προ­θέ­σε­ων, ὀ­ρέ­ξε­ων καὶ ἄλ­λα» (δι­κή μου ἔμ­φα­ση). Ὁ ὅ­ρος ‘‘ὑ­πο­κει­με­νι­κὸ’’ δὲν ση­μαί­νει, σύμ­φω­να μὲ τὴν ἄ­πο­ψή μας, ‘‘μὴ κοι­νω­νι­κὸ’’ ἢ ‘‘μὴ κοι­νω­νι­κὰ συγ­κρο­τη­μέ­νο / ἐ­πεν­δυ­μέ­νο’’, πα­ρὰ μό­νον ὅ­τι, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς μὴ συμ­μόρ­φω­σης μὲ τὶς κυ­ρί­αρ­χεςκα­θι­ε­ρω­μέ­νες νόρ­μες, κα­τὰ κα­νό­να δὲν συ­νει­δη­το­ποι­εῖται ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους, ἐ­νί­ο­τε δὲ κι ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν δρῶν­τα, τὸ κοι­νω­νι­κὸ ρί­ζω­μα καὶ ἡ κοι­νω­νι­κὴ ἐ­πή­ρεια (μιᾶς πλευ­ρᾶς) τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς ἢ ἐ­ξω­τε­ρι­κῆς του πρά­ξης – ὅ­πως τοῦτα γί­νον­ται ἀν­τι­λη­πτὰ στὸν θε­ω­ρη­τι­κὸ πα­ρα­τη­ρη­τή: ὅ­τι δηλ. τού­τη ἡ πρά­ξη ὑ­πα­κού­ει σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς κοι­νω­νι­κὲς νόρ­μες, μὲ ὅ,τι αὐ­τό συ­νε­πά­γε­ται γιὰ ρό­λους καὶ πρό­σω­πα μέ­σα σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νες καταστάσεις.

Ἀ­πὸ τὴν ἀ­μέ­σως πα­ρα­κά­τω ὑ­πο­γράμ­μι­ση τοῦ κυ­ρί­ως κει­μέ­νου δι­α­φαί­νε­ται ὅ­τι ἀ­πο­δί­δου­με ξε­χω­ρι­στὴ ση­μα­σί­α στὴν δι­ά­κριση με­τα­ξὺ ἀ­πο­λύ­τως καὶ με­ρι­κῶς ἄμορ­φης ἰσχύος (ὅ­που, μὲ βάση τὸ βεμ­πε­ρια­νὸ καὶ μαν­χα­ϊ­μι­κὸ λε­ξι­λό­γιο, ἐ­ξο­λο­κλή­ρου ‘‘μορ­φο­ποι­η­μέ­νη’’ ἢ ‘‘κα­να­λα­ρι­σμέ­νη ἰ­σχὺ­ς’’ θε­ω­ρεῖ­ται ἡ ἐ­ξου­σί­α). Ἡ ἀ­να­σκοπικά ἢ ἀ­πὸ τὴν ἔ­πο­ψη τοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ δι­α­τυ­πω­μέ­νη αὐ­τὴ δι­ά­κριση, τὴν ὁ­ποί­α εὑ­ρί­σκει κα­νεὶς στὰ (πα­ρα­κά­τω πα­ρα­τι­θέ­με­να) δελ­τί­α ἀρ. 3660-3661 καὶ 4839-4840, συ­νι­στᾷ, ὅ­πως νο­μί­ζου­με, ἕ­να κα­τ᾿ ἀρ­χὴν πο­λύτι­μο ἑρμηνευ­τι­κὸ κλει­δὶ γιὰ τὴν χροι­ὰ τοῦ ὑ­πο­κει­με­νι­κοῦ ἢ «ἐ­σώ­τε­ρου» αἰ­σθή­μα­τος ἰσχύος καὶ κα­τ᾿ ἐ­πέ­κτα­ση γιὰ τὴν δι­άκρισή του ἀ­πὸ τὴν λε­γό­με­νη ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ὄ­ψη τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἰσχύος.

Ὡ­στό­σο, ἀ­πὸ μό­νη της τού­τη ἡ ἀ­νι­χνευ­θεῖ­σα πρό­σθετη δι­ά­κριση δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ βάλει τέ­λος στὰ βά­σα­να, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι στὰ (ἐ­πί­σης πα­ρα­κά­τω πα­ρα­τι­θέ­με­να) δελ­τί­α ἀρ. 3923-3924 κα­θὼς καὶ 2412-2413, 2417 ὁ Κον­δύ­λης δεί­χνει νὰ βλέ­πει τὴν ἰ­σχὺ ὡς ἀ­να­πα­ρά­στα­ση τοῦ ἴδι­ου στοι­χεί­ου ποὺ συγ­κρο­τεῖ τὴν ἐ­ξου­σί­α, γε­γο­νὸς πού, ἂν μή τι ἄλ­λο, ‘‘ἐ­λατ­τώ­νει’’, ἂν δὲν ἐ­ξα­λεί­φει μὲ κά­ποι­α ἔν­νοι­α, τὴν δι­α­φο­ρὰ ὑ­φῆς με­τα­ξὺ τῶν δύ­ο μορ­φῶν ἰσχύος, ἔ­στω καὶ ἐ­ὰν δι­α­τη­ρεῖ ἕ­να minimum δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τας στὸν τρό­πο καὶ τὸ εὖ­ρος πο­ρι­σμοῦ ἰσχύος. (Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, δὲν πρέ­πει νὰ λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι τὸ ὑ­λι­κὸ ποὺ ἔ­χου­με στὰ χέ­ρια μας εἶναι ἀ­δη­μο­σί­ευ­το –ἀ­πο­τε­λού­με­νο ἀ­πὸ ἀ­νέκ­δο­τα χει­ρό­γρα­φα δελ­τί­α–, γεγονὸς ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς μᾶλ­λον ἐ­πε­ξερ­γα­ζό­ταν ἀ­κό­μη στὸν νοῦ του τὸ ἐν λόγῳ ζή­τη­μα καὶ ὡς ἐκ τού­του εἶναι πλή­ρως δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἡ ἐν­τύ­πω­ση μιᾶς ἐ­νί­ο­τε ‘‘ἐ­παμ­φο­τε­ρί­ζου­σα­ς’’ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας, ἐ­φό­σον ἡ κα­τα­γρα­φὴ / πρώτη καθαρογραφὴ δὲν ἰσοδυναμεῖ μὲ ὁ­ρι­στι­κὴ ἀ­πο­κρυ­στάλ­λω­ση πα­ρὰ δυ­να­τό­τη­τα εὐ­χε­ρέ­στε­ρης ἐ­πι­λο­γῆς καὶ δι­ευ­κό­λυν­σης τοῦ πε­ραι­τέ­ρω στο­χα­σμοῦ).

29 Νὰ δι­ευ­κρι­νι­σθεῖ ὅ­τι ὁ ὅ­ρος ‘‘πο­λι­τι­κὰ’’ χρη­σι­μο­ποι­εῖται ἐδῶ συ­ναρ­τη­μέ­νος ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο καὶ πέ­ρα πρὸς τὸν ὅρο ‘‘θε­σμι­κά’’. Ἐ­κεῖ­νο ποὺ κά­νει τὸ πο­λι­τι­κὸ πο­λι­τι­κό, τ.ἔ. συνιστᾷ τὸ εἰ­δο­ποι­ό του γνώ­ρι­σμα, εἶναι –δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἀ­π᾿ ὅ,­τι πίστευε ὁ Carl Schmitt- ὁ δη­μό­σιος χα­ρα­κτῆ­ρας τῆς δι­ά­κρι­σης φί­λου – ἐ­χθροῦ (ὄ­χι ἡ δι­ά­κρι­ση per se – βλ. δελ­τί­ο ἀρ. 1689), καὶ αὐ­τὸς ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀρ­χι­κὰ πρὸ τοῦ κρά­τους καὶ τῶν θε­σμῶν οἱ ὁ­ποῖ­οι, ὡ­στό­σο, σὺν τῷ χρό­νῳ τὸν κρυ­σταλ­λώ­νουν ἢ πα­γι­ώ­νουν. Οἱ θε­σμοὶ δη­μι­ουρ­γοῦν στὴ θέ­ση τοῦ (ἰ­σχυ­ρο­τέ­ρου) προσώπου, ποὺ ἀρ­χι­κὰ δι­α­χει­ρι­ζό­ταν τὴν ἰ­σχὺ τῆς δη­μό­σιας ἑρ­μη­νεί­ας / ση­μα­σί­ας ποὺ κα­τα­λαμ­βά­νει ἡ ἑ­κά­στο­τε ση­μαί­νου­σα δι­ά­κριση φί­λου – ἐ­χθροῦ, μιὰ θέ­ση τὴν ὁ­ποί­α μπο­ροῦν πλέον νὰ δι­εκ­δι­κή­σουν οἱ ‘‘ἐ­πί­γο­νοι’’ μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἔ­κτο­τε μέ­σα. Γιὰ τοῦ­το καὶ ὁ Κον­δύ­λης ἀ­πο­φαί­νε­ται πὼς «πο­λι­τι­κὴ εἶναι ἀ­γώ­νας γιὰ νό­η­μα καὶ κοι­νω­νι­κὸ νό­η­μα ὑ­πάρ­χει μό­νο ὅ­που ὑ­πάρ­χουν θε­σμοὶ» (δελ­τί­ο ἀρ. 1724).

30 Στὸ χω­ρί­ο αὐ­τό, ὅ­πως εἶναι πρόδη­λο, ἡ ἔν­νοι­α τῆς ἰσχύος ἔ­χει εὐ­ρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κὸ βε­λη­νε­κὲς (ἐ­πι­τυγ­χά­νει, ὅ­πως λέ­γε­ται, «γε­νι­κὸ ἐ­πη­ρε­α­σμό»).

31 Ἐ­δῶ ὁ Κον­δύ­λης, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, πρέ­πει νὰ ἔ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε στὸ πί­σω μέ­ρος τοῦ μυα­λοῦ του καὶ τὰ συ­νή­θη –πλα­τω­νι­κῆς κα­τα­γω­γῆς– σφάλ­μα­τα ὅ­σων μά­ται­α καὶ πα­ρα­πλα­νη­τι­κὰ ἀ­πὸ θε­ω­ρη­τι­κῆς ἀ­πό­ψε­ως προ­σπα­θοῦν νὰ ἀ­πο­συν­δέ­σουν προ­γραμ­μα­τι­κὰ τὴν ἰ­σχὺ ἀ­πὸ τὴν βί­α ἢ τὴν ἐ­ξου­σί­α (λ.χ. Jaspers, Arendt). Ἀν­τὶ πολ­λῶν βλ. τὴν συ­νο­πτι­κὴ ἀλ­λὰ δι­α­φω­τι­στι­κὴ συ­ζή­τη­ση στὸ Π. Κον­δύ­λης, «Οἱ Φι­λό­σο­φοι καὶ ἡ Ἰ­σχὺ­ς» ἐν: Ἡ Ἡ­δο­νή, ἡ Ἰ­σχύς, ἡ Οὐ­το­πί­α, ὅ.π., σελ. 94-97 καὶ 59-64.

Ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν σχέ­ση βί­ας, ἐ­ξου­σί­ας καὶ ἰσχύος, ὁ Κον­δύ­λης συμ­πλη­ρώ­νει στὰ ἀ­κό­λου­θα ἀ­νέκ­δο­τα δελ­τί­α: «Ἡ βί­α…πε­ρι­ο­ρί­ζει τὶς ἀξι­ώ­σεις ἰσχύος τῶν ὑ­πο­κει­μέ­νων ἐ­νί­ο­τε μέ­χρι ση­μεί­ου νὰ τὶς ἐκ­μη­δενί­ζει. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ τά­ξη ἀ­φή­νει στὸ ὑ­πο­κεί­με­νο τὴν ἐ­πι­λο­γὴ τῆς συμ­μόρ­φω­σης ἢ τῆς ἐ­ξέ­γερ­σης ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὶς συ­νέ­πει­ες, ἔ­στω καὶ μὲ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς συν­τρι­βῆς τοῦ ἐ­ξε­γερ­μέ­νου. Ἐ­νῶ ἡ βί­α ἀ­χρη­στεύ­ει τὸ ὑ­πο­κεί­με­νο, ἡ τά­ξη μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με γιὰ τοὺς σκο­ποὺς μας» (ἀρ. 3984). «Στὴν ἠ­θι­κι­στι­κὴ πα­ρά­δο­ση –ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὸ ποιά ὑ­πόθε­ση ὑ­πη­ρε­τεῖ ἡ ἑ­κά­στο­τε ἠ­θι­κὴ– ἡ ἰ­σχὺς δι­α­στέλ­λε­ται συ­χνὰ ἀ­πὸ τὴ βί­α γιὰ νὰ το­νι­σθεῖ ὅ­τι ἡ ‘‘ἀ­λη­θι­νὴ’’ ἰ­σχὺς δὲν ἔ­χει σχέ­ση μὲ τὴν βί­α πα­ρὰ ρι­ζώ­νει σὲ ἠ­θι­κοὺς πα­ρά­γον­τες» (ἀρ. 3999). «Ἡ βί­α δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ προβάλ­λει γυ­μνὴ [καθὼς] καὶ ἡ ἐ­ξου­σί­α. Μό­νον ἡ ἰ­σχὺς μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἄρ­νη­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ της, ὡς συ­νερ­γὸς στὴν κα­τάρ­γη­ση τῆς ἰσχύος» (ἀρ. 4035). «Οἱ κα­νο­νι­στὲς ἀν­τι­πα­ρα­θέ­τουν τὴν ἰ­σχὺ καὶ τὴν ἐ­ξου­σί­α στὴν εἰ­ρη­νι­κὴ δι­α­μόρ­φω­ση τῆς κοι­νω­νί­ας. Ἡ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση εἶναι ἐσφαλ­μέ­νη δι­ό­τι ἰ­σχὺς ση­μαί­νει κα­θαυ­τὸ κοι­νω­νι­κὴ ἀ­ξίω­ση ἰσχύος ἡ ὁ­ποί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ προ­βλη­θεῖ ἀλ­λι­ῶς πα­ρὰ ὡς ἀ­ξίω­ση εἰ­ρη­νι­κῆς δι­α­μόρ­φω­σης τῆς κοι­νω­νί­ας» (ἀρ. 3907-8)∙ ἐνῶ σὲ ἀ­φο­ρι­σμὸ ποὺ ἀν­τι­στρέ­φει τὴν γνω­στὴ ρή­ση τοῦ Clausewitz γρά­φει στὸ ἴ­διο πνεῦ­μα ὅ­τι «ἡ πο­λι­τι­κὴ εἶναι ἡ συ­νέ­χι­ση τοῦ πο­λέ­μου μὲ ἄλ­λα μέ­σα». Νὰ μὴν λη­σμο­νη­θεῖ στὴν πα­ροῦ­σα συ­νάρ­τη­ση ὅτι ὁ Γορ­γί­ας ὑποστήριζε πὼς ἡ πει­θὼ γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ ὡς μορ­φὴ ἰσχύος δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀ­πὸ τὴ ‘‘βί­α’’ (Diels II, 298 B 11a). Εἰ­ρή­σθω ἐν πα­ρό­δῳ, ὅ­τι γιὰ τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς βί­ας εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὁ Κον­δύ­λης γρά­φει μὲ νό­η­μα: «Ἡ ἀ­που­σί­α φυ­σι­κῆς βί­ας ση­μαί­νει ὅ­τι τὸ ἔν­στι­κτο τῆς αὐ­το­συν­τή­ρη­σης γί­νε­ται πιὸ μαλ­θα­κό, λι­γό­τε­ρο πρό­θυ­μο νὰ με­τέλ­θει ἐ­πι­κίν­δυ­νες μορ­φὲς ἀ­να­μέ­τρη­σης. Ὅ­σοι ἀ­πο­κη­ρύσ­σουν τὴν ἀ­νοι­χτὴ βί­α, ποὺ εἶναι πάν­τα μιὰ μορ­φὴ εἰ­λι­κρίνειας, θὰ πρέ­πει νὰ ἀ­να­ρω­τη­θοῦν μή­πως στὴ θέ­ση της προ­ά­γουν τὴν ὑ­πο­κρι­σί­α. Τὸ ‘‘κα­λύ­τε­ρα ὑ­πο­κρι­τὴς καὶ ζων­τα­νὸ­ς’’ εἶναι ἁ­πλῶς ἡ φω­νὴ τῆς αὐ­το­συν­τή­ρη­σης – ὄ­χι ἡ μορ­φὴ τῆς ἠ­θι­κῆς» (δελ­τί­α ἀρ. 944-945).

32 Βλ. καὶ προ­α­να­φερ­θεῖ­σα ὑ­πο­ση­μεί­ω­ση ἀρ. 19.

33 Μὲ τὴν ἄ­πο­ψη αὐ­τὴ πε­ρὶ role-playing νὰ ἀ­πη­χεῖ, βέ­βαι­α, τὴν γνω­στὴ θέ­ση τοῦ William James, πὼς δι­α­θέ­τει κα­νεὶς τό­σους κοι­νω­νι­κοὺς ἑ­αυ­τοὺς ὅ­σοι εἶναι κι ἐ­κεῖ­νοι μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους σχε­τί­ζε­ται οὐ­σι­α­στι­κῶς, ἀν­τί­ληψη ποὺ ἔ­κτο­τε ἀ­πε­τέ­λε­σε ἀ­κρο­γω­νια­ῖο λί­θο μιᾶς ὁ­λό­κλη­ρης σχο­λῆς σκέ­ψης γιὰ τὴν συγ­κρό­τη­ση καὶ ὑ­φὴ τοῦ Ἑ­αυ­τοῦ – πα­ρα­κλά­δι τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ κι ὁ –δια­ρκῶς ἀ­να­πτυσ­σό­με­νος– το­μέ­ας τῆς λε­γό­μενης Ego Psychology (“A man has as many social selves as there are individuals who recognize him and carry an image of him in their minds” εἶ­ναι ἡ -πολ­λά­κις ὑ­πο­μνη­μα­τι­σθεῖ­σα- πρότα­ση τοῦ Ἀ­με­ρι­κά­νου στο­χα­στῆ ποὺ συμ­πυ­κνώ­νει τὴν ἐν λό­γῳ θέ­ση, στό: W. James, Selected Writings, ἐ­πιμ. G. H. Bird, Everyman, London 1995, σελ. 207).

34 Τὰ συγ­κε­κρι­μέ­να δελ­τί­α ἔ­χουν πε­ρι­λη­φθεῖ στὴν εὐ­σύ­νο­πτη ἐ­πι­λο­γὴ ἐ­κεί­νων ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τῆς δη­μο­σι­ό­τη­τας στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ὑ­πὸ τὸν γε­νι­κὸ τί­τλο «Ταυ­τό­τη­τα, Ἰ­σχύς, Πο­λι­τι­σμὸ­ς» (πε­νήν­τα δελ­τί­α) στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Νέ­α Ἑ­στί­α (σελ. 6-9) τὸν Ἰ­ού­λιο-Αὔ­γου­στο τοῦ 2004, τεῦ­χος 1769, σελ. 13. Βλέ­πε ἐδῶ καὶ τὴν ὡ­ραί­α κον­δύ­λεια ρή­ση – τὴν ἐ­λα­φρῶς πα­ραλ­λάσ­σου­σα ἢ ἐ­παυ­ξάνουσα τὴν ἰ­δέ­α τοῦ πα­ρα­πά­νω πα­ρα­θέ­μα­τος: «Ἡ στάθ­μι­ση προ­σε­πι­κου­ρεῖ τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια, δεί­χνον­τας πὼς ὁ,τι­δή­πο­τε κερ­δί­ζε­ται μέ­σα στὴν κοι­νω­νί­α ἔ­χει ἀν­τίτι­μο πάν­το­τε ὑ­περ­βο­λι­κὸ γιὰ τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια» (Π. Κον­δύ­λης, Εἰ­σα­γω­γὴ στό: Σαμ­φόρ, Στιγ­μή, Ἀ­θή­να 1994, σελ. 19).

35 Μὲ βά­ση αὐ­τά, ὁ Κον­δύ­λης ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι ἡ πα­ρα­βίαση τῆς ἑ­κά­στο­τε ἱ­στο­ρι­κῆς τά­ξης δὲν συνιστᾷ πα­ρα­βία­ση τῆς κοι­νω­νι­κο­ον­το­λο­γι­κῶς νο­ούμε­νης τά­ξης ἐν γέ­νει, πα­ρὰ πα­ρα­βίαση μιᾶς συγ­κε­κρι­μέ­νης ἢ κα­θε­στη­κυί­ας τά­ξης –χώ­ρια ποὺ συ­χνὰ καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α εἶναι (ὣς ἕ­να βαθμὸ του­λά­χι­στον) σε­βα­στὴ ἀ­πὸ τὸν πα­ρα­βά­τη, δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ὁ ποι­νι­κὸς ἐγ­κλη­μα­τί­ας λ.χ. δὲν θὰ ἔ­νι­ω­θε τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­πο­κρύ­ψει τὴν πρά­ξη του– ὅπως συχνὰ συμβαίνει. Στὴν πε­ρίπτω­ση ποὺ ὁ πα­ρα­βά­της τυγχάνει νὰ μὴν τὴν ἀ­πο­κρύ­πτει ἢ ἀποκηρύσσει ἀλλὰ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κει ἀ­νοι­χτὰ νὰ ἀ­να­τρέ­ψει τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν ­κρα­τούν­των κα­νό­νων (ἢ τὴν ἐμ­πράγ­μα­τη ἑρ­μη­νεί­α τους ἐν­τὸς συγ­κε­κρι­μέ­νων συν­θη­κῶν), τό­τε οὐ­σι­α­στι­κὰ ἄλλο δὲν κάνει παρά νὰ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ὑ­πο­ψή­φιος ἐ­ξου­σια­στής, λαμ­βά­νον­τας εὐ­ρύ­τε­ρη πο­λι­τι­κὴ θέ­ση.

Τὴν αἰτίαση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἰ­σχὺς καὶ ἐ­ξου­σί­α ἔ­χουν κοι­νὴ δο­μὴ καί, ὡς ἐκ τούτου, διακρίνονται λόγῳ εὔ­ρους (ἐμ­φα­νιζόμενες ἁπλῶς μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς μορ­φὲς καὶ φέρουσες δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πε­ρι­ε­χό­με­να) μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀντικρούσει, ἐφόσον στοιχειοθετήσει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἰ­σχὺς θε­ω­ρεῖ­ται εὐ­ρύ­τε­ρη τῆς ἐ­ξου­σί­ας ἐ­κτὸς ἀ­πὸ πο­σο­τι­κῆς, καὶ ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς ὑ­φῆς. Ἐ­άν, ἀπεναντίας, δείχνει δι­α­τε­θει­μέ­νος νὰ ἐ­ξο­βε­λί­σει τε­λεί­ως τὴν δι­ά­κριση ὑ­φῆς γιὰ νὰ κρα­τή­σει μο­νάχα τὴν δι­ά­κρι­ση εὔ­ρους, τό­τε οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ προι­κι­σμοὶ –ὡς ἡ πρώ­τη ὕ­λη γιὰ τὸν πο­ρι­σμὸ ἰσχύος– θὰ ἔ­πρε­πε στὰ μά­τια του νὰ λαμ­βά­νουν τι­μὲς ἀ­λη­θεί­ας (διάβαζε: ‘‘πραγ­μα­τι­κό­τη­τα­ς’’ τῆς ἰσχύος) ἀ­πὸ μό­νη τὴν δι­α­τίμη­σή τους σὲ σχέ­ση μὲ τὸν βαθ­μὸ ἐ­ξου­σί­ας ποὺ καταφέρνουν νὰ προ­σπο­ρί­ζουν στους φο­ρεῖς τους, κά­τι ἰ­δι­αί­τε­ρα πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νο.

Εἶναι ἕ­να με­γά­λο ζή­τη­μα –τὸ κεν­τρι­κό­τε­ρο ἴ­σως– ἐ­ὰν μὲ τὸν ὅρο ὑ­φὴ ὁ Κον­δύ­λης ἐν­νο­εῖ μορ­φὴ ἰσχύος ποὺ ἀν­τλεῖ τὴν αὐ­το­τέ­λεια καὶ ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α της δυ­νά­μει τῆς ἀ­νε­πα­νά­λη­πτης σκευ­ῆς τοῦ τύ­που της (λ.χ. ἀ­θλη­τι­κὴ ὑ­πε­ρο­χή, πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα, μου­σι­κὴ ἰ­δι­ο­φυί­α κ.ο.κ ὡς τέ­τοι­α) ἢ ἐ­ὰν ἐν­νο­εῖ τὴν μο­να­δι­κό­τη­τα τοῦ τρό­που διὰ τοῦ ὁ­ποί­ου μπαί­νει κά­θε φο­ρὰ σὲ λει­τουρ­γί­α ὁ ἑ­κά­στο­τε (ἤ­δη) θε­σμι­σμέ­νος τύ­πος προι­κι­σμοῦ. Οἱ τύ­ποι ἰσχύος εἶναι βέ­βαι­α σχε­τι­κὰ στα­θε­ροὶ (ἔ­στω καὶ ἂν κά­πο­τε ἐμ­πλου­τί­ζον­ται μὲ τὴν γέ­νε­ση νέ­ων) ἀλ­λὰ ἡ δι­α­τίμη­σή τους με­τα­βάλ­λε­ται ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς ἱ­στο­ρι­κὲς συν­θῆ­κες, χώ­ρια ποὺ οἱ ἑ­κά­στο­τε δι­α­τι­μή­σεις δὲν εἶναι κα­θο­λι­κές. Ἕ­να ἀ­τέ­λει­ω­το πα­ζά­ρι δι­α­τι­μή­σε­ων καὶ ἕνας πό­λε­μος κα­τίσχυ­σης ἑ­τε­ρο­γε­νῶν κρι­τη­ρί­ων φαί­νε­ται νὰ λαμ­βά­νει χώ­ρα.

Ἐ­δῶ ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ἐ­πι­λο­γές: εἴ­τε θε­ω­ροῦν­ται (μᾶλ­λον) πά­γιοι οἱ βα­σι­κοὶ τύ­ποι καὶ δι­α­φέ­ρει ὁ τρό­πος λει­τουρ­γίας τους (μὲ τὴν ἑ­τε­ρό­τη­τα τοῦ τρό­που νὰ συγ­κρο­τεῖ καὶ σὺν τῷ χρόνῳ νὰ ‘‘ἐ­πι­βάλ­λει’’ τὶς ἑ­κά­στο­τε νόρ­μες) εἴ­τε δη­μι­ουρ­γοῦν­ται νέ­οι τύ­ποι ἕ­νε­κα νέ­ων ἀ­ναγ­κῶν, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ­δη­γοῦν δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ προι­κι­σμοὶ (μὲ τοὺς τρό­πους κοι­νω­νι­κῆς λει­τουρ­γί­ας τους νὰ πα­ρα­μένουν σχε­τι­κὰ μονοδιάστατοι). Καὶ τὰ δύ­ο εἶναι δυ­να­τά. Τὸ δι­α­κυ­βευ­ό­με­νο πάν­τα ζή­τη­μα εἶναι σὲ ποι­ό βαθ­μὸ δύ­να­ται νὰ με­τρη­θεῖ ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ ἡ ἰ­σχὺς (ἐν­τὸς τῶν ἑ­κά­στο­τε συγ­κε­κρι­μέ­νων συν­θη­κῶν ἢ γε­νι­κά). Εἶναι πάν­το­τε συγ­κρί­σι­μη μὲ τὶς κρα­τοῦ­σες μορ­φὲς δι­α­τί­μησης μιὰ ὁ­ρι­σμέ­νη ἀ­το­μι­κὴ ἢ ὁμαδικὴ δι­α­τίμηση ὁ­ρι­σμέ­νου προι­κι­σμοῦ ἢ μή­πως ἡ βα­ρύ­τη­τα τοῦ ὅποι­ου ‘‘ποι­ο­τι­κοῦ’’ στοι­χεί­ου τοῦ ἀ­νή­κον­τος σ᾿ ἕναν προι­κι­σμὸ δὲν μπο­ρεῖ οὐ­σι­α­στι­κὰ (του­λά­χι­στον ὄ­χι ἐν λευ­κῷ καὶ σὲ κά­θε πε­ρίπτω­ση) νὰ δι­α­τι­μη­θεῖ, με­τρη­θεῖ, ἐ­ξαρ­γυ­ρω­θεῖ ἢ ἀν­ταλ­λα­χθεῖ μὲ κά­ποι­ο γνω­στὸ κοι­νω­νι­κὸ νό­μι­σμα, τοῦ ὁποίου μόνη ἡ κατοχὴ προσπορίζει κάποιο –μὴ ρη­τῶς προσ­δι­ο­ρί­σι­μο ἀ­πὸ κοι­νω­νι­κὴ ἔ­πο­ψη– «αἴ­σθη­μα ἰσχύος»;

Φαί­νε­ται, ὅπως καὶ νά ᾿χει, πὼς ἡ διακαὴς ἐ­πι­ζή­τη­ση ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κῶν τρό­πων ἐξαν­τι­κει­με­νί­κευ­σης ἢ ἀ­ξια­κῆς ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­σης τοῦ στοι­χεί­ου ἐ­κεί­νου προι­κι­σμοῦ (τῆς δε­ξι­ό­τη­τας ἢ τοῦ τα­λέν­του) τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πρώ­τη ὕ­λη πο­ρι­σμοῦ «αἰ­σθή­μα­τος ἰσχύος», ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἀ­πο­μα­κρύ­νει τοὺς φο­ρεῖς του ἀ­πὸ τὴν μέ­γιστη δυ­να­τὴ καλ­λι­έρ­γεια τοῦ ἴδιου τοῦ ποι­ο­τι­κοῦ στοι­χεί­ου.

36 Ἡ λέ­ξη ‘‘μα­ται­ο­δο­ξί­α’’ ἀ­βί­α­στα μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βα­σθεῖ ἐδῶ ὡς ἐ­πι­δίω­ξη πο­ρι­σμοῦ «ἐ­σώ­τε­ρου» ‘‘αἰ­σθή­μα­τος ἰσχύος’’, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καὶ στὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ χω­ρί­ο τοῦ Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πό­φαση, στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ Κον­δύ­λης ἀ­πο­φαί­νε­ται ὅ­τι ἡ ‘‘ἀ­συ­νέ­πεια’’ τῆς δη­μό­σιας ἀ­να­κοίνω­σης τῆς θε­ω­ρί­ας του ὀ­φεί­λεται σὲ ‘‘συγ­γρα­φι­κὴ μα­ται­ο­δο­ξί­α’’ (βλ. Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πόφαση, ὅ.π., σελ. 229).

37 Π. Κον­δύ­λης, «Στο­χα­σμοὶ καὶ Ἀ­πο­φθέγ­μα­τα», Νέ­α Ἑ­στί­α, Ἀ­θήνα, Νο­έμ­βριος 1999, σελ. 493. Γιὰ τὸν ἀ­να­βι­βα­σμὸ τῆς ση­μα­σι­ο­λο­γι­κῆς ἔν­τα­σης τοῦ χω­ρί­ου, δέ­ον ἡ ἔν­νοι­α τῆς ἐ­πι­δο­κι­μα­σί­ας νὰ νο­η­θεῖ ὡς εὐ­ρύ­τε­ρα νο­ού­με­νος συμ­με­ρι­σμὸς τῆς αὐ­το­κα­τα­νό­η­σης τοῦ ἄλ­λου – πρβλ. δελ­τί­α 5609-5610 ὅ­που ἐ­πι­ση­μαί­νε­ται πὼς ὁ ἐν λό­γῳ συμ­με­ρι­σμὸς εἶναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε ση­μαν­τι­κό­τε­ρος γιὰ τὸ ὑ­πο­κεί­με­νο ἀ­πὸ τὸν ἔπαι­νο ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρε­ται μο­νά­χα στὶς κα­λὲς ἢ ‘‘δη­μι­ουρ­γι­κέ­ς’’ του στιγ­μές.

38 Ὅ­ταν ἡ ὑ­πο­τα­κτι­κὴ πλευ­ρὰ δί­δει ἀ­φορ­μή, εἴ­τε μέ­σῳ μιᾶς ἀ­νοι­χτῆς ἀ­ξίω­σης ἔναντι τῆς κρα­τού­σας πλευ­ρᾶς εἴ­τε ἀ­φή­νον­τας νὰ δι­α­φα­νοῦν ση­μά­δια ἀμ­φι­σβή­τησης ἢ μελ­λον­τι­κῆς κι­νη­το­ποί­η­σης, κα­θι­στᾷ τὴν ἐ­νερ­γη­τι­κό­τη­τα τῆς ἐ­ξου­σι­α­στι­κῆς ἰσχύος πιὸ αἰ­σθη­τή∙ δι­ό­τι ἐδῶ ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός, μὴ γι­νό­με­νος ἀν­τι­λη­πτὸς ἀ­πὸ τὸν ἐ­ξου­σια­στὴ ἁ­πλῶς ὡς ἀ­βί­α­στος καὶ χα­λα­ρὸς φο­ρέ­ας ἑ­νὸς δε­δο­μέ­νου κοι­νω­νι­κοῦ ρό­λου ἢ πλή­ρως ταυ­τι­σμέ­νος μὲ τὴν συγ­κε­κρι­μέ­νη κοι­νω­νι­κή του θέ­ση πα­ρὰ ὡς ‘‘αὐ­το­τε­λὲς’’ κι ‘‘αὐ­τό­βου­λο’’ (‘‘φυ­σι­κὸ’’) ὑ­πο­κεί­με­νο τὸ ὁ­ποῖ­ο δυ­νη­τι­κὰ μπο­ρεῖ (γιὰ με­γα­λύ­τε­ρο ἢ μι­κρό­τε­ρο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα) νὰ ἐ­ξέλ­θει τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης κοι­νω­νι­κῆς του περ­σό­νας, προ­δί­δει αὐ­τό­μα­τα μιὰν ἐν­το­νό­τε­ρη ἐ­σω­τε­ρί­κευ­ση τῆς κα­τα­πι­ε­στι­κῆς βού­λη­σης τοῦ κρα­τοῦν­τος καί, συ­να­κο­λού­θως, μιὰ δυ­νη­τι­κὰ με­γα­λύ­τε­ρη μελ­λον­τι­κὴ ἀ­πει­λή. Τὸ ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτο ἐδῶ εἶ­ναι ὅ­τι τὸ προ­σω­πι­κὸ στοι­χεῖ­ο ποὺ ἀ­κρι­βῶς ‘‘ἐ­ξέ­χει’’ τοῦ πα­γι­ω­μέ­νου κοι­νω­νι­κοῦ ρό­λου, τὸ πα­ρου­σι­α­ζό­με­νο ἀ­πὸ μιὰν ἔ­πο­ψη (ἰ­δί­ως σὲ πε­ρί­ο­δο ἀ­νοι­χτοῦ ἢ ἀ­νο­μο­λόγη­του ἀν­τα­γω­νι­σμοῦ) ὡς ἀ­πει­λη­τι­κὸ ἢ ὑ­πο­νο­μευ­τι­κὸ γιὰ τὴν ἰ­σχὺ τῆς κρα­τού­σας πλευ­ρᾶς, εἶναι τὸ ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς στοι­χεῖ­ο ποὺ συνιστᾷ τὸ πιὸ πο­λύ­τι­μο μέ­ρος τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας πρὸς τὴν κρα­τοῦ­σα πλευ­ρὰ (μὲ διτ­τὴ ἔν­νοι­α: εἴ­τε ὡς ἡ δύ­να­μη ἐ­κεί­νη ποὺ τα­κτι­κὰ-ἐρ­γα­λειακὰ ‘‘βγά­ζει / δι­εκ­πε­ραι­ώ­νει τὴν δου­λει­ά’’ ὅ­ταν οἱ δύ­ο πλευ­ρὲς εἶναι πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νερ­γά­τες ἀπ᾿ ὅ,­τι ἀν­τα­γω­νι­στές, εἴ­τε, στὴν ἀν­τίθε­τη πε­ρί­πτω­ση, ὡς ἡ δύ­να­μη ἐ­κεί­νη ποὺ -‘‘αὐ­θαι­ρέ­τω­ς’’ ἢ μο­νο­με­ρῶς ἑρμηνευ­μέ­νη ἀ­πὸ μέ­ρους τοῦ κρα­τοῦν­τος ὡς ‘‘φυ­γό­κεν­τρη’’- νο­μι­μο­ποι­εῖ τὸ status τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ νόμιμης βίας τοῦ τε­λευ­ταί­ου ὡ­σὰν νὰ ἦ­το ἀπολύτως ‘‘ἀ­ναγ­καί­α’’ γιὰ νὰ κατασφαλίσει τὴν [ἐπὶ τοῦ παρόντος ‘‘διασαλευθεῖσα’’ ἢ ‘‘ἐπαπειλούμενη’’] τά­ξη).

Ἡ ἀνά­δυ­ση τῆς ἀ­το­μι­κῆς-‘‘ἀ­πο­κλί­νου­σας’’ στιγ­μῆς ἢ ἡ ἀ­νά­συρ­ση τοῦ προ­σώ­που μέ­σα ἀ­πὸ τὰ κε­λεύ­σμα­τα τοῦ πε­τρω­μέ­νου κοι­νω­νι­κοῦ ρό­λου μπο­ρεῖ, ἀ­πὸ τὴν ἔ­πο­ψη τοῦ ἔ­ξω­θεν πα­ρα­τη­ρη­τῆ, νὰ ἑρμηνευ­θεῖ στὴν δεύτερη αὐ­τὴ πε­ρίπτω­ση ὡς μιὰ ἀ­νε­πί­γνω­στη ἐρ­γα­σια­κὴ ὑ­πε­ρα­ξί­α κα­τ᾿ ἀν­τίθε­ση πρὸς τὴν ἀ­μι­γῶς τυ­πι­κὴ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ στάση (ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ πεί­σει ὅ­τι ‘‘δὲν ὑ­πο­τάσ­σο­μαι σ᾿ ἐ­σέ­να, ἀλ­λὰ στὴ θέ­ση σου, δὲν ὑ­πο­τάσ­σο­μαι ἐ­γὼ ἀλ­λὰ ἡ περ­σό­να μου’’). Στὰ δελ­τί­α ἀρ. 3450-1 γρά­φει ὁ Κον­δύ­λης σχετικά: «Χω­ρὶς πα­ρα­βία­ση τῶν θε­σμῶν δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­τευ­χθεῖ τὸ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο μέ­ρος τῆς ἐρ­γα­σί­ας στὴν ὥ­ρα του. Τὸ νὰ ἐρ­γά­ζε­σαι αὐ­στη­ρὰ μὲ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ πρω­το­κόλ­λου εἶναι συ­χνὰ ἡ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη μορ­φὴ ἀ­περ­γί­ας. Ἔ­τσι οἱ κοι­νω­νι­κοὶ δι­α­κα­νο­νι­σμοὶ καὶ προ­σαρ­μο­γὲς ποὺ ὑ­πο­νο­μεύ­ουν τὴν ἐ­ξου­σί­α τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἀ­ναγ­καῖ­α τὴν κα­θι­στοῦν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κή. Πα­ρα­βία­ση θε­σμῶν στε­ρε­ώ­νει συ­χνὰ τὴν ἐ­ξου­σί­α κα­θὼς πα­ρα­βλέ­πον­ται οἱ τύ­ποι καὶ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἡ οὐ­σί­α∙ ἑδραι­ώ­νουν ἐ­ξου­σί­α ἐ­νερ­γο­ποι­ών­τας τὴν ἀ­πο­τρε­πτι­κὴ ἰ­σχύ της».

39 Δίπλα στὰ ἀ­νω­τέ­ρω ση­μαί­νον­τα δελ­τί­α (ἢ πα­ρα­θέ­μα­τά τους) τὰ ἐμ­πε­ρι­έ­χον­τα ἰ­δι­ό­τη­τες καὶ γνω­ρί­σμα­τα τῆς ἔννοιας τῆς ἰσχύος, μπο­ρεῖ νὰ προ­στε­θεῖ χο­ρεί­α ἀν­τί­στοιχων ἄλ­λων. Πα­ρα­θέ­του­με ἐν­δει­κτι­κοὺς μο­νά­χα τί­τλους γιὰ τὸν φι­λέ­ρευ­νο με­λε­τη­τή: ἀρ. 4185-6 (ἰ­σχὺς καὶ μέλ­λον), 4508-9 (ἰ­σχὺς καὶ πε­πε­ρα­σμέ­νο), 3841-2 (ἰ­σχὺς νο­ού­μενη ὄ­χι μὲ βι­ο­λο­γι­στι­κὴ καὶ ἠ­θι­κι­στι­κὴ ἔν­νοι­α), 4054-4055 (ἰ­σχὺς ὡς ἀ­πο­φυ­γὴ χρεί­ας καὶ ὡς ἐ­πι­βο­λή), 3836 (ἐν­δε­χό­με­νη σύν­δε­ση ἰσχύος μὲ ἀ­ξί­ες, ἐ­ξου­σί­ας μὲ νόρ­μες), 4161-2, 5281, 3903 (προ­νο­η­τι­κό­τε­ρη ἄσκηση ἰσχύος διὰ τῆς μὴ ὁ­λο­σχε­ροῦς ἐ­ξόν­τω­σης τοῦ ἀν­τι­πά­λου), 4608-4609 (ἰ­σχὺς ὡς ἐ­πιρ­ρο­ὴ ἐ­πὶ τῶν ἄλ­λων καὶ –κυ­ρί­ως– ὡς ἔ­λεγ­χος ἑ­αυ­τοῦ), 4192 (ὁ­ρι­σμὸς ἰσχύος ὡς αὐ­τοῦ ποὺ ἀ­πο­δί­δει ἐ­σώ­τε­ρη ἐ­πι­τέ­λε­ση δρά­σης), 3621-2, 4430[00070] (ὁ­ρι­σμοὶ ἰσχύος ὡς ἱ­κα­νό­τη­τας πραγ­μά­τω­σης ση­μαν­τι­κῶν ἀ­πο­θε­μά­των καὶ ὡς ἀ­πό­κτη­σης πό­ρων), 4039 (ἰ­σχὺς καὶ δι­α­τίμη­ση), 4777-8 (μέ­γε­θος ἀ­νι­σό­τη­τας ἰσχύος μει­ώ­νει ἠ­θι­κὲς ἀ­να­στο­λές), 3879 & 3937-3938 (ἰ­σχὺς ὡς σχέ­ση καὶ ὡς προ­νό­μια: στὸ πρῶ­το δελ­τί­ο περιγρά­φε­ται ἡ δυ­να­τό­τη­τα πραγ­μα­το­ποί­η­σης τῆς ἐν λό­γῳ δι­ά­κρισης, γιὰ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἡ τε­λευ­ταί­α ‘‘ἐν­δε­χο­μέ­νως ἄ­γο­νη’’ στὰ ἑ­πό­με­να δελτία, δε­δο­μέ­νου πώς, κα­θὼς λέ­γε­ται, «εἶναι δύσκο­λο νὰ ἔ­χει κά­ποι­ος ἰ­σχυ­ρὰ κοι­νω­νι­κὰ πλε­ο­νε­κτή­μα­τα χω­ρὶς αὐ­τὰ νὰ ὑ­πο­πέ­σουν στὴν ἀν­τίλη­ψη κά­ποιου ἄλ­λου»), 4281-2, 3881-2 (εἴ­δη ἰσχύος: ἐ­πα­να­λη­πτι­κὴ καὶ ἐ­πε­κτα­τι­κή, χρη­σι­μο­θη­ρι­κή, ἐ­πι­θε­τι­κή, ἀ­πο­τρε­πτι­κή, πεί­θου­σα «σὲ ἑ­κά­στο­τε δι­α­φο­ρε­τι­κὸ συ­σχε­τι­σμὸ ὅ­που μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἀλ­λη­λο­ε­ξου­δε­τε­ρώ­νον­ται»), 4718-4731 (πρω­το­γε­νεῖς μη­χα­νι­σμοὶ αὐ­το­συν­τή­ρη­σης ἀ­νι­χνεύ­ον­ται στὸ ‘‘Ἐ­κεῖ­νο’’ (Id): ὡ­στό­σο, ὁρ­μὴ αὐ­το­συν­τή­ρη­σης μο­λο­νό­τι ἀρ­χι­κὰ πλή­ρως συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ ἀρ­χὴ ἡ­δο­νῆς δι­α­στέλ­λε­ται ἀ­πὸ τε­λευ­ταί­α χά­ριν πο­ρι­σμοῦ τῆς –εὐ­ρύ­τε­ρα νο­ου­μέ­νης– ἰσχύος), 3970-1 (ἰ­σχὺς καὶ κῦ­ρος), 3972-3 (πρόθε­ση καὶ ἰ­σχύς, ἰ­σχὺς καὶ ἐ­πιρ­ρο­ή: O Marx ἄ­σκη­σε ἰ­σχὺ στὸν εἰ­κο­στὸ αἰ­ώνα, ὅ­μως ἤ­θε­λε νὰ ἀσκήσει τέ­τοι­α ἰ­σχύ;). Δί­πλα στοὺς πα­ρα­πά­νω τί­τλους νὰ ὑ­πο­μνη­σθεῖ καὶ ἡ πλειά­δα τῶν χω­ρί­ων ἡ ἀ­να­φε­ρόμενη στὴν ἔν­νοι­α τῆς ἑ­τε­ρο­γο­νί­ας τῶν σκο­πῶν μὲ τὴν ὁ­ποί­α, ὅ­πως εἶναι πρό­δη­λο, συν­δέ­ε­ται ἡ ἔν­νοι­α τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης κοι­νω­νι­κῆς ἰσχύος. Ἐν­τε­λῶς ἐν­δει­κτι­κά: βλ. δελ­τί­α ἀρ. 3525-3534, 3593-4,4210-11, 4552.

40 «Ἡ δρά­ση ἑ­νὸς προ­σώ­που ἢ ὑ­πο­κει­μέ­νου δὲν κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸν ‘‘ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ’’ συ­να­στε­ρι­σμὸ ἰσχύος, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­τίμησή της. Ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ μέ­τρηση τῆς ἰσχύος δὲν ὑ­πάρ­χει, μό­νο τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα μιᾶς ἀ­να­μέτρη­σης μπο­ρεῖ νὰ τὴν ὑ­πο­κα­τα­στή­σει, ὅ­μως καὶ ἡ ἀ­να­μέ­τρη­ση δὲν κα­θο­ρί­ζε­ται μό­νο ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξου­σι­α­στι­κὴ ἰ­σχὺ ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν συ­νει­δη­το­ποί­η­ση καὶ εὔ­στο­χη ἢ ἀ­στο­χη χρή­ση αὐ­τῆς τῆς σχέ­σης ἀ­πὸ μέ­ρους τῶν ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νων» (δελ­τί­α ἀρ. 4571- 4572 – ἔμ­φα­ση δι­κή μου).

41 Βλ. προ­α­να­φερ­θέν­τα δελ­τί­α ἀρ. 3741& 3960.

42 Max Weber, Economy and Society, ἐ­πιμ. G. Roth & Cl. Wittich, University of California Press, Los Angeles, 1978, σελ. 53, 941-947.

43Προ­σο­χή: Νὰ προ­σαρ­τή­σει ἢ ἐν­σω­μα­τώ­σει στοι­χεῖ­α ἐ­ξου­σί­ας, ὄ­χι ἁ­πλῶς καὶ μό­νον βί­ας! Μιὰ ἔν­νοι­α αὐ­θεν­τί­ας λ.χ. ἀποτυπώνεται ἢ εὐ­δο­κι­μεῖ στὴν ψυ­χὴ τῶν ἀν­θρώ­πων μὲ ποι­κί­λα μέ­σα καὶ τρό­πους (μο­λο­νό­τι ἡ ἀ­πει­λὴ βί­ας –ἂν ὄ­χι κι ἡ σπο­ρα­δι­κὴ χρή­ση της– συ­χνὰ δὲν ἀ­που­σιά­ζει ἀ­πὸ τὴν δι­α­δι­κα­σί­α ἐσωτερίκευσης τῆς αὐθεντίας καὶ ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­σης – ταμπου-ποίησής της).

44 Βλ. πα­ρα­πά­νω δελ­τί­α ἀρ. 3660-1 & 4839-4840.

45 Βλέ­πε ὑ­πο­ση­μεί­ω­ση ἀρ. 12.

46 Ἔ­στω δηλ. καὶ ἐ­ὰν δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται ταυ­τό­χρο­να σ᾿ ἕναν βαθμὸ ἡ ἰ­δί­α «ὑ­πο­κει­με­νι­κὴ ἰ­σχὺς» εἰ­λι­κρι­νὰ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται κι ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν κυ­ρι­αρ­χού­με­νο ὡς πε­νι­χρὸ μέ­ρι­σμα τῆς «ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰσχύος» τοῦ νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νου ἐ­ξου­σια­στῆ, δηλ. νὰ νοεῖ­ται ὡς με­ρι­κῶς ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νη στὴν πα­ρα­πά­νω πε­ριρ­ρέ­ου­σα ἀ­να­πα­ρά­στα­ση / εἰ­κό­να πε­ρὶ τοῦ τί ἐ­στι ἰ­σχὺς ἐν γέ­νει.

47 Χώρια, βέ­βαι­α, ποὺ καὶ ἡ ψευ­δαί­σθη­ση ἢ ἡ ἀ­μι­γῶς ‘‘ἀ­το­μι­κὴ’’ (δι­ά­βα­ζε ἐδῶ: σο­λι­ψι­στι­κὴ) ἰ­σχύς, δύ­να­ται, πρό­σκαι­ρα ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον, νὰ τί­θε­ται στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α πο­ρι­σμοῦ ἁ­πτῆς κοι­νω­νι­κῆς ἰσχύος ὅ­σο τὸ ὑ­πο­κεί­με­νο ἐ­νερ­γεῖ στὴν βά­ση τῆς ‘‘ἀ­κλό­νη­τη­ς’’ πε­ποί­θη­σης ὅ­τι τὸ ἴ­διο δι­α­θέ­τει με­γα­λύ­τε­ρη ἰ­σχὺ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νην στὴν ὁ­ποί­α ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται τὰ ‘‘πραγ­μα­τι­κά’’ του δε­δο­μέ­να ἢ ἀ­πο­θέ­μα­τα καὶ ὁ Ἄλ­λος τυγ­χά­νει νὰ μὴν γνω­ρί­ζει τού­τη τὴν ἀ­συμ­με­τρί­α.

48Βλ. ἀ­νέκ­δο­το κον­δύ­λει­ο δελ­τί­ο ἀρ. 4409. Νὰ προ­σε­χθεῖ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­τι ὁ Κον­δύ­λης κα­τέ­στη­σε σα­φὲς ὅ­τι «τὸ» ‘‘Πο­λι­τι­κό­ν’’, μο­λο­νό­τι προ­ϋ­πο­τί­θε­ται στὶς κοι­νω­νι­κὲς ἀλ­λη­λε­νέρ­γει­ες ὡς λαν­θά­νου­σα (καὶ κα­τὰ βά­ση ἄ­μορ­φη) ὑ­πε­ρεμ­πει­ρι­κὴ ἀρ­χή, οὐ­δέ­πο­τε ἐν τῇ πρά­ξει ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς τέ­τοι­ο ἢ κα­θ᾿ ὁ­λο­κλη­ρί­αν (ὡς ἐν ἀ­πο­λύ­τῳ ἐν­νοί­ᾳ πραγ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ ‘‘κοι­νοῦ κα­λοῦ’’ ποὺ κάποιος ἐπικαλεῖται) πα­ρὰ μο­νά­χα διὰ τῆς ἑ­κά­στο­τε συγ­κε­κρι­μέ­νης (= με­ρι­κευ­τι­κῆς) ‘‘πο­λι­τι­κῆ­ς’’. Ἡ ἔν­νοι­α τοῦ Πο­λι­τι­κοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ λοι­πὸν ἀ­ναγ­καί­α προ­ϋ­πό­θε­ση κά­θε (ἱ­στο­ρι­κὰ-κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ νο­ούμε­νης) κοι­νω­νι­κῆς τά­ξης καὶ συ­νο­χῆς, ἀλ­λὰ ἡ ση­μα­σί­α ἢ τὸ ἀ­ξια­κό της βά­ρος δὲν ἀπορ­ρέ­ει ἀ­πὸ τὴν ὀν­το­λο­γι­κή της αὐ­θυ­παρ­ξί­α ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ‘‘νο­ε­ρὴ’’- φαν­τα­σια­κὴ λει­τουρ­γί­α της ἐν­τὸς τοῦ πλέγ­μα­τος τῶν κοι­νω­νι­κῶν ἀλ­λη­λε­πι­δρά­σε­ων. Ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς δι­α­σα­φη­νί­ζει ἐ­τοῦ­το ἄ­με­σα (βλ. Τὸ Πο­λι­τι­κὸ καὶ ὁ Ἄν­θρω­πος, μτφρ. Λ. Ἀ­να­γνώ­στου, Θε­μέ­λιο, Ἀ­θή­να 2007, σελ. 276 κ.ἑ. – ἰ­δί­ως 282, 285/6) ἀλ­λὰ καὶ ἔμ­με­σα, ὅ­ταν πα­ρα­δέ­χε­ται πὼς ἡ μορ­φο­λο­γι­κή του θε­ω­ρί­α ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τ᾿ οὐ­σί­αν πνευ­μα­τι­κὸ προ­ϊ­ὸν τοῦ συμ­βα­τι­κι­σμοῦ.

49 Σ᾿ ἕναν ἀ­φο­ρι­σμό του λ.χ. ὁ Κον­δύ­λης θὰ γρά­ψει σχε­τι­κὰ ὅ­τι «ὁ τω­ρι­νὸς κυ­ρί­αρ­χος ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τὴν λο­γι­κὴ [θὰ προ­σέ­θε­τα: καὶ τὴν ἀ­σφά­λεια], ὁ μελ­λον­τι­κὸς ὑ­μνεῖ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α». Π. Κον­δύ­λης, «Στο­χα­σμοὶ καὶ Ἀ­πο­φθέγ­μα­τα», Νέ­α Ἑ­στί­α, Ἀ­θήνα, 1999, σελ. 495.

50 Προ­τι­μοῦ­με τὸν ὅρο «συμ­βα­τι­κὰ» ἐν προ­κει­μέ­νῳ ἀ­πὸ τὸν ὅρο «κα­τα­χρη­στι­κά», δι­ό­τι, ὅπως εἴ­πα­με, λαμ­βά­νει πράγ­μα­τι χώ­ρα μιὰ κοι­νω­νι­κὰ ‘‘πι­στο­ποι­ή­σι­μη’’ σύγ­κρι­ση με­τα­ξὺ τῶν δι­α­φό­ρων μορ­φῶν ἰσχύος (ἀ­κό­μη καὶ ἂν συ­χνὰ τὰ συγ­κρι­νό­με­να με­γέ­θη στὴν πο­ρεί­α με­τα­βάλ­λον­ται κα­θι­στών­τας τὴν δι­α­δι­κα­σί­α δι­α­τίμη­σης συ­νε­χῶς ἐ­πί­και­ρη ἐ­ξαι­τί­ας ἀ­κρι­βῶς τῆς δια­ρκοῦς ρευ­στό­τη­τας). Ὁ φο­ρέ­ας τῆς ἑ­κά­στο­τε κρα­ται­ᾶς ἐ­ξου­σί­ας ἢ μιᾶς ση­μαί­νου­σας μορ­φῆς ἰσχύος θέ­λει βέ­βαι­α ἐ­κλαμ­βά­νειν τὴν τε­λευ­ταί­α ὡς ἀ­κλόνη­τη καὶ ἀ­πα­ρα­σά­λευ­τη γιὰ ν᾿ ἀπο­σεί­σει κά­θε ὑ­πο­ψία πε­ρὶ τοῦ ‘συμ­βα­τι­κοῦ’ κι ἀ­στα­θοῦς χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἑ­κά­στο­τε ἀ­πο­τίμη­σής της. Ὅ­πως καὶ νὰ ἔ­χει, φαί­νε­ται στὸ βά­θος τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου νὰ πα­γι­ώ­νον­ται -ἀ­νὰ σε­βα­στὰ χρο­νι­κὰ δι­α­στή­μα­τα- ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρίο­πτες μορ­φὲς ἢ δι­α­κρι­τοὶ τύ­ποι κοι­νω­νι­κῆς ἰσχύος, γε­γο­νὸς ποὺ ἐ­πι­τρέ­πει ἄλ­λω­στε καὶ τὴν δι­ά­σω­ση ἐ­ξε­χουσῶν προσωπικοτήτων μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α.

51 Στὸ δελ­τί­ο ἀρ. 4552 ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς γρά­φει: « …ναὶ μὲν ὁ ἄν­θρω­πος κά­νει τὴν ἱ­στο­ρί­α του, ὅ­μως δὲν τὴν ξέ­ρει».

52 Ἐν­δει­κτι­κά, ὅ­σο καὶ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ἐ­πι­ση­μαί­νει συ­να­φῶς ὁ Κον­δύ­λης: «Ἱ­στο­ρι­κοὶ ἰ­δε­ό­τυ­ποι – κα­πι­τα­λι­σμὸς –, στοὺς ὁ­ποί­ους κρυ­σταλ­λώ­νε­ται ἡ συλ­λο­γι­κὴ δρά­ση, γεν­νι­οῦν­ται ἱ­στο­ρι­κὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­τε­ρο­γο­νί­α τῶν σκο­πῶν, ὡ­στό­σο, ἡ κα­θα­ρό­τη­τά τους ὑ­πο­βάλ­λει τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι βγήῆκαν ἀ­πὸ κα­θα­ρή εὐ­θύ­γραμ­μη – τα­κτι­κὴ ὀρ­θο­λο­γι­κό­τη­τα ὡς πρὸς τὴν τά­ξη, ὅ­τι δηλ. ἡ δρά­ση ποὺ τοὺς δη­μι­ούρ­γη­σε εἶ­χε ὑ­πο­κει­με­νι­κὰ αὐ­τὸ τὸ νό­η­μα. Ὅ­μως αὐ­τὸ τὸ νό­η­μα τὸ ἔ­χει μό­νον ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ – σκο­πιὰ πα­ρα­τη­ρη­τῆ– ὁ ὁ­ποῖ­ος κιν­δυ­νεύ­ει νὰ θε­ω­ρή­σει ὡς ὑπο­κει­με­νι­κὸ νό­η­μα ὅ,τι ὑ­φί­στα­ται ὡς ἱ­στο­ρι­κὸ μόρ­φω­μα» (ἀ­νέκ­δο­τα δελ­τί­α ἀρ. 5397-8). Ἡ ἕτερη ἰ­δέ­α τῆς ἀ­ξι­ο­ποί­η­σης τῆς λα­ϊ­κῆς ‘‘ἐ­πα­να­στα­τι­κῆς’’ δρά­ση­ς γιὰ τὴν ὑ­φαρ­πα­γὴ τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ τὴν στε­ρέ­ω­ση τοῦ δι­α­δε­χθέν­τος (ἐκ­με­ταλ­λευ­τι­κοῦ) status quo ἀ­πὸ μέ­ρους τῶν νέ­ων κυρίαρ­χων –τὴν ὁ­ποί­α ὀ­ξυ­δερ­κῶς ἀ­νέ­λυ­σαν στὰ γραπτά τους οἱ Ἀ. Λαυ­ραν­τώ­νης καὶ Π. Κον­δύ­λης– δὲν χάνει τὴν σημασία καὶ εὑρετικὴ ἀξία της στὸ φῶς τῆς παραπάνω εὐρύτερης διαπίστωσης παρὰ συμπληρώνεται (ἢ σχετικεύεται σ᾿ ἕναν μόνο βαθμό). Γιὰ τὴν δεύτερη αὐτὴ ἰδέα βλ. Ἀ. Λαυ­ραν­τώ­νης, «Ἡ Ἐ­πα­να­στα­τι­κὴ Ἰ­δε­ο­λο­γί­α καὶ οἱ Με­τα­μορ­φώ­σεις της» στό: Μαρ­τυ­ρί­ες, ἀρ. 10, Ἀ­θή­να 1964, σελ. 4-9· Π. Κον­δύ­λης, Πρό­λο­γος στό: J. Burnham, Ἡ Ἐ­πα­νάσταση τῶν Δι­ευ­θυν­τῶν, μτφρ. Π. Κον­δύ­λης, Κάλ­βος, Ἀ­θήνα 1970, σελ. 9-24 (κυ­ρί­ως σελ. 22)· Ἀ. Λαυ­ραν­τώ­νης, «Τὰ Δι­α­μορ­φω­τι­κὰ Χρό­νια τοῦ Π. Κον­δύ­λη» στό: Ση­μει­ώ­σεις, ἀρ. 54, Ἀ­θήνα 2000 σελ. 25 κ.ἑ.

53Ἡ ὡ­ραί­α ὅ­σο καὶ εὔ­στο­χη αὐ­τὴ πρό­τα­ση ἀν­τλή­θη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὴ συ­νο­μι­λί­α μὲ τὸν Ἀντώ­νη Λαυ­ραν­τώ­νη, γιὰ νὰ δη­λώ­σει γε­νι­κὰ πώς: ὅ,τι συγ­κρου­σια­κὸ ἢ ἀλ­λη­λο­αν­τι­τι­θέ­με­νο ἐμ­πε­ρι­κλείε­ται μέ­σα στὰ ὑ­λι­κὰ ἢ τὰ στοι­χεῖ­α ποὺ συν­θέ­τουν ἕ­να κοι­νω­νι­κὸ μόρ­φω­μα, ἐ­τοῦ­το ἀ­κρι­βῶς φαί­νε­ται νὰ ‘περ­νά­ει’ σπερ­μα­τι­κὰ καὶ στὰ ‘‘προ­ϊ­όν­τα’’ ἢ ‘‘πα­ρά­γω­γά’’ του (δηλ. τε­λι­κὰ στὶς ἀ­το­μι­κὲς συ­νει­δή­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες δομήθηκαν μέσα στὸ ἐν λόγῳ μόρ­φω­μα). Ἐν σχέ­σει δὲ μὲ τὴν ἔν­νοι­α τῆς ταυ­τότη­τας, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με πα­ρα­λαμ­βά­νον­τας τὴν πα­ρα­πά­νω ἰ­δέ­α: Ἐπειδὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ συγ­κρό­τη­ση τῆς ὑ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τας συν­τε­λεῖ­ται στοὺς κόλ­πους τοῦ ἑ­κά­στο­τε ἱ­στο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κοῦ μορ­φώ­μα­τος, τὸ ὁ­ποῖ­ο μὲ τὴν σειρά του ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ τὴν λει­τουρ­γί­α τοῦ μη­χα­νι­σμοῦ τῆς ἑτε­ρο­γο­νί­ας τῶν σκο­πῶν, ἡ ταυ­τό­τη­τα τῶν ἀ­το­μι­κῶν ὑ­πο­κει­μέ­νων μο­νάχα γι­νό­με­νη τό­σο πε­ρι­ε­κτι­κὴ ἡ ἴ­δια ὥ­στε νὰ χω­ρά­ει (καὶ νὰ ἀ­να­λι­ώ­νει σ᾿ ἕ­να συν­θε­τό­τε­ρο μάγ­μα) γε­νι­κὰ ἀλ­λη­λο­συγ­κρου­ό­με­να με­τα­ξύ τους στοι­χεῖ­α, δι­α­τη­ρεῖ τὸν πε­ρι­χα­ρα­κω­τι­κὸ καὶ λει­τουρ­γι­κό της ρό­λο.

Ἡ ταυ­τό­τη­τα, μὲ βά­ση τὴν πα­ρα­πά­νω θέ­ση, με­τα­σχη­μα­τί­ζει τις ἀν­τι­θέ­σεις, δὲν τὶς ἐ­ξα­λεί­φει. Ἐ­πει­δὴ –ὅ­πως λέ­ει ὁ Κον­δύ­λης– «τὸ ἐ­γὼ εἶναι ἕ­να ἐ­νερ­γεια­κὸ ρευ­στὸ ποὺ μορ­φο­ποι­εῖται χε­ό­με­νο σὲ δι­ά­φο­ρα ἀγ­γεῖ­α» (βλ. «Ταυ­τό­τη­τα, Ἰ­σχύς, Πο­λι­τι­σμὸ­ς» (50 δελ­τί­α), Νέ­α Ἑ­στί­α, Ἀ­θήνα, 7-8 / 2004 ὅ.π., σελ. 16) δέ­ον ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα νὰ ἐκλαμβάνεται ἡ ταυτότητα ὡς μιὰ κρυσταλλωθεῖσα (ἀπὸ τὴν ἀρχικὰ ρευστὴ κατάσταση) ἑ­νο­ποι­η­τι­κὴ μορ­φο­πλα­στι­κὴ ‘‘συ­σκευ­ὴ’’ [shaper] τῶν ἑ­τε­ρό­κλη­των με­τα­ξύ τους κα­θέ­ξε­ων καὶ ἀ­πο­κα­θέ­ξε­ων, ἐ­πεν­δύ­σε­ων καὶ ἀ­πο­ε­πεν­δύ­σε­ων. Μὲ μιὰ βα­θύτε­ρη ἔν­νοι­α, εἶναι ἀ­κρι­βῶς ἡ ἔλλει­ψη τῆς ‘‘με­γά­λη­ς’’ αὐ­το­γνω­σί­ας (ὅ­τι κά­ποι­ος ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν ‘‘τό­πο’’ ἐ­νερ­γῶν ἀν­τι­φα­τι­κῶν στοι­χεί­ων) ἢ ἡ λή­θη τοῦ ἑ­αυ­τοῦ ὡς ‘‘ἔν­σαρ­κης ἐ­ξαν­τι­κει­με­νί­κευ­σης τῆς ἑτε­ρο­γο­νί­α­ς’’, ἐ­κεί­νη ποὺ ἐ­νι­σχύ­ει τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­ση, ἀ­να­ζω­ο­γο­νεῖ τὸ κί­νη­τρο δρά­σης καὶ γεν­νᾷ τὰ με­γά­λα ἔρ­γα. Εἶναι ἡ ‘‘ἐ­πι­τευ­χθεῖ­σα’’ ἢ ‘‘κα­τα­κτη­θεῖ­σα’’ ἀ­νει­λι­κρί­νεια (ἡ κα­τά­ τι ‘γο­νι­μό­τε­ρη’ ἀ­πὸ τὴν ‘‘ἐ­πι­φα­νει­α­κό­τη­τα ἀ­πὸ βά­θο­ς’’ ποὺ ἔ­λε­γε ὁ Nietzsche) καὶ ὄ­χι ἡ ἐ­πι­τε­λε­σθεῖ­σα εἰ­λι­κρί­νεια ἐ­κεί­νη στὴν ὁ­ποί­α πρέ­πει νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ ὕ­ψι­στος φό­ρος τι­μῆς γιὰ τὴν πε­ρίσω­ση τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς ὁρμῆς. Ὅ­πως ἀ­πα­ρά­μιλ­λα τὸ ἐ­ξέ­φρα­σε σὲ δύ­ο πα­ρα­θέ­μα­τά του ὁ φι­λό­σο­φός μας: «Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ συ­σπει­ρώ­σει καὶ νὰ πε­ρι­χα­ρα­κώ­σει τὸν ἑ­αυ­τό του ἀν­τὶ νὰ τὸν δι­α­χύ­σει, πρέ­πει νὰ φτιά­χνει καὶ νὰ καί­ει ὁ­μοι­ώ­μα­τά του προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­πο­σπά­σει τὴν προ­σο­χὴ ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό του τὸν ἴ­διο» (Βλ. Π. Κον­δύ­λης, Εἰ­σα­γω­γὴ στο: Machiavelli, Κάλ­βος Ἀ­θήνα 1970, σελ. 118 – δι­κή μου ἔμ­φα­ση)∙ «Ἡ πραγ­μα­τι­κὴ αὐ­το­γνω­σί­α, ἂν ἦταν δυ­να­τή, ἐν­δεί­κνυ­ται πο­λὺ λι­γό­τε­ρο, ἴ­σως, σὰν κί­νη­τρο γιὰ δρά­ση. Ἡ πλα­σμα­τι­κό­τη­τα, τὸ ἑτε­ρό­φω­το τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας δὲν ἐξα­σθε­νί­ζουν τὴν πά­λη της γιὰ ἀ­να­γνώ­ριση – ἀν­τί­θε­τα» (ἀ­νέκ­δο­το δελ­τί­ο ἀρ. 4748 – ἔμ­φα­ση δι­κή μου).

54Ἀ­να­λυ­τι­κὰ γιὰ τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ­το βλ. Π. Κον­δύ­λης, Ἡ Ἡ­δο­νή, ἡ Ἰ­σχύς, ἡ Οὐ­το­πί­α, Στιγμή, Ἀ­θή­να 1992, σελ. 59 κ.ἑ., 102-103.

55 Βλ. καὶ τὸ ἀ­νω­τέ­ρω πα­ρα­τε­θὲν δελ­τί­ο ἀρ. 3656.

56Ἀ­πὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τὸ πά­λι μπο­ρεῖ νὰ συναχθεῖ τὸ συμ­πέ­ρα­σμα πὼς πα­ραίτη­ση ἀ­πὸ τὴν ἐξου­σί­α δὲν ση­μαί­νει πα­ραίτη­ση ἀ­πὸ τὴν ἰ­σχὺ ἐν γέ­νει, πα­ρὰ πα­ραί­τη­ση ἀ­πὸ ἕ­να (ση­μαῖ­νον) τμῆ­μα τῆς (εὐ­ρύ­τε­ρα νο­ου­μέ­νης) ἰσχύος, ὅ­πως, κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρά, πα­ραίτη­ση ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξου­σί­α καὶ τὴν ἰ­σχὺ δὲν ση­μαί­νει κα­θ᾿ ὁ­λο­κλη­ρί­αν πα­ραί­τη­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση –πό­σῳ μᾶλ­λον ἀ­πὸ τὴν αὐ­το­συν­τή­ρη­ση τὴν ἴ­δια!– πα­ρὰ μό­νον ἀ­πο­ποίη­ση τῆς μιᾶς ἐκ τῶν δύ­ο δε­ξα­με­νῶν ἄν­τλη­σης τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σης (τ.ἔ. τῆς ἐκλαμβάνουσας τὸν Ἑ­αυ­τὸ ὡς ‘‘ὑ­πε­ρέ­χον­τα’’ τῶν ἄλλων) ἀ­κρι­βῶς χά­ριν τῆς αὐ­το­συν­τή­ρη­σης, ἡ ὁ­ποί­α τώ­ρα ἀρδεύεται ἀπό τὴν ἕ­τε­ρη δε­ξα­με­νὴ ἀ­να­γνώ­ρισης, τὴν ἀν­τλη­θεῖ­σα ἀ­πὸ τὴν πα­ρο­χὴ ὑ­πη­ρε­σι­ῶν στοὺς ἄλ­λους, τὴν ὑ­πὸ τοῦ Ἄλ­λου, δη­λα­δή, ἀ­να­γνώ­ριση τοῦ Ἐ­γὼ ὡς ἀν­τα­πό­δο­ση διὰ τὴν ἀ­να­γό­ρευ­ση τοῦ πρώ­του σὲ βαθ­μί­δα δι­και­ο­δο­σί­ας στὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρε­ται τὸ δεύ­τε­ρο. Σὲ ἔ­κτα­κτες μο­νά­χα πε­ρι­πτώ­σεις (λό­γῳ ‘‘βί­ω­σης με­γά­λης ἔν­τα­σης καὶ ἐ­πίρ­ρω­σης’’) θυ­σι­ά­ζε­ται κι ἡ ἴ­δια ἡ φυ­σι­κὴ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση χά­ριν τῆς ἰ­δε­α­τῆς-κοι­νω­νι­κῆς ἀν­τί­στοι­χης, δηλ. ἀν­τι­στρέ­φε­ται κα­θ᾿ ὁ­λο­κλη­ρί­αν ἡ ἀρ­χι­κή τους σχέ­ση.

Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τὰ –γιὰ νὰ προ­βοῦ­με ἐδῶ, πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, σὲ με­ρι­κὲς ση­μαί­νου­σες ἐν­νοιο­λο­γι­κὲς δι­α­σα­φη­νί­σεις– ἐ­κεῖ­νο ποὺ κα­τ᾿ ἀρ­χὴν ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀ­πό­λυτη στα­θε­ρὰ εἶναι ἡ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση: «Ἡ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση προ­η­γεῖ­ται τῆς ἐ­πι­δί­ωξης ἰσχύος ὄ­χι μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι τὸ στα­τι­κὸ προ­η­γεῖ­ται τοῦ δυ­να­μι­κοῦ, ἀλ­λὰ ὅ­τι ἡ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση ὡς ὑ­πέρ­τα­τος σκο­πὸς εἶναι δι­α­τε­θει­μέ­νη νὰ συ­νυ­φαν­θεῖ μὲ κά­θε λο­γῆς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις ἰσχύος, ὅ­τι εἶναι δι­α­τε­θει­μέ­νη νὰ θυ­σιά­σει κά­θε μορ­φὴ προ­κει­μέ­νου νὰ δι­α­σώ­σει τὴν οὐ­σί­α καὶ ὅτι μπο­ρεῖ καὶ στὴν ἐ­πι­δίω­ξη ἰσχύος νὰ βά­λει χα­λι­νὸ γιὰ νὰ σω­θεῖ ἡ οὐ­σί­α. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἐ­πι­δί­ωξη ἰσχύος σὲ σχέ­ση μὲ τὴν αὐ­το­συν­τή­ρη­ση μπο­ρεῖ νὰ πά­ρει λι­γό­τε­ρες μορ­φὲς καὶ εἶναι ἐ­πι­κεν­τρω­μέ­νη σὲ σκο­ποὺς πιὸ εἰ­δι­κούς. Ἡ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση, ποὺ στέ­κει πί­σω της, τῆς λέ­ει ἂν ὁ ἐ­πι­μέ­ρους ἑ­κά­στο­τε σκο­πός της εἶ­ναι ὀρ­θὸς ἢ ὄ­χι» (δελ­τί­α ἀρ. 4287-8). Ἡ φυ­σι­κὴ καί, κα­τ᾿ ἐ­πέ­κτα­ση, ‘‘πα­ρά­γω­γή’’ της (δυ­νη­τι­κὰ αὐ­το­νο­μη­θεῖ­σα) ἰ­δε­α­τὴ αὐ­το­συν­τή­ρη­ση κα­τα­σφα­λί­ζε­ται διὰ τῆς ἀ­πο­τιομένης εἰς τοὺς ἄλλους ἀ­να­γνώρισης, ἡ ὁ­ποί­α εἴ­τε ἔ­χει ‘‘θε­τι­κὴ’’ χροι­ὰ (ἐ­πί­δειξη ἀ­γά­πης, φι­λί­ας, ἐμ­πι­στο­σύ­νης, εὐμενὴς ἀ­πο­δο­χή, συγ-χώ­ρη­ση κτλ.) εἴ­τε ‘‘ἀρ­νη­τι­κὴ’’ (ἐ­πίδειξη ἔ­χθρας, μί­σους, θυ­μοῦ, ἐ­πι­ζή­τη­ση ἐκ­δί­κη­σης, ὑ­πο­νό­μευ­ση, ἐ­πίδειξη πε­ρι­φρόνη­σης, ἀ­δι­α­φο­ρί­ας κ.ο.κ. – ἡ ἔκφρα­ση λ.χ. «τὸ μῖ­σος σας εἶναι τεκ­μή­ριον τῆς δύ­να­μής μας» τῶν Ἀ­θη­ναί­ων ἀ­πε­σταλ­μέ­νων πρὸς τοὺς Μη­λί­ους [Θου­κυ­δί­δης, Ἱ­στο­ρί­α, Ε΄ 95] δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρὰ ἐν­δει­κτι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα ἐπιζήτησης ‘‘ἀρ­νη­τι­κῆ­ς’’ ἀ­να­γνώ­ρι­σης). Καὶ τοῦτο, διότι ὁ ἄν­θρω­πος γε­νι­κὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται εἴ­τε ἐ­κλαμ­βά­νων ἄμεσα τὸν ἑ­αυ­τό του ὡς ‘‘κεν­τρι­κό­τη­τα’’, ἐ­πι­βαλ­λό­με­νος στὸν Ἄλ­λον (λ.χ. δια­τά­ζον­τάς τον, κά­τι ποὺ ὁ­πωσ­δή­πο­τε φέρ­νει ἰ­σορ­ρο­πί­α στὰ νεῦ­ρα καὶ ἀ­πο­φορ­τί­ζει), εἴ­τε ἔμμεσα, εἰ­σπράτ­τον­τας αὐτόβουλη ἀ­πο­δο­χὴ καὶ αβίαστη συ­νερ­γα­σι­μό­τη­τα ἐκ μέ­ρους τοῦ Ἄλ­λου μέ­σα ἀ­πὸ τὴν (‘τα­κτι­κὴ’) πα­ρο­χὴ ἱκανοποί­η­σης καὶ προ­σω­ρι­νῆς ‘‘κεν­τρι­κό­τη­τα­ς’’ στὸν τε­λευ­ταῖ­ο ἢ τὴν συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ ταύ­τι­ση μὲ αὐτόν, ἐ­ναλ­λάσ­σον­τας τε­λι­κὰ τὶς δύ­ο αὐ­τὲς πρα­κτι­κές, ἕ­κα­στη ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων τοῦ προ­σπο­ρί­ζει ἀ­να­γνώ­ριση ἄλλοτε ὡς ‘‘φί­λου’’ καὶ ἄλλοτε ὡς ‘‘ἐ­χθροῦ’’, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς συγ­κε­κρι­μέ­νες ἀ­νάγ­κες καὶ ἱστορικοκοινωνικὲς συνθῆκες (βλ. καὶ δελ­τί­α 3216-3217, 4292). Ἡ πα­ραίτη­ση ἀ­πὸ τὴν ‘‘ἀρ­νη­τι­κὴ’’ ὑ­φὴ τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σης (δη­λα­δὴ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νην ποὺ ἀν­τλεῖται μέ­σῳ ἐ­χθρό­τη­τα­ς), ἰσοδυναμοῦσα μὲ πα­ραίτη­ση ἀ­πὸ ἀ­ξι­ώ­σεις ἄμεσης ἰ­δί­ας ἐ­ξου­σί­ας καὶ ἄ­σκησης βί­ας ἐ­πὶ τοῦ Ἄλ­λου, κά­θε ἄλ­λο πα­ρὰ ση­μαί­νει ἐν ταυ­τῷ πα­ραίτη­ση κι ἀ­πὸ τὴ λε­γόμενη ‘‘θε­τι­κὴ’’ μορ­φὴ τῆς ἀ­να­γνώ­ρισής του (τ.ἔ. ὡς ‘‘φί­λου’’), ἄ­ρα καὶ τῆς ἰσχύος ἐν γέ­νει – ἀν­τί­θε­τα μά­λι­στα. Πλή­ρης καὶ ὁλόθυ­μη ἀ­να­γνώ­ριση τοῦ Ἄλ­λου ὡς Ἄλ­λου, δη­λα­δή, τε­λι­κά, συ­νε­πὴς ἀ­πεμ­πό­λη­ση τῆς ἰδίας ταυ­τό­τη­τας (στὸν βαθ­μὸ ποὺ αὐ­τὴ δὲν συνιστᾷ ἁ­πλῶς ‘‘τα­κτι­κὴ’’ – ‘‘ἐρ­γα­λεια­κὴ’’ ἢ προ­σω­ρι­νὴ ἀ­πό­δο­ση κεν­τρι­κό­τη­τας στὸν Ἄλ­λον γιὰ χάρη τοῦ ἰ­δί­ου συμ­φέ­ρον­τος τοῦ ἐν λό­γῳ ὑ­πο­κει­μέ­νου) ἀποτελεῖ, στὸ ἐ­πίπε­δο τῆς πρά­ξης, ἄρ­ση τῶν συν­θη­κῶν δυ­να­τό­τη­τας τῆς ἴ­διας τῆς ὕ­παρ­ξης καὶ εἶναι κά­τι, οὕ­τως ἢ ἄλ­λως, ἀ­δύ­να­το.

Στὸ φῶς τῶν πα­ρα­πά­νω δι­α­σα­φη­νί­σε­ων κα­τα­δει­κνύ­ε­ται ὅ­τι ἡ ‘‘θε­τι­κῶ­ς’’ νο­ού­με­νη ἀ­να­γνώ­ριση (π.χ. Honneth), ‘‘ἑ­ορ­τα­ζό­με­νη ἐ­ξάρ­τη­ση’’ (π.χ. J. Bernstein) ἢ ‘‘ἐ­πι­τευ­χθεῖ­σα συγχώ­ρη­ση’’ (π.χ. Ricoeur), ποὺ πολ­λοὶ ἑ­γε­λια­νοὶ καὶ μαρ­ξι­στὲς ἐ­σφαλ­μέ­να φαν­τά­ζον­ται ἢ ἐ­ξαίρουν ὡς τὴν μό­νη συν­θή­κη δυ­να­τό­τη­τας μιᾶς ‘‘λει­τουρ­γι­κῆ­ς’’ σχέ­σης (θε­ω­ρών­τας τὴν ‘‘ἀρ­νη­τι­κὴ’’ ἀν­τί­στοι­χη ἁ­πλῶς ὡς ‘‘δευ­τε­ρο­γε­νῆ’’ ἢ στὴν κα­λύ­τε­ρη τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων –ἀ­πὸ κοι­νοῦ σ᾿ αὐ­τό, πα­ρὰ τὴν ἑ­κα­τέ­ρω­θεν ἀν­τι­στρο­φὴ τῶν προ­σή­μων, μὲ τοὺς ‘‘φι­λε­λεύ­θε­ρου­ς’’ ὑ­πο­στη­ρι­κτὲς τοῦ ‘‘ἀ­όρα­του χε­ριοῦ’’ ἀν­τι­πά­λους τους– ὀρ­γα­νι­κὸ μέ­ρος ἑ­νὸς ἐν­δε­χό­με­νου μελ­λον­τι­κοῦ ἢ εὐ­κταί­ου ἰ­σο­ζυ­γί­ου ‘‘θε­τι­κῆ­ς’’ ἀ­πόχρω­σης [λὲς καὶ δὲν ὑ­πάρ­χουν συγ­κρού­σεις ποὺ νὰ μὴν κα­τα­λή­γουν σὲ ἰ­σο­ζύ­γιο – ἐ­κτός, βέ­βαι­α, κι ἂν στὸν ὅρο ‘‘ἰ­σο­ζύ­γιο’’ μαρ­ξι­στὲς / ἑ­γε­λια­νοὶ ἤ, ἀν­τί­στοι­χα, φι­λε­λεύ­θε­ροι, συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νουν καὶ τὸ μόρ­φω­μα ποὺ γεν­νᾷ ἡ ὑπὸ τοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ ἀ­να­σκοπικῶς διαπιστωθεῖσα ἑτε­ρο­γο­νί­α τῶν σκο­πῶν]), ἔ­χει τὴν ἴδια ἐννοιολογικὴ δομὴ μὲ τὸ εἶδος τῆς (ἐξοβελιστέας) ‘‘ἀρνητικῆς’’ ἀναγνώρισης, κι ὄ­χι μο­νά­χα δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἄρ­ση της, πα­ρὰ καὶ στοι­χει­ο­θε­τεῖ ἀ­πὸ κοι­νοῦ κά­θε φο­ρὰ μὲ τὴν ‘‘ἀρ­νη­τι­κὴ’’ ὅ,τι ἀ­πο­κα­λεῖ­ται ‘‘Ὂ­ν’’ ἢ ‘‘Φύ­σι­ς’’. Τοῦ­το ἀπωθώντας καὶ οἱ (κα­τὰ πλει­ο­ψη­φί­α ἑγε­λια­νοὶ) ση­με­ρι­νοὶ κα­νο­νι­στὲς (normativists), με­τῆλ­θαν τὸ τέ­χνα­σμα τῆς ἐξά­λει­ψης κά­θε ἔν­νοιας ‘‘θε­ω­ρη­τι­κοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ’’ ἢ τῆς πλή­ρους συγ­χώ­νευ­σής του μὲ τὴν δρῶ­σα κοι­νω­νι­κὴ ὕ­παρ­ξη, προ­κει­μέ­νου νὰ μπο­ρέ­σουν ἔ­πει­τα νὰ ταυ­τί­σουν τὸ γί­γνε­σθαι μὲ τὴν ‘‘Φύ­σι­ν’’ (βλέ­πον­τας στὸ γί­γνε­σθαι τὴν ὁ­λό­τη­τα καὶ ἐμ­μέ­νεια τοῦ –ἀ­ξι­ο­λο­γι­κὰ φορ­τι­σμέ­νου– Εἶναι) καὶ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τὴν ρευ­στό­τη­τα τοῦ πρώ­του καὶ τὴν ἀ­που­σί­α μιᾶς ὁ­ρα­τῆςἄ­με­σα προσδοκώμενης ‘‘ἐ­πίγεια­ς’’ (ἐ­σχα­το­λο­γικῆς) ‘‘ἀποκατάστασης’’ ὡς ἐ­πι­χεί­ρη­μα ὑ­πὲρ τῆς ἀ­νο­χῆς καὶ τῆς ‘‘συγ-χώρηση­ς’’, μιᾶς καί, ὅ­πως λέ­γε­ται, ὁ σχε­τι­κι­σμὸς τοῦ χρό­νου θὰ κα­τα­πλα­κώ­σει οὕ­τως ἢ ἄλ­λως στὴν πο­ρεί­α κά­θε ‘‘μο­νο­μέ­ρεια’’ ἢ παν­τὸς εἴ­δους ‘‘πολιτικό θε­με­λι­ω­τι­σμὸ’’ (political foundationalism), κά­θε ἀ­το­μι­κιστι­κὴ ‘‘πε­ρι­χα­ρά­κω­ση’’, ὥ­στε καὶ νὰ μπο­ρεῖ νὰ προ­λη­φθεῖ ἡ ἀ­νά­λο­γη ‘‘ἄ­σο­φα δρο­μο­λο­γού­με­νη’’ (ἔστω κι ἂν δυ­σκό­λως ἀ­πο­τρέ­ψι­μη) ἐ­ξέ­λι­ξη. Ὡ­στό­σο, ὄ­χι μο­νά­χα λανθάνει ἐδῶ ἡ ἀντίληψη πὼς ὁ σχε­τι­κι­σμὸς δὲν θὰ ἦταν ἐκ προ­ο­ιμί­ου δυ­να­τὸς χω­ρὶς τὴν ‘‘ἀ­πε­χθῆ’’ ἢ «χρήζουσα ὑπέρβασης» κατὰ τοὺς κον­τό­φθαλ­μους ἠ­θι­κι­στὲς ‘‘μο­νο­μέ­ρεια’’ ἢ ἀ­το­μι­κὴ ἀ­πο­λυ­το­ποι­η­θεῖσα προ­ο­πτι­κὴ (πρώ­τη σύγ­χυ­ση λογικῶν ἐ­πι­πέ­δων), πα­ρὰ καὶ ὅ­τι ἡ κα­θο­λι­κὴ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς θρυ­λούμενης ἢ δι­α­κη­ρυσ­σό­με­νης ‘‘συγ-χώρη­σης’’ (δηλ. πε­ρι­ε­κτι­κό­τε­ρης προ­ο­πτι­κῆς ποὺ τά­χα θὰ συ­νέ­θε­τε στὸ πρα­κτι­κὸ ἐ­πίπε­δο τὶς ἑ­κά­στο­τε ἀλ­λη­λο­συγκρουόμενες ἀ­το­μι­κὲς συ­νι­στῶ­σες γιὰ νὰ ἀ­νοί­ξει τὸν δρό­μο γιὰ τὸ πο­λυ­πό­θη­το ‘‘consensus’’, τὴν ‘‘ἀ­νο­χὴ’’ καὶ τὸν ‘‘πλου­ρα­λι­σμὸ’’ ἢ τὴν ‘‘πο­λυ­φω­νί­α’’) εἴ­τε θὰ ἔ­με­νε ἀ­ό­ρι­στη καὶ δί­χως νό­η­μα χω­ρὶς ἐμ­πράγ­μα­τη ἑρ­μη­νεί­α ποὺ νὰ με­τα­φρά­ζει τί ἐ­πι­τάσ­σει αὐ­τὴ σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νες συν­θῆ­κες (ὁ­πό­τε ὁ κύ­κλος τῶν συγ­κρού­σε­ων θὰ ἄ­νοιγε καὶ πά­λι μέ­σῳ αὐ­τὴ τὴ φο­ρά τῶν ἀλληλοαποκλειόμενων ἀ­το­μι­κῶν ἑρ­μη­νει­ῶν της) εἴ­τε θὰ σή­μαι­νε πά­γω­μα τῆς ἴδιας τῆς ζω­ῆς, ἐ­ὰν (υἱ­ο­θε­τού­με­νη τοῖς με­τρη­τοῖς) ὠ­θεῖ­το ἴ­σα­με τὶς ἀ­κραῖ­ες της λο­γι­κὲς συ­νέ­πει­ες, γιὰ τὸν ἴ­διο λό­γο ποὺ –γιὰ νὰ δα­νει­σθοῦ­με τὸ κον­δύ­λει­ο πα­ρά­δειγ­μα– δύ­ο ἀ­πό­λυ­τα ἀ­νι­δι­ο­τε­λεῖς ἄν­θρω­ποι στε­κό­με­νοι στὸ κα­τώ­φλι μιᾶς πόρ­τας δὲν θα ἔμ­παι­ναν πο­τὲ στὸ δω­μά­τιο ἂν πα­ρα­χω­ροῦσαν ἀ­δι­ά­λει­πτα ὁ κα­θέ­νας τὴν προ­τε­ραι­ό­τη­τα στὸν ἄλ­λον. Εὔ­λο­γα λοιπόν μπο­ρεῖ νὰ δι­ε­ρω­τη­θεῖ κά­ποι­ος τί νό­η­μα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­τη­ρή­σει ἡ ἔν­νοι­α τῆς συγ­-χώ­ρη­σης (ὡς ἐ­πι­τε­λε­στι­κὴ χει­ρο­νο­μία φι­λί­ας), ἐ­ὰν στὸ πλαί­σιο ἑ­νὸς ‘‘ἔλ­λο­γα σκε­πτό­με­νου’’ ἢ ‘‘ὥ­ρι­μου’’ κό­σμου λ.χ. ὑ­ψω­νό­ταν σὲ κα­θο­λι­κὴ ἀ­ρε­τὴ καὶ ἀ­που­σί­α­ζε κά­θε ἀπολυτοποιηθεῖσα ἀτομικὴ προοπτικὴ καὶ κάθε τάση γιὰ κατίσχυση ἔναντι τοῦ Ἄλλου∙ μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς ἔν­νοι­α θὰ ἐ­δι­και­οῦ­το ὁ ἴ­διος νὰ δι­ε­ρω­τη­θεῖ ἀ­κρι­βῶς γιὰ τὸ νόημα τῆς ἔννοιας τῆς φι­λί­ας ἐ­ὰν ἔ­φθα­νε κά­πο­τε νὰ ἀ­που­σιά­ζει πλή­ρως κά­θε ἔν­νοι­α ἐ­χθρό­τη­τας, καὶ συ­νε­πῶς κά­θε συ­να­φὴς ἀ­νάγ­κη πε­ρι­χα­ρά­κω­σης ἔναντι ἑ­νὸς τρί­του. Εἶναι ἐ­πει­δὴ οἱ ἐν λό­γῳ ‘‘ἠ­θι­κοὶ φι­λό­σο­φοι’’ καὶ δι­α­νο­ού­με­νοι -‘‘ὁρα­μα­τι­στὲ­ς’’ ἀ­πω­θοῦν ἢ ἀ­γνο­οῦν ἀ­νά­λο­γες ἀ­πο­μυ­θο­ποι­η­τι­κὲς (καί, ὡς τέ­τοι­ες, δυ­σά­ρε­στες) λο­γι­κὲς δι­α­πι­στώ­σεις, ἀ­να­μι­γνύ­ον­τας κα­τ᾿ ἀ­ρέ­σκεια σχε­τι­κι­στι­κά, οἰ­κου­με­νι­στι­κά, συμ­βα­τι­κι­στι­κὰ καὶ –ὅσο καὶ νὰ φαί­νε­ται πα­ράδο­ξο τὸ τε­λευ­ταῖ­ο– ‘‘θε­με­λι­ω­τι­στι­κὰ’’ ἢ με­τα­φυ­σι­κὰ ἄρ­θρα πί­στε­ως, ποὺ μπο­ροῦν καὶ νὰ αὐ­τα­πα­τῶν­ται μὲ κα­θα­ρή συ­νεί­δη­ση δι­αι­ω­νί­ζον­τας τὰ συ­νή­θη ἰ­δε­ο­λο­γι­κὰ παι­χνί­δια τους, τὰ τό­σο ἀ­πα­ραί­τη­τα πάν­τως στὸ μέ­τω­πο τοῦ πνεύ­μα­τος ἢ τοῦ εὐ­ρύ­τε­ρου ἀ­γώ­να γιὰ κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχύ. Ἐ­άν, ἀ­πε­ναν­τί­ας, μπο­ροῦ­σαν νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν ὅ­τι ὁ σχε­τι­κι­σμὸς εἶναι προ­ϋ­πό­θε­ση καὶ ὄ­χη­μα τῆς ἑ­δραί­ας καὶ ἀ­πα­ρα­σά­λευ­της –ἰ­σχυ­ού­σης διιστο­ρι­κὰ– κοι­νω­νι­κο­ον­το­λο­γι­κῆς γνώ­σης τῶν δο­μῶν τῆς ἀν­θρώπινης δρά­σης, τῆς γνώ­σης τ.ἔ. ἐ­κεί­νης ποὺ οὐ­δέ­πο­τε δι­α­ψεύ­σθη­κε ὣς τώ­ρα οὔ­τε καὶ θὰ δι­α­ψευ­σθεῖ στὸ μέλ­λον κυ­ρί­ως ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τὴν συγ­κρου­σια­κὴ δο­μὴ τῆς ἀν­θρώ­πινης φύ­σης, θὰ ἦ­σαν σὲ θέ­ση καὶ νὰ κα­τα­λά­βουν τὴν ἀ­δή­ρι­τη ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς ἑ­κά­στο­τε ‘‘μο­νο­μέ­ρεια­ς’’ καὶ ἀ­το­μι­κῆς ἀ­πο­λυ­το­ποι­η­μέ­νης προ­ο­πτι­κῆς ὡς τέ­τοι­ας γιὰ τὴν ἀ­να­σκοπικὰ ἀ­πο­κτη­θεῖ­σα γνώ­ση ἢ ‘‘σο­φί­α’’ (τὴν ἀνατέμνουσα τοὺς μηχανισμοὺς τοῦ ἀνθρώπινου σκέπτεσθαι) καί, μα­ζὶ μὲ αὐ­τήν, πὼς κά­θετί θεωρούμενο ὑ­ψη­λὸ καὶ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο (ὅ­πως ἡ πα­ρα­πά­νω ‘‘σο­φί­α’’ ἐν προ­κει­μέ­νῳ) ‘‘πα­τά­ει’’ ἀ­κρι­βῶς ἐπά­νω στὸ ἔδα­φος τῆς ‘‘μο­νο­μέρεια­ς’’, τοῦ ἀ­πο­κλει­σμοῦ, τῆς ὑ­πο­δού­λω­σης, τῆς κα­τα­πί­ε­σης, τοῦ ἀνταγωνισμοῦ, τῆς βούλησης γιὰ ὑπεροχὴ / κατίσχυση καὶ τῆς σκλη­ρό­τη­τας. Κά­τι τέ­τοι­ο ὅ­μως ἤδη θὰ τοὺς ἀ­πο­στε­ροῦ­σε τὸν βα­σι­κὸ ἠ­θι­κο­ποι­η­τι­κό τους ρό­λο ὡς ‘‘θε­ω­ρη­τι­κῶ­ν’’ στὸν βαθ­μὸ ποὺ θὰ ἀ­πο­κτοῦσαν ἐ­πί­γνωση πὼς κι ἡ δι­κή τους ‘‘σο­φί­α’’ ἐ­ξί­σου ἑ­δρά­ζε­ται στὸ ἀν­τίστοι­χο ἔ­δα­φος.

57 Κα­τ᾿ ἀν­τίθε­ση ὡς πρὸς αὐ­τὸ μὲ τὸν βα­σι­κὸ Ἕλ­λη­να συ­νο­μι­λη­τή του, Ἀν­τώ­νη Λαυ­ραν­τώ­νη, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν προ­ό­ριζε τὶς ἀ­νά­λο­γες ἀ­πο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νες ἰ­δέ­ες καὶ ρι­ζο­σπα­στι­κές του συλ­λή­ψεις γιὰ συ­στη­μα­τι­κὴ κα­τα­γρα­φὴ καὶ εὐ­ρύ­τε­ρη κοι­νο­ποί­η­ση, πα­ρὰ σχε­δὸν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ γιὰ τρο­φο­δό­τη­ση προ­φο­ρι­κῶν συ­νο­μι­λι­ῶν μὲ φί­λους-συ­νο­μι­λη­τὲς καὶ σπο­ρα­δι­κὰ μο­νά­χα γιὰ γρα­πτὴ πα­ρου­σί­α­ση ὑ­πὸ μορ­φή, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον, ἐ­πι­στο­λῶν. Ἑρ­μη­τι­κό­τε­ρο –μὲ αὐ­στη­ρὰ ὁ­ρι­σμέ­νη ἔν­νοι­α– αἴ­νιγ­μα, σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ὑ­παρ­ξια­κὴ-πρα­κτι­κὴ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ πλή­ρους θε­ω­ρη­τι­κοῦ μη­δενι­σμοῦ, ἴ­σως νὰ μᾶς ἀ­φή­νει, μὲ αὐ­τήν του τὴν ‘‘γρα­πτὴ σι­ω­πή’’, ὁ Λαυ­ραν­τώ­νης.

58F. Nietzsche, Τὸ Λυ­κό­φως τῶν Εἰ­δώ­λων («Τί Λεί­πει στοὺς Γερ­μα­νού­ς», ἑ­νό­τη­τες 1 & 4) στό: The Portable Nietzsche, ἐ­πιμ. & μτφρ. W. Kaufmann, Penguin Books, New York 1976, σελ. 506, 508-9.

59 Βλέ­πε λ.χ. F. Nietzsche, Ἡ Γε­νε­α­λο­γί­α τῆς Ἠ­θι­κῆς III, 8 στό: Basic Writings of Nietzsche, μτφρ. W. Kaufmann, The Modern Library, New York 1992 [1966], σελ. 544-548.

60 Στὴν ἔν­νοι­α τοῦ φύ­λαρ­χου ἀ­νήκει mutatis mutandis κι ὁ ἀ­να­φα­νεὶς στὴν μα­ζι­κὴ δη­μο­κρα­τί­α νέ­ος τύ­πος κυ­ρί­αρ­χου, ὁ ἀ­πο­κα­λού­με­νος χρη­μα­τι­κὸς με­γι­στά­νας (ὁ δια­ρκῶς ἐν­δε­δυ­μέ­νος τὰ ὑ­πο­τα­κτι­κὰ ροῦχα τοῦ ‘‘μι­σθω­τοῦ’’ διευθυντῆ-συντονιστῆ ἐν­τὸς συν­θη­κῶν ‘‘ὥ­ρι­μου’’- κρα­τι­κοῦ κα­πι­τα­λι­σμοῦ).

61 Βλέ­πε τὰ ἤδη πα­ρα­τε­θέν­τα κον­δύ­λεια ἀ­νέκ­δο­τα δελ­τί­α ἀρ. 3900-1.

62 Μο­λο­νό­τι αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς εἶναι τὸ αἴ­τη­μα καὶ δι­α­κύ­βευ­μα τοῦ μέλ­λον­τος, ὅ­πως κα­τα­φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὶς καλ­πά­ζου­σες δι­ε­πι­στη­μο­νι­κὲς [interdisciplinary] συ­νερ­γα­σί­ες με­τα­ξὺ ἐ­κτε­χνι­κευ­μέ­νων ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν κλά­δων, ὅ­πως κά­πο­τε καὶ ἀ­πὸ τὶς ἀν­τί­στοι­χες με­τα­ξὺ θε­ω­ρη­τι­κῶν ἀλ­λὰ καὶ καλ­λι­τε­χνῶν: νὰ ἐ­φευ­ρε­θεῖ ἕ­να τό­σο πε­ρι­ε­κτι­κό, ὑ­πο­βλη­τι­κὸ καὶ στι­βα­ρὸ σύ­στη­μα ἐξου­σί­ας ποὺ νὰ ἀ­πορ­ρο­φά­ει μέ­σα του κά­θε μορ­φὴ ἰσχύος ὥ­στε νὰ μὴν ἀ­φή­νει πε­ρι­θώ­ριο σκέ­ψης γιὰ ἀν­τίσταση καὶ κα­νέ­να κρυ­φὸ ἀν­τι­κλείδι – κά­τι ποὺ προ­φα­νέ­στατα ὅ­λοι αὐ­τοὶ οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ ἀ­θλη­τὲς θὰ δυ­σκο­λευ­θοῦν πο­λὺ νὰ συλ­λά­βουν: τί εἴ­δους μορ­φώ­μα­τα δηλ. μέλ­λουν νὰ ἐ­ναγ­κα­λι­στοῦν τὶς δη­μι­ουρ­γι­κές τους ἐ­πίνοι­ες.

Ἡ συ­στη­μα­τι­κὴ συ­νερ­γα­σί­α με­τα­ξὺ δι­α­φο­ρε­τι­κῶν ἐ­πι­μέ­ρους θε­τι­κῶν πε­δί­ων (βι­ο­λο­γί­α, φυ­σι­κή, ἰατρική, κυ­βερ­νη­τι­κή, δι­α­στη­μι­κή, βαλ­λι­στι­κὴ κτλ.) ὅ­πως κι ἡ ἀν­τίστοι­χη, τη­ρου­μέ­νων τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν, δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νια­ίων μορ­φῶν τέ­χνης ἀ­πὸ τὴν συ­νέ­νω­ση ἢ σύν­θε­ση τῶν ἐ­πι­τευγ­μά­των ποι­κί­λων τε­χνῶν (τε­λευ­ταί­ως μά­λι­στα ὑ­πὸ τὴν ὁ­λο­έ­να καὶ συ­χνό­τε­ρα ἐπιστρατευόμενη αἰ­γί­δα τῆς κυ­βερ­νη­τι­κῆς), ἤ­δη προ­δί­δει στὸν ἐν ἐ­γρη­γόρ­σει πα­ρα­τη­ρη­τὴ τὴν ἐν λό­γῳ στό­χευ­ση, ἡ ὁ­ποί­α βέ­βαι­α ὑ­πῆρ­ξε ἀ­νέ­κα­θεν ἐ­νερ­γὴ ἀ­κό­μη κι ἂν ἀ­πο­τυ­πω­νό­ταν στὸ ἀ­πώ­τε­ρο πα­ρελ­θὸν σὲ με­μο­νω­μέ­νες, ἀ­συ­στη­μα­το­ποί­η­τες, πο­λι­τι­κὲς πρά­ξεις (ἤ­δη λ.χ. στὴν τε­λε­τὴ ἀ­πο­θέ­ω­σης τῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων)∙ κι ἂν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τὸ ἠχεῖ ὑπερ­βο­λι­κό, ἂν ὄ­χι ἐ­ξω­φρε­νι­κό, στὰ εὐ­αί­σθη­τα ὦ­τα τῶν ση­με­ρι­νῶν ‘‘βελ­τι­ω­τῶν’’ μας, ἂς ἀ­να­λο­γι­στοῦν γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ λό­για τοῦ Κον­δύ­λη, τὰ πε­ρι­ε­χό­με­να σὲ μι­ὰ σχε­τι­κὰ ὄ­ψι­μη ἐ­πι­στο­λή του: «…λί­γοι ξέ­ρουν πό­σο γό­νι­μα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ἔ­χουν δώ­σει ὣς τώ­ρα οἱ συγ­κρι­τι­κὲς μορ­φο­λο­γι­κὲς ἀ­να­λύ­σεις το­μέ­ων φαι­νο­με­νι­κὰ ἄ­σχε­των με­τα­ξύ τους. Ποι­ός βά­ζει μὲ τὸ νοῦ του π.χ. ποιά σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στὴν προ­ο­πτι­κή, ὅ­πως τὴν ἀ­να­κα­λύ­πτει ἡ ζω­γρα­φι­κὴ τῆς Ἀ­να­γέν­νη­σης, καὶ στὴν ταυ­τό­χρο­νη ἐφεύρεση τῶν πυ­ρο­βό­λων ὅ­πλων, ἤ­τοι στὸ βά­θε­μα (τῆς ἀν­τίλη­ψης) τοῦ χώ­ρου μέ­σῳ τῆς βαλ­λι­στι­κῆς;…Εἶναι τυ­χαῖ­ο καὶ ξε­κάρ­φω­το τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι γύ­ρω στὸ 1900, μέ­σα σὲ 20 πε­ρί­που χρό­νια, ἀλ­λαξαν ταυ­τό­χρο­να καὶ ρι­ζι­κὰ μορ­φὴ ἡ λο­γο­τε­χνί­α, οἱ εἰ­κα­στι­κὲς τέ­χνες, ἡ μου­σι­κή, ἡ φυ­σι­κὴ ἐ­πι­στή­μη, ἡ γλωσ­σο­λο­γί­α, ἡ κοι­νω­νι­ο­λο­γί­α, ἡ λο­γι­κὴ κτλ. κτλ.; (ἐ­πι­στο­λὴ τῆς 13.4.1992 στὸν Σπύ­ρο Τσα­κνιᾶ – δη­μο­σι­ευ­μέ­νη στὸν Κα­τά­λο­γο τῶν ἐκ­δό­σε­ων Στιγ­μὴ (ἀρ. 23), Φε­βρουά­ριος 2007, σελ. 55-60∙ γιὰ τὸ πα­ρα­πά­νω πα­ρά­θε­μα: σελ. 57-58). Καὶ ἐ­ὰν τοῦ­τα οὐ­δε­μιὰ πε­ρίσκεψη προ­κα­λοῦν, ἂς ἐ­φελ­κύ­σουν του­λά­χι­στον τὴν προ­σο­χή τους τὰ ὄ­χι καὶ τό­σο εὐ­κα­τα­φρό­νη­τα (σύ­στοι­χα) λό­για τοῦ Arthur Brittan –τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ Κον­δύ­λης συμ­πε­ρι­έ­λα­βε σὲ ἀ­νέκ­δο­το δελ­τί­ο του (ἀρ. 4430 [086])– ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τὸν βαθ­μὸ πνευ­μα­το­ποί­η­σης ποὺ ἐν­δε­χο­μέ­νως ἀ­να­μένε­ται νὰ λά­βει ἡ ἀ­πό­πει­ρα ‘‘ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆ­ς’’ κα­τά­κτη­σης τῆς κα­θο­λι­κό­τη­τας μέ­σῳ τῆς πο­λύ­πλευ­ρης δι­ε­πι­στη­μο­νι­κῆς συ­νερ­γα­σί­ας: «Τὸ νὰ ποῦ­με ὅ­τι ἡ ζω­ὴ εἶναι δρα­μα­τι­κὴ εἶναι σὰν νὰ λέ­με ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται νὰ ἀ­πο­τρέ­ψουν ἄλ­λους νὰ ἔ­χουν πλή­ρη ἀν­τι­λη­πτι­κὴ δι­είσ­δυ­ση στὰ κί­νη­τρά τους. Πα­ρα­στά­σεις, δι­α­δρα­μα­τί­σεις, ὑ­πό­δυση ρό­λων, λαμ­βά­νουν χώ­ρα προ­κει­μέ­νου νὰ ἐ­λα­χι­στο­ποι­η­θεῖ ὁ κίν­δυ­νος τῆς αὐ­το­α­πο­κά­λυ­ψης» (βλ. Brittan A., Meanings and Situations, London: Routledge & Kegan Paul Ltd, 1973, σελ. 123).

Στὸ ἴ­διο πνεῦ­μα δι­α­τυ­πώ­νε­ται κι ὁ ἀκό­λου­θος ἀ­φο­ρι­σμὸς τοῦ Κον­δύ­λη: «Ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἐλ­πί­δα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας δὲν βρί­σκε­ται πα­ρὰ στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι δὲν ἐ­πι­νο­ή­θη­κε ἀκό­μα ἡ τέ­λεια κα­τα­πί­ε­ση» (δι­κή μου ἔμ­φα­ση). Γιὰ τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐν­δε­χο­μέ­νως συ­νά­πτε­ται ἕνας ὁ­ρι­σμέ­νος τύ­πος συν­τη­ρη­τι­σμοῦ –καὶ ὄ­χι ἐ­κεῖ­νος ποὺ κα­τὰ κα­νό­να ἀ­φε­λῶς ἀ­πο­δί­δε­ται στὸν Κον­δύ­λη– μὲ ἀ­νά­λο­γες πρὸς τὶς πα­ρα­πά­νω πα­ρα­τη­ρή­σεις γιὰ τὴν ἔ­λευ­ση ἄ­κρως ‘‘δυ­σμε­νέ­στε­ρων’’ κοι­νω­νι­κῶν ὅρων (ἀ­πὸ τοὺς τω­ρι­νοὺς) ἀ­κρι­βῶς μέ­σα ἀ­πὸ ὁ­λόθυ­μες ‘‘βελ­τι­ω­τι­κὲ­ς’’ προ­θέ­σεις, θὰ χρεια­σθεῖ νὰ ἐ­πα­νέλ­θου­με σὲ ἄλ­λη θέ­ση.

63Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς κα­τα­φαί­νε­ται ἡ ὄ­χι ἀ­σήμαν­τη δι­α­φο­ρὰ τοῦ Κον­δύ­λη ἀ­πὸ τὸν Heidegger καθώς καὶ τοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ λε­γό­με­νου ἡ­ρω­ι­κοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ: Ἐ­νῶ οἱ δεύ­τε­ροι φα­νε­ρὰ ἢ σι­ω­πη­ρὰ δι­α­χω­ρί­ζουν τε­λι­κὰ μὲ ἀ­ξι­ο­λο­γι­κὴ ἔν­νοι­α τὰ ὑ­πο­κεί­με­να σὲ ‘‘αὐ­θεν­τι­κὰ’’ καὶ ‘‘ἀ­ναυ­θεν­τι­κά’’, θε­ω­ρών­τας πὼς τὰ πρῶ­τα ἔ­χουν ἐ­πι­τέλους ξε­πε­ρά­σει τὸ σκέ­πτε­σθαι ἐ­πὶ τῇ βά­σει τοῦ ‘‘μα­γι­κοῦ ρα­βδιοῦ τοῦ αὐ­το­νό­η­του’’ ὡς εἰ­ση­γη­τὲς / φο­ρεῖς μιᾶς ‘‘διακριτῆς’’ἢ ση­μαί­νου­σας (θεωρητικῆς) πρά­ξης, ὁ Κον­δύ­λης βλέ­πει, ἀ­πε­ναν­τί­ας, σὲ τού­τη τὴν δι­α­κρι­τό­τη­τα ἢ τὴν στιγ­μὴ τῆς ρή­ξης τοῦ θε­σμι­σμέ­νου τὴν –ἀ­πα­ραί­τη­τη γιὰ ὁ­ρι­σμέ­να ὑ­πο­κεί­με­να– προ­ϋ­πό­θε­ση μο­νά­χα ἢ τὸ ἁ­πλὸ με­τα­βα­τι­κὸ στά­διο πρὸς ἀ­να­σκοπικὴ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ἀ­πὸ μέ­ρους των τοῦ κοι­νοῦ δο­μι­κοῦ χώ­ρου ποὺ μοι­ρά­ζον­ται μὲ τὶς λοι­πὲς ἀν­θρώ­πι­νες ὑ­πάρ­ξεις (τὶς μὴ ἐ­πι­δι­δό­με­νες λ.χ. στὸν ἀδιάλειπτο δι­α­σκε­πτι­κὸ λο­γι­σμὸ καὶ τὴν ἀν­τίστοι­χη βίω­ση ἀ­κραί­ων ὑ­παρ­ξια­κῶν κα­τα­στά­σε­ων) πέ­ραν τῶν ἀξιοσημείωτων δι­α­φο­ρῶν ποὺ ἀ­να­πτύσ­σουν με­τα­ξύ τους τὰ ἐν λό­γῳ ὑ­πο­κεί­με­να ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς πε­ρι­ε­χο­μέ­νου.

64 Fr. Nietzsche, Ἡ Γέ­νε­ση τῆς Τρα­γω­δί­ας, «Ἀ­πό­πει­ρα αὐ­το­κρι­τι­κῆ­ς», ἑ­νότ. 1 στό: Basic Writings of Nietzsche, ἐ­πιμ. & μτφρ. W. Kaufmann, The Modern Library, New York 1992, σελ. 17-18 (ἔμ­φα­ση δι­κή μου – ἐ­λα­φρῶς πα­ρα­φρα­σμέ­νο ἐδῶ τὸ πρῶ­το σκέ­λος τῆς πρό­τα­σης).

65 Ἰ­δέ­α ποὺ τε­λι­κὰ φαί­νε­ται νὰ μὴν δι­έ­λα­θε ὁ­λό­τε­λα τοῦ Κον­δύ­λη: βλέ­πε τὴν τε­λευ­ταί­α πα­ρά­γρα­φο τοῦ δο­κι­μί­ου «Με­λαγ­χο­λί­α καὶ Πο­λε­μι­κὴ» στὸ ὁ­μό­τι­τλο βι­βλί­ο (Θε­μέ­λιο, Ἀ­θή­να 2002, σελ. 193).

66Στὸ ἀ­νέκ­δο­το δελ­τί­ο ἀρ. 4578 ὁ Κον­δύ­λης γρά­φει συ­να­φῶς: «Προ­κει­μέ­νου κά­ποι­ος νὰ βρεῖ θαλ­πω­ρὴ καὶ status εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­νος νὰ ὑ­πο­τα­χθεῖ σὲ μι­ὰ ἰ­σχὺ [δι­ά­βα­ζε στὴν πα­ροῦ­σα συ­νάρ­τη­ση: σὲ μι­ὰ κοι­νω­νι­κὴ νο­ο-τρο­πί­α]. Ἡ ἰ­σχὺς [ἢ τοια­ύτη νο­ο-τρο­πί­α] ἱκανοποι­εῖ αὐ­τὴ τὴν ἀ­νάγ­κη. Ἡ λο­γι­κὴ εἶναι: κα­λύ­τε­ρα ὑ­πο­ταγ­μέ­νος πα­ρὰ ἄ­νευ status». Γε­νι­κό­τε­ρα, πρέ­πει νὰ ση­μει­ω­θεῖ πὼς σύσσωμο τὸ ἐπιχείρημα τοῦ κυ­ρί­ως κει­μέ­νου γιὰ τὴν συχνὰ λανθάνουσα ἀ­ναν­τι­στοι­χί­α ρη­τῶς ἐκ­πε­φρα­σμέ­νων λό­γων καὶ «ἐ­σώ­τε­ρης» ψυ­χι­κῆς κα­τά­στα­σης ἀ­πη­χεῖ κά­τι ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα τῆς ρή­σης τοῦ Goethe: «Ἀρ­κεῖ νὰ δι­α­κη­ρύ­ξει κα­νεὶς πὼς εἶναι ἐ­λεύ­θε­ρος καὶ θὰ αἰ­σθαν­θεῖ ὅ­τι δὲν εἶναι. Ἂν ἔ­χει τὸ θάρ­ρος νὰ τὸ πα­ρα­δε­χθεῖ, θὰ αἰ­σθαν­θεῖ ἐ­λεύ­θε­ρος.» (Maximen und Reflexionen, ἑλ­λην. μτφρ. Ν. Μ. Σκου­τε­ρό­που­λος & Κλά­ους Μπέ­τσεν, Στιγ­μή, Ἀ­θή­να 1993, σελ. 21).

67 Μὲ τὴν ἔν­νοι­α ποὺ δί­δει στὸν ὅρο αὐ­τὸ ὁ Κον­δύ­λης στὴν κα­τα­λη­κτι­κὴ πρό­τα­ση τοῦ ἔρ­γου Ἐ­πι­στή­μη, Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πό­φα­ση, Στιγ­μή, Ἀ­θήνα 2001, σελ. 66.

68 Στὸ δελ­τί­ο ἀρ. 5616 ὁ Κον­δύ­λης ἔ­χει συμ­πε­ρι­λά­βει τὴν συ­να­φῆ ἄ­πο­ψη τοῦ Bachelard (Le Nouvel Esprit Scientifique, σελ. 12) σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α «ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ πα­ρα­τή­ρη­ση εἶ­ναι πάν­τα μιὰ πα­ρα­τή­ρη­ση πο­λε­μι­κή».

69 Ὅ­πως ὁ ἴ­διος ἔ­λε­γε μὲ νό­η­μα «…ἡ δη­μό­σια ἐμ­φά­νι­ση τῆς ἀ­ξι­ο­λο­γι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρης σκέ­ψης ἔ­χει ὡς μό­νο ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ κι­νη­το­ποι­οῦν­ται οἱ ἐ­χθροί της καὶ νὰ ἐ­κλε­πτύ­νον­ται τὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τῶν κα­νο­νι­στι­κῶν θε­ω­ρι­ῶν», Ἰ­σχὺς καὶ Ἀ­πόφαση, Εἰ­σα­γω­γή, ὅ.π., σελ. 15 (δι­κή μου ἔμ­φα­ση)∙ βλ. καὶ «Ὀ­φει­λό­με­νες Ἀ­παν­τή­σει­ς» στό: Με­λαγ­χο­λί­α καὶ Πο­λε­μι­κή, ὅ.π., σελ. 149-150. Ἴ­σως στὴν –ἀρ­χι­κῶς ἀ­θέ­λητη αὐ­τὴ– δι­αι­ώ­νι­ση τῆς σύγ­κρου­σης (διὰ τῆς ἔμ­μεσης πα­ρό­τρυν­σης γιὰ ἐ­κλέ­πτυν­ση τῶν κα­νο­νι­στι­κῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των καὶ τήν ἐν γέ­νει ‘‘πνευ­μα­το­ποί­η­ση’’ τῶν σύ­στοι­χων πολεμικῶν θε­ω­ρητικῶν κατασκευῶν) νὰ ὀ­φεί­λε­ται, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, ἡ ἔντα­ση τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς ‘‘σχά­σης’’ ἢ ἀμ­φι­θυ­μίας τοῦ Ἕλληνα στοχαστῆ, ἡ ἀ­πορ­ρέ­ου­σα ἀ­πὸ τὴν ἐ­κρη­κτι­κὴ ἀ­νάγ­κη του γιὰ ἐ­νερ­γη­τι­κό­τε­ρη με­το­χὴ στὸ κοι­νω­νι­κο­πρα­κτι­κὸ γί­γνε­σθαι κά­θε στιγ­μὴ ποὺ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ἑ­αυ­τὸν ὡς ‘‘ἀ­μι­γῆ’’ πα­ρα­τη­ρη­τὴ ἢ ‘‘ἐ­πα­ΐον­τα τοῦ πε­ρι­θω­ρί­ου’’ ὁ ὁποῖ­ος ἄλ­λο δὲν κά­νει ἀ­πὸ τὸ νὰ πυ­ρο­δο­τεῖ τὴν ἀ­νάγ­κη πε­ρι­χα­ρά­κω­σης τῆς –αὐ­το­κα­τα­νο­η­θεί­σας ὡς ‘‘ἀν­τίπα­λη­ς’’– ἕ­τε­ρης πλευ­ράς.

70 Ἡ ἀ­ξι­ο­ποι­η­θεῖ­σα ἐδῶ ρή­ση τοῦ συγ­γρα­φέ­α τοῦ Tractatus εἶ­ναι φυ­σι­κά: «Εἴ­θε νὰ δώ­σει ὁ Θε­ὸς νὰ δεῖ καὶ ὁ φι­λό­σο­φος ἐ­κεῖ­νο ποὺ βρί­σκε­ται μπρο­στὰ στὰ μά­τι­α ὁ­λω­νῶν», L. Wittgenstein, Culture and Value, μτφρ. P. Winch, Oxford, Basil Blackwell, 1980, σελ. 63.

71 Ἡ ἔκ­φρα­ση ἔ­χει λη­φθεῖ ἀ­πὸ τὸ ποί­η­μα «Δὸν Κι­χῶ­τε­ς» τῆς συλ­λο­γῆς Νη­πεν­θῆ τοῦ Κώ­στα Κα­ρυ­ω­τά­κη (Ποι­ή­μα­τα καὶ Πε­ζά, Ἑρ­μῆς, 1979, σελ. 22-23).

72Ὀ­δυσ­σέ­ας Ἐ­λύ­της, Ση­μα­το­λό­γιον, Ὕ­ψι­λον, 2001, σελ. 11 & 19.

73Π. Κον­δύ­λης, Τὸ Ἀ­ό­ρα­το Χρο­νο­λό­γιο τῆς Σκέ­ψης, ὅ.π., σελ. 10.

74Βλ. τὸ προ­α­να­φερ­θὲν ἀ­νέκ­δο­το δελ­τί­ο ἀρ. 5616· συ­να­φῶς στο δελ­τί­ο ἀρ. 5292 ὁ Ἕλ­λη­νας στο­χα­στὴς ση­μει­ώ­νει πὼς «δὲν ὑ­πάρ­χει ἐ­πι­στή­μη, ὑ­πάρ­χουν ἐ­πι­στή­μο­νες – ἤ­τοι σχέ­σεις ἀν­θρώ­πων».

75 Π. Κον­δύ­λης, Τὸ Ἀ­ό­ρα­το Χρο­νο­λό­γιο τῆς Σκέ­ψης, ὅ.π., σελ. 9-10.

208 recommended
comments icon0 comments
0 notes
1533 views
bookmark icon

Write a comment...

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *