νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 23 Ο Ιωάννης Καποδίστριας από την Ιόνιο Πολιτεία έως τη θεμελίωση της Ελληνικής Πολιτείας* Ιαν 12th, 2023 at 10:43 ΠΜ admin12 Ιανουαρίου, 2023 • Bookmarks: 177 του Γιώργου Καραμπελίά από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 23 Η οικογένεια του Καποδίστρια πιστεύεται ότι κατάγεται από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής (Capo d’Istria)· εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα το 1375 και ενεγράφη στη Χρυσή Βίβλο (Libro d’ Oro) της Κέρκυρας το 1477. Ο Ιωάννης γεννήθηκε στην Κέρκυρα, στις 10 Φεβρουαρίου 1776, δευτερότοκο παιδί του δικηγόρου Αντωνίου-Μαρία Καποδίστρια και της Διαμαντίνας Γονέμη, κυπριακής καταγωγής, επίσης γραμμένης στο Libro d’ Oro,που είχαν ακόμα τρία αγόρια, τον Βιάρο, τον Ιωάννη-Αυγουστίνο και τον Γεώργιο, καθώς και τρία κορίτσια, τη Στέλλα, και τις δίδυμες, Ευφροσύνη και Ευφημία που έγιναν μοναχές. Ο Ιωάννης φοίτησε αρχικώς στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης, έμαθε λατινικά, ιταλικά και γαλλικά ενώ εν συνεχεία, το 1794-1797, σπούδασε ιατρική και χειρουργική στην Πάδοβα όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας, αναφέρεται δε ότι μελέτησε τον Τζων Λοκ (Locke) και τον Γάλλο Κοντιγιάκ (Condillac), που εισήγαγε τον «Λώκειον» στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ενώ βρισκόταν ακόμα στην Πάδοβα, τα στρατεύματα του Βοναπάρτη εισέβαλαν στην Ιταλία και κατέλαβαν τη γενέτειρά του, Κέρκυρα, όπου ο νεαρός κόμης, όταν επέστρεψε, άσκησε αμισθί την ιατρική. Ωστόσο, όταν ο ρωσικός και ο τουρκικός στόλος πολιόρκησαν την Κέρκυρα, το 1799, η γαλλική φρουρά συνθηκολόγησε και ο Ιωάννης διορίστηκε αρχίατρος του στρατιωτικού νοσοκομείου. Όταν, το 1800, ιδρύθηκε η Δημοκρατία της Επτανήσου Πολιτείας υπό την κηδεμονία των Ρώσων, ουσιαστικά το πρώτο ημιανεξάρτητο ελληνικό κράτος, ο πατέρας του Αντώνιος ορίστηκε πρώτος Πρόεδρος της Γερουσίας και γρήγορα αντικαταστάθηκε από τον δευτερότοκο γιο του ο οποίος, το 1803, διορίστηκε «γραμματέας» στο τμήμα των εξωτερικών υποθέσεων, εγκαινιάζοντας έτσι την ενασχόλησή του με τη διπλωματία. Ο Καποδίστριας κατέδειξε, ήδη από την πρώτη περίοδο της πολιτικής του σταδιοδρομίας, τις μεγάλες πολιτικές αρετές του και κατέστη σύντομα η δεύτερη πολιτική προσωπικότητα της Επτανήσου Πολιτείας, μετά τον διοικητή Μοντσενίγο. Παράλληλα όμως κατεδείχθη και η φύση του πολιτικού του δαιμονίου: δεν υπήρξε επαναστάτης, ούτε τότε ούτε μετά, ήταν πάντοτε θεσμικός πολιτικός, συναγελαζόμενος με τους «αντιδραστικούς», χωρίς όμως να ταυτίζεται μαζί τους. Από τις σπουδές του, τη μέριμνά του για τις λαϊκές τάξεις, την αδιαφορία του για τη συσσώρευση πλούτου και τη συμπάθειά του για τους Έλληνες ενόπλους, έρρεπε προς τη δημοκρατία· από την καταγωγή του όμως και τις συνάφειές του με τους ευγενείς και τη ρωσική διοίκηση, ανεχόταν αντιδημοκρατικές και απολυταρχικές επιλογές, ενίοτε και παρά τη θέλησή του. Η πρώτη εμφάνισή του στο ιστορικό προσκήνιο, όχι μόνο ως ηγέτης των Επτανησίων αλλά όλων των Ελλήνων, θα πραγματοποιηθεί στην επαναστατική σύναξη της Λευκάδας, το 1807, όπου οι Έλληνες, υπό τον Καποδίστρια και τον Κατσαντώνη, αντιμετώπισαν τον Αλή πασά. Είχε αρχίσει ο νέος ρωσο-τουρκικός πόλεμος (1806-1812). Έτσι, όταν «ο Αλής ο Τεπελενλής… άγων δισμυρίους Αλβανούς» άρχισε, τον χειμώνα του 1807, την περικύκλωση της Λευκάδας με πάνω από 11.000 στρατό, η Πολιτεία απέστειλε τον Ιωάννη Καποδίστρια να οργανώσει την άμυνα του νησιού, έχοντας μαζί του τον μητροπολίτη Άρτας (μετέπειτα Ουγγροβλαχίας) Ιγνάτιο, τον στρατηγό Παπαδόπουλο, ένα σώμα Σουλιωτών υπό τον Περραιβό, τον Κίτσο Μπότσαρη, τον Φώτο Τζαβέλα και 300 Ρώσους στρατιώτες. Στην έκκλησή του για βοήθεια στους οπλαρχηγούς της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας θα ανταποκριθούν ο Βλαχάβας, ο Καραΐσκος, ο Νικοτσάρας, ο Αναγνωσταράς, ο Βαρνακιώτης, ο Μπουκουβάλας, κ.ά. ενώ επικεφαλής τους θα τεθεί ο Κατσαντώνης, που θα φτάσει στο νησί μετά από συνεχείς μάχες και στις 30 Ιουνίου θα συγκεντρωθούν όλοι σε μια ιστορική σύναξη, στην ακτή του Μαγεμένου, στη Νικιάνα Λευκάδας. Αυτή η ιστορική συγκέντρωση προανήγγελλε τη συμμετοχή των κλεφταρματολών στην επερχόμενη Επανάσταση, τον μετασχηματισμό τους σε «ένοπλες δυνάμεις» του έθνους – εγκαινιάζοντας και την ιδιαίτερη σχέση του Καποδίστρια μαζί τους· ενώ και ο ίδιος στο εξής θα βλέπει την Επτάνησο Πολιτεία ως Πεδεμόντιο του ελληνισμού. Μια ταξική ακτινογραφία του ελληνισμού Εν συνεχεία, ο Καποδίστριας απέρριψε τις προτάσεις συνεργασίας των Γάλλων, οι οποίοι κατέλαβαν τα Επτάνησα και τα προσάρτησαν στη γαλλική Αυτοκρατορία καταργώντας την Επτάνησο Πολιτεία· πεπεισμένος, πως μόνον η Άρκτος, που βρισκόταν και σε πόλεμο με την Τουρκία, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ευνοϊκά τα ελληνικά αιτήματα, επέλεξε οριστικά στρατόπεδο και τον Ιανουάριο του 1809 μετέβη στην Αγία Πετρούπολη. Το 1811, ήδη, σε ένα εκτενές υπόμνημα, το οποίο διαβιβάστηκε και στον τσάρο, αποπειράται μια αντικειμενική αποτύπωση της ελληνικής πραγματικότητας που εκπλήσσει με την ειλικρίνεια και την ευθυκρισία της: Πράγματι, εκτός από τη σημασία την οποία αποδίδει στον ρωσικό παράγοντα και τη Μ. Αικατερίνη για την ελληνική Αναγέννηση, εκπλήσσει η θετική αναφορά του στη γαλλική Επανάσταση. Υπογραμμίζει δε πως η υπηρεσία του στη ρωσική διοίκηση («πιστός υπηρέτης της Ρωσίας») θα έπρεπε να εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τα συμφέροντα της Ελλάδας («προσδεμένος σταθερά στην τίμια υπόθεση της πατρίδας»). Ακολουθεί ένα περιεκτικό μνημόνιο, που έπεισε τον Αυτοκράτορα για τη σοβαρότητα και τις γνώσεις του: «Οι Έλληνες στην Τουρκία αποτελούν πληθυσμό εννέα εκατομμυρίων», διηρημένο σε τέσσερις τάξεις, τους «ιδιοκτήτες και τους ευγενείς· τον κλήρο και τους επιστήμονες, τους εμπόρους και τους ναυτικούς και τους εργαζόμενους κάθε κατηγορίας και τους ανθρώπους που δεν ξέρουν άλλη τέχνη πέρα από τα άρματα». «Σχεδόν όλοι οι Έλληνες στην Τουρκία είναι μικροϊδιοκτήτες γης. Σχεδόν κανένας δεν έχει μεγάλη περιουσία»· η «“αριστοκρατία” είναι απλώς ένα κενό όνομα, στείρο, πολλές φορές επικίνδυνο» και μόνον οι Φαναριώτες, τους οποίους δεν δείχνει να εκτιμά, «προσδίδουν σε αυτό μια πραγματική αξία». Αντίθετα, οι «μικροϊδιοκτήτες» «μισούν τους Τούρκους» που τους εμποδίζουν «να εξουσιάσουν με την ασπίδα του νόμου» τη γη τους την οποία και ελπίζουν να ανακτήσουν. Αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα της εκπαίδευσης και απαριθμεί λεπτομερώς τα «18 δημόσια σχολεία» ενώ παραθέτει στοιχεία για τους καθηγητές, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, τις βιβλιοθήκες, τις εκδόσεις και τη χρηματοδότηση των σχολείων. Τους εμπόρους της διασποράς τους εκτιμά γύρω στις 110.000 ενώ οι «Έλληνες κατέχουν 5.000 εμπορικά πλοία», στα οποία απασχολούνται «γύρω στους 50.000 ναύτες το χρόνο». Επιμένει ιδιαίτερα στο γεγονός πως «όλοι οι εργαζόμενοι έχουν όπλα» ενώ υπάρχουν και επαγγελματίες ένοπλοι – «οι άνθρωποι που είναι γνωστοί ως αρματολοί, μπορούν να υπολογιστούν σε 100.000 ψυχές». Στο τέλος, εξετάζει τη στάση των Τούρκων και των μεγάλων δυνάμεων: Η Γαλλία επιδιώκει να αποσπάσει τους Έλληνες από την επιρροή της Ρωσίας ενώ οι Εγγλέζοι προσπαθούν «να πείσουν τους Έλληνες, πως: οι “Ρώσοι θα σας εγκαταλείψουν τη στιγμή που δε θα έχουν την ανάγκη σας… ”». Αντίθετα, η «Ρωσία διαθέτει αποδείξεις για την αφοσίωση των Ελλήνων», ωστόσο θα κλείσει το μνημόνιό του μάλλον παράτολμα υπογραμμίζοντας πως οι Έλληνες «βάζουν ένα ερώτημα μεταξύ τους: “θέλει να μας προστατέψει η Ρωσία, ή θα μας εγκαταλείψει στους Τούρκους;”»![1] Η ιδεολογική φυσιογνωμία του –σε επίσημη έκθεση με τελικό αποδέκτη τον ίδιο τον τσάρο– έρχεται επομένως σε ευθεία αντίθεση με την εικόνα του «αντιδραστικού αριστοκράτη», έντεχνα φιλοτεχνημένη από τους δυτικούς ιστοριογράφους του 19ου αιώνα. Οι τύχες των Επτανήσων και η απελευθέρωση μέσω της παιδείας Ο Καποδίστριας θα εκδιπλώσει τις μεγάλες πολιτικές του ικανότητες, αρχικώς, στην Ελβετία όπου συνέβαλε ενεργά στη θέσπιση του συντάγματος της ελβετικής ομοσπονδίας, το οποίο θεσμοθετούσε τα αυτόνομα καντόνια. Από εκεί θα επιστρέψει στη Βιέννη όπου, στις αρχές Οκτωβρίου του 1814, άρχιζε το ομώνυμο Συνέδριο και πολύ σύντομα, μέχρι την ολοκλήρωσή του, τον Ιούνιο του 1815, θα εκπροσωπεί τη Ρωσία στις επίσημες συνεδριάσεις. Σύμφωνα δε με τον σύμβουλο του Μέττερνιχ, Φον Γκεντς, η τελική πράξη του Συνεδρίου υπήρξε έργο του Καποδίστρια και του ιδίου. Εκεί θα προσκρούσει για πρώτη φορά στην απροθυμία του τσάρου να θέσει αποφασιστικά το ελληνικό ζήτημα, μη θέλοντας να συγκρουστεί με τις λοιπές μεγάλες δυνάμεις. Ιδιαίτερα οδυνηρή υπήρξε η εμπειρία του για την τύχη των Επτανήσων, τα οποία είχαν ήδη καταλάβει οι Βρετανοί. Και παρότι επέτυχε τη δημιουργία ενός τυπικά ανεξάρτητου κράτους, υπό το όνομα Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νήσων,ωστόσο η Αγγλία αποκτούσε το δικαίωμα να διοικεί τη νήσο καταργώντας εν τέλει την όποια ανεξαρτησία των Επτανησίων – από τότε χρονολογούνται και οι πρώτες σοβαρές προστριβές του με τους Άγγλους. Η αποτυχία του να ρυμουλκήσει τον τσάρο –και την Ευρώπη– σε μια ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα θέση, υπήρξε καθοριστική και για τη μελλοντική στάση του έναντι της Φιλικής Εταιρείας. Ο Καποδίστριας πείστηκε πως οι διεθνείς συγκυρίες δεν επέτρεπαν οποιαδήποτε άμεση πολιτική κίνηση, γι’ αυτό και θα στραφεί προνομιακά προς την προσπάθεια ενίσχυσης της εκπαίδευσης των Ελλήνων. Μαζί με τον Ιγνάτιο και τον Άνθιμο Γαζή θα δημιουργήσει την Εταιρεία των Φιλομούσων, η οποία μπορούσε, χωρίς να προκαλεί άμεσες αντιδράσεις, να διαφωτίζει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για τα δίκαια του ελληνικού λαού και να συγκεντρώνει χρήματα για να σπουδάζουν οι Έλληνες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η απήχησή της υπήρξε πολύ μεγάλη, με πρώτο συνδρομητή της τον τσάρο Αλέξανδρο, ενώ υποχρέωσε και τον ίδιο τον Μέττερνιχ να γίνει μέλος της(!). Σε έκθεση του στον Μέτερνιχ, στις 16 Φεβρουαρίου 1816, ένας Αυστριακός πληροφοριοδότης καταγράφει ως εξής τις πραγματικές προθέσεις του Καποδίστρια: … Η Ελλάς πρέπει κατά τον Καποδίστριαν να κηρυχθή ομοφώνως υφ’ όλων των Δυνάμεων χώρα αφιερωμένη αποκλειστικώς και μόνον εις τας επιστήμας και την διαφώτισιν του ανθρωπίνου γένους, το έδαφός της να κηρυχθή εκ των έξω απρόσβλητον, εσωτερικώς δε να κρατηθή μακράν πάσης ξένης αναμίξεως. Κειμένη μεταξύ Ασίας και Ευρώπης ευκόλως θα κατανοή η Ελλάς το νόημα της μυστικοπαθούς ζωής της Ανατολής, ενώ από την άλλην πλευράν θα δέχεται το εκλεπτυσμένον πνεύμα των Ευρωπαίων, δημιουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπον μίαν δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα σωτήριον ισορροπίαν (Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης). Η εδραίωση της Ιεράς Συμμαχίας, σε πλήρη αντίθεση με την αυξανόμενη αδημονία των Ελλήνων για μια άμεση απελευθερωτική διέξοδο, θα οδηγήσουν σε μια πρόσκαιρη ρήξη ανάμεσα στις πιο ριζοσπαστικές πατριωτικές πτέρυγες –κατ’ εξοχήν τη Φιλική Εταιρεία– και τις ελίτ του ελληνικού κόσμου της διασποράς· ο Κοραής, ο Ιγνάτιος, ο Καποδίστριας επιμένουν στην εκπαιδευτική «προετοιμασία» του ελληνισμού. Αυτή τη στροφή αποτυπώνει και η «Εγκύκλια επιστολή με παρατηρήσεις πάνω στα “μέσα” βελτίωσης της μοίρας των Ελλήνων», την οποία απέστειλε από την Κέρκυρα, στις 6/18 Απριλίου 1819, προς τον Γενικό Πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα και στην οποία υποστηρίζει απογοητευμένος πως «οι καιροί, όταν όλα υπόσχονταν στην πατρίδα μας το πιο τιμητικό και ευτυχές μέλλον, παρήλθαν παρασύροντας μαζί τους τις καλύτερες ελπίδες μας». Η απελευθέρωση δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο εάν προηγηθεί μία σύνθεση μεταξύ ηθικής και φιλελευθέρων ιδεών, θρησκείας και παιδείας, καθώς φαίνεται να φοβάται μία ρήξη μεταξύ των διαφωτιστών διανοουμένων και των επαναστατών με την Εκκλησία, ενώ έμμεσα καταδικάζει οποιαδήποτε «τυχοδιωκτική ενέργεια». Άλλωστε, ο Γαλάτης του είχε ήδη προτείνει την ανάληψη της ηγεσίας της Φιλικής και αυτός τον είχε αποπέμψει σκαιώς, πληροφορώντας και τον τσάρο. Οι τύχες της Ελλάδας δεν πρέπει να πέσουν στα χέρια τυχοδιωκτών, διότι τότε «τα επακόλουθα των σφαλμάτων» θα πέσουν «πάνω στις κεφαλές» όλων και υπάρχει «μεγάλος κίνδυνος» «συμφέροντα της γενέτειρας γης» «να εξυπηρετήσουν τη φιλοδοξία και τη ματαιοδοξία ορισμένων ατόμων». (ΑΙΚ-ΕΚΣ, τ. ΣΤ΄) Εν τούτοις, στην εκτενή έκθεσή του στον τσάρο Νικόλαο, γνωστή ως Επισκόπηση της Πολιτικής σταδιοδρομίας του, το 1827, δεν αναφέρεται καθόλου στην επιγενέστερη επαφή του με τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Είχε άραγε αρχίσει να αμφιβάλλει και ο ίδιος για την ορθότητα της άποψής του; Ο υπουργός και η Επανάσταση Το 1821, κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Ιεράς Συμμαχίας στο Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα, 26 Ιανουαρίου-12 Μαΐου 1821), έφθασε η είδηση για την είσοδο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Ακολούθησε η επίσημη καταδίκη της Επανάστασης, η απόταξη του Υψηλάντη και η άδεια εισόδου του τουρκικού στρατού στις Ηγεμονίες. Ο Καποδίστριας κατόρθωσε in extremis να αποσοβήσει την αποστολή βοήθειας από τις μεγάλες δυνάμεις προς την οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η στάση του τσάρου εξηγείται εν πολλοίς και από τον αυξανόμενο φόβο του απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα. Άλλωστε, οι αντιτσαρικές προκηρύξεις που κυκλοφόρησαν στο Σύνταγμα Σεμενόφσκι, τον Οκτώβριο του 1820, η ανταρσία που ακολούθησε και οι αυξανόμενες πληροφορίες για τις επαναστατικές κινήσεις των «Δεκεμβριστών» οδήγησαν σε γενικότερη σκλήρυνση την πολιτική του. Ταλαντευόταν διαρκώς ανάμεσα στην προσωπική του συμπάθεια προς τους Έλληνες και τον παθολογικό σχεδόν φόβο του απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα. Στην Επισκόπηση, ο Καποδίστριας περιγράφει αναλυτικά την ύστατη προσπάθειά του –από τον Αύγουστο του 1821 μέχρι τον χειμώνα του 1821-1822– να πείσει τον Αλέξανδρο να παρέμβει ενεργά, με στρατό, στις παρίστριες ηγεμονίες, και να απαιτήσει από την Πύλη την εγγύηση της ζωής και της ασφάλειας των Ελλήνων, των Σέρβων, των Μολδαβών και των Βλάχων· …επανηρχόμην κατ’ επανάληψιν εις τας ιδιαιτέρας συνομιλίας μου μετά του Αυτοκράτορος επί της απαραιτήτου ανάγκης να δράσωμεν… οι Έλληνες θα έπαυον ευρισκόμενοι εντός της σφαίρας της ρωσσικής επιρροής, τα συμφέροντα της Ρωσσίας εν Ανατολή θα ευρίσκοντο εν προφανεί κινδύνω … («Αυτοβιογραφία») Και προς στιγμήν, το καλοκαίρι του 1821, οι προσπάθειές του έμοιαζαν να φέρνουν καρπούς. Πραγματοποιήθηκαν μάλιστα και διαπραγματεύσεις για τη χορήγηση μεγάλου ρωσικού δανείου στους επαναστατημένους Έλληνες, ο δε Αυστριακός πρεσβευτής Λεβτσέρτεν, έντρομος, γράφει πως «τα πράγματα εδεινώθησαν και ο Καποδίστριας επικρατεί». Όμως οι φόβοι του δεν θα επαληθευτούν καθώς μια ασήμαντη επαναστατική κίνηση στην Πολωνία, και οι φιλοτουρκικές πιέσεις της Αυστρίας και της Αγγλίας, θα κάμψουν τον Αλέξανδρο. Ηττημένος, ο Καποδίστριας θα αποχωρήσει από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, τον Αύγουστο του 1822. Ο Καποδίστριας είχε ελπίσει, ματαίως, πως θα μετέστρεφε τον ρου της ρωσικής πολιτικής, προσδοκία που αποτυπώνεται και στο μάλλον σπαρακτικό υπόμνημα που έστειλε στον Ιγνάτιο, τον Ιούλιο του 1821: Ἡ Ἐπανάστασις ἄρχισε νὰ κάμνῃ ταχείας προόδους… Δὲν βλέπω λοιπὸν πιθανότητα διαλλαγῆς μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων… πρέπει νὰ νικήσωμεν ἢ ν’ ἀποθάνωμεν… Ἠξεύρω, ὅτι οἱ ἐδικοί μας θέλουν μὲ εἴπει: Διὰ τί λοιπὸν δὲν διαμοιράζεσαι; ἢ διὰ τί δὲν δίδεσαι ὁλόκληρος εἰς τὴν πατρίδα σου; Ἡ ἀπόκρισίς μου εἶναι εὔκολος· (Αον) εἶμαι μικρός, διὰ νὰ μοιρασθῶ, καὶ μοιραζόμενος … ἤθελα τοὺς βλάψει. (Βον) μένω εἰς τὸν τόπον μου καὶ θέλω μείνει ἐν ὅσῳ θέλω ἐλπίζει νὰ τοὺς εἶμαι ὠφέλιμος. Ὁποίαν ἡμέραν ἴδω, ὅτι τὰ χρέη τοῦ ὑπουργήματός μου εἶναι ἀσυμβίβαστα μὲ τὰ χρέη τὰ ὁποῖα μὲ ἀπαιτεῖ ἡ πατρίς, πιστεύσατε μέ, Κύριέ μου, ὅτι δὲν θέλω ἀναβάλει οὐδεποσῶς ν’ ἀκολουθήσω τὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον πρέπει ν’ ἀκολουθήση πᾶς τίμιος ἄνθρωπος («Υπόμνημα περί της τύχης της Ελλάδος», 17 Ιουλίου 1821). Μέχρι το 1822 θα συνεχίσει, άραγε, να τρέφει αυταπάτες για τη δυνατότητα να μεταπείσει τον τσάρο, ή μήπως ακόμα δεν τολμούσε να κάνει το απαραίτητο βήμα ώστε να δοθεί «ὁλόκληρος εἰς τὴν πατρίδα» του; Δεν είχε θελήσει να ηγηθεί στην Επανάσταση, και ίσως διέθετε το κύρος και την ικανότητα να επιβάλει μια ενιαία ηγεσία, εν τούτοις το 1827 θα θέσει στην υπηρεσία του νεοσύστατου κράτους, στη δύσκολη στιγμή της γέννησής του, την ανιδιοτέλεια και το κύρος του. (Αλ. Δεσποτόπουλος, Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η απελευθέρωσις της Ελλάδος. Gr. Arsh, Ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωσία) Στην επαναστατημένη Ελλάδα Το 1827, η Επανάσταση βρισκόταν στο ναδίρ. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής στη Στερεά και ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο επιχειρούσαν την ανακατάληψη της επαναστατημένης Ελλάδας. Και μόνο ο Κολοκοτρώνης με τον Καραϊσκάκη στη στεριά και ο Μιαούλης στη θάλασσα κρατούσαν ακόμα αναμμένη τη φλόγα της Επανάστασης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και ενώ, με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, τον Απρίλιο του 1826, είχε ανοίξει ο δρόμος για την παρέμβαση των δυνάμεων, η ελληνική ηγεσία, απελπισμένη, θα προχωρήσει σε νέες κινήσεις εξευμενισμού των Άγγλων που θα της επέτρεπαν ταυτόχρονα να καλέσει τον Καποδίστρια. Η Εθνοσυνέλευση θα διορίσει τον Άγγλο τυχοδιώκτη Κόχραν ως «ἀρχιθαλάσσιον» και τον Άγγλο Τσερτς ως αρχιστράτηγο – επιλογές πιθανώς αποδοτικές πολιτικά αλλά απόλυτα αρνητικές επί του πεδίου, όπως θα καταφανεί περίτρανα στην πολιορκία της Αθήνας με τίμημα τον θάνατο του Καραϊσκάκη. Όμως, με αντάλλαγμα αυτές τις επιλογές, οι Έλληνες οπλαρχηγοί μπορούσαν να προτείνουν τον Καποδίστρια ως κυβερνήτη: Ἡμεῖς, τὰ ἄρματα, ἐρρίξαμεν τὴν φιλοτιμίαν μας, καὶ ἔβαλαν τὸν Τσούρτς Ἄγγλον, καὶ οἱ ἀνδρεῖοι θαλασσινοί μας τὸν Κόχραν, τώρα, καὶ οἱ πολιτικοὶ πρέπει νὰ ρίξετε καὶ ἐσεῖς τὴν φιλοτιμίαν σας, νὰ ἐκλέξωμεν ἕναν Πρόεδρον νὰ μᾶς κυβερνήσει. Και παρότι οι αντιδράσεις υπήρξαν έντονες και οι αντιδρώντες, με την υποκίνηση του Μαυροκορδάτου, υποστήριζαν «ὅτι δὲν βλέπουν καλὰ πράγματα εἰς τὴν συνέλευσιν», εν τούτοις, επειδή «τὸ ἔθνος αὐτὸ θέλει», «σὲ δύο ἡμέρες ἐκάμαμε συνέλευσιν καὶ ἀπεφασίσαμεν τὴν αὐγήν, ὅτι τὸ ἀπόγευμα νὰ ὑπογράψωμεν τὸν Καποδίστριαν». Ωστόσο, μετά από πρόταση του Κουντουριώτη, ήθελαν να έχουν και τη σύμφωνη γνώμη του Άγγλου ναυάρχου Χάμιλτον ο οποίος, παρά τις όποιες αντιρρήσεις του, είπε τελικώς στον Κολοκοτρώνη: «Πάρτε τὸν Καποδίστρια ἢ ὅποιον διάβολον θέλετε, διατὶ ἐχαθήκατε»… «Τὴν αὐγὴν ἐσυναχθήκαμεν καὶ ὑπογράψαμεν διὰ τὸν Καποδίστρια». Η επιλογή του Καποδίστρια είχε καταστεί αναπόφευκτη εξαιτίας της τουρκικής απειλής, σε συνδυασμό με το χάος που είχαν προκαλέσει οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι. Η δε αλλαγή της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων κατεδείκνυε την ανάγκη ν’ αναλάβει το πηδάλιο ένας γνώστης της διπλωματίας, με διεθνές κύρος· άλλωστε, οι διχόνοιες είχαν ακυρώσει τις δυνατότητες της οποιασδήποτε πτέρυγας, και εκείνης του Μαυροκορδάτου, να επιβάλει την κυριαρχία της. Μετά την εκλογή του ως κυβερνήτη με θητεία επτά χρόνων, τον Απρίλιο του 1827, από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, άρχισε αμέσως περιοδεία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες διαβεβαιώνοντας όλους ότι δεν επρόκειτο να εφαρμόσει φιλορωσική πολιτική, καθώς είχε ήδη παραιτηθεί από τη ρωσική υπηρεσία. Πάντως, οι Άγγλοι αρνήθηκαν να παραχωρήσουν νέο δάνειο στην Ελλάδα ενώ αντίθετα οι Γάλλοι θα στηρίζουν τον Καποδίστρια, τουλάχιστον μέχρι την Επανάσταση του 1830, θα στείλουν εκστρατευτικό σώμα στην Ελλάδα υπό τον στρατηγό Μαιζόν και θα παραχωρήσουν μια μηνιαία συνδρομή 500.000 φράγκων. Θεσμοί και διακυβέρνηση Όταν ο Καποδίστριας έφθασε στην Ελλάδα, στις 6 Ιανουαρίου 1828, η κατάσταση που αντίκρισε ήταν τραγική. Ο πληθυσμός είχε μειωθεί – από 850.000 άτομα το 1821 είχε περιοριστεί σε 650.000. Κτήρια και κατοικίες είχαν καταστραφεί, πόλεις και χωριά είχαν ερημωθεί ενώ η γεωργική, κτηνοτροφική και βιοτεχνική παραγωγή είχαν συρρικνωθεί. Το δημόσιο ταμείο ήταν κυριολεκτικά άδειο, τα σχολεία δεν λειτουργούσαν και ούτε λόγος μπορούσε να γίνει για νοσοκομεία, δρόμους, δικαστήρια. Κυριαρχούσε η ληστεία και η πειρατεία, η δε Αντικυβερνητική Επιτροπή –αποτελούμενη από τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, τον Ιωάννη Νάκο και τον Ιωάννη Μηλαΐτη–, που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση έως την άφιξη του Κυβερνήτη, αδυνατούσε να επιβάλει την εκτέλεση των αποφάσεών της. Στο Ναύπλιο και την Αίγινα θα τον υποδεχθεί σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός του Μοριά και των νησιών ως σωτήρα. Διαβάζουμε από τη συνομιλία του με το μέλος της Αντικυβερνητικής Επιτροπής, και μετέπειτα δολοφόνο του, Γεώργιο Μαυρομιχάλη όπως την παραθέτει ο Γεώργιος Τερτσέτης: Πρὶν νὰ πατήσω τὰ χώματα τὰ ἑλληνικά, καὶ ἀφοῦ ἦλθα καὶ εἶδα τὸ ἐβεβαιώθηκα,εἶναι καιροὶ ποὺ πρέπει νὰ φοροῦμε ὅλοι ζώνη δερματένια, καὶ νὰ τρῶμε ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο· …, προεῖδα μεγάλα δυστυχήματα διὰ τὴν πατρίδα ἂν ἐσεῖς δὲν θὰ εἶσθε σύμφωνοι μαζὶ μου καὶ ἐγὼ μὲ ἐσᾶς. «Ζήτω ὁ Κυβερνήτης μας, ὁ σωτήρας μας, ὁ ἐλευθερωτὴς μας», ἐφώναζαν γυναῖκες ἀναμαλλιάρες, ἄνδρες μὲ λαβωματιὲς πολέμου, ὀρφανὰ γδυτά … ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἔσχιζε τὴν καρδιὰ μου, μαυροφορεμένες, γέροντες, μοῦ ἐζητούσαν νὰ ἀναστήσω τοὺς ἀποθαμένους τους, μανάδες μοῦ ἔδειχναν εἰς τὸ βυζὶ τὰ παιδιά τους… Δύναμαι νὰ κάμω ἐγὼ ὅλα αὐτά…; Δύναμαι νὰ πράξω μηδὲν χωρὶς τὴν σταθερὰν ὁμοφροσύνην τῶν πρώτων του τόπου; Δὲν εἶναι κίνδυνος ὅτι τα ἀνδραγαθήματά τους εἰς τὸν ἀγώνα ἔχυσαν πλησμονὴν ὀρέξεων… ἀφιλίωτη με το γενικὸν καλόν… καὶ μὲ τὴν εὐτυχίαν τοῦ λαοῦ; …Ὡς ψάρι εἰς τὸ δίχτυ σπαράζει εἰς πολλοὺς κινδύνους ἀκόμη ἡ ἑλληνικὴ ἐλευθερία. Μοῦ ἐδώσατε τοὺς χαλινοὺς τοῦ Κράτους. Τίνος κράτους; … Ποῦ τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ ἔθνους;… ὁ τόπος εἶναι χέρσος, σπάνιοι οἱ κάτοικοι, τὸ δημόσιο εἶναι πλακωμένο ἀπὸ δύο ἑκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, ἄλλα τόσα ζητεῖτε οἱ στρατιωτικοί, ἡ γῆ εἶναι ὑποθηκευμένη εἰς τοὺς Ἄγγλους δανειστάς. – Δὲν λυποῦμαι, δὲν ἀπελπίζομαι, προτιμῶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο τοῦ πόνου καὶ τῶν δακρύων, παρὰ ἄλλο… εἶμαι ἀπὸ τὴ φυλή σας… ὅ,τι ἔχω, ζωή, περιουσία, φιλίες εἰς τὴν Εὐρώπη, κεφάλαια γνώσεων…, τὰ ἀφιερώνω εἰς τὴν κοινὴν πατρίδα… Ὡς οἱ παλαιοὶ ἥρωες ἢ βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος πρέπει νὰ φυτεύομε δένδρα, νὰ ἀνοίγομε δρόμους, νὰ παλεύομε μὲ τὰ θηρία τοῦ δάσους, νὰ δέσομε τὴν κοινωνία μας μὲ νόμους συμφώνους μὲ τὸ ἔθνος μας οὔτε ὀπίσω, οὔτε ἐμπρὸς τοῦ καιροῦ μας· μὴ μοῦ ζητεῖτε ζωγραφίες πολύτιμες εἰς οἰκοδόμημα ἀκόμη ἀτελείωτο. Μέτρο μας καὶ ἄστρο, εἰς δεινὰ ἑλληνικὰ θεραπεία ἑλληνικὴ. … Ἕνα μόνο φοβοῦμαι πολὺ καὶ μὲ δέρνει ὑποψία, τρέμω τὴν ἀπειρία σας. Ἄν ἡ νέα κυβέρνησις τύχει νὰ συγκρουσθεῖ μὲ συμφέροντα ξένων δυνάμεων… ἂν πλανεθεῖ ὁ ἑλληνισμός σας καὶ σηκωθεῖ σκοτάδι μεταξύ μας, ὥστε ἐσεῖς νὰ μὴ διαβάζετε εἰς τὴν καρδίαν μου, θολωθοῦν καὶ μὲ οἱ ὀφθαλμοί, ποῖος ἠξεύρει; Ποῦ θὰ πᾶμε; Τὶ θὰ γενοῦμε; Ἐτινάξετε τὸ καβούκι τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλ’ οἱ πλεκτάνες τῆς διπλωματίας ἔχουν κλωστὲς πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστὲς θανάτου, ἄφαντες, καὶ ἐσεῖς δὲν τὲς ἐννοεῖτε. Κατεβαίνω πολεμιστὴς εἰς τὸ στάδιον, θὰ πολεμήσω ὡς κυβέρνησις, δὲν λαθεύομαι, τὸν ἔρωτα τῶν προνομίων ποὺ εἶναι φυτευμένος εἰς ψυχὲς πολλῶν, τὰ ὀνειροπολήματα τῶν λογιωτάτων ξένων πρακτικῆς ζωῆς, τὸ φιλύποπτο, κυριαρχικὸ καὶ ἀνήμερο ἀλλοεθνῶν ἀνδρῶν. Ἡ νίκη θὰ εἶναι δική μας, ἂν βασιλεύει τὴν καρδίαν μας… μόνο τὸ αἴσθημα τὸ Ἑλληνικό﮲ ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης. Εἴθε οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος νὰ εἶναι βοηθοί μου» (Τερτσέτη, Άπαντα, Γ΄ τόμος). Σε αυτή του την ομιλία, ο Κυβερνήτης σκιαγραφεί ουσιαστικά και την πολιτική που επρόκειτο να ακολουθήσει, δημιουργώντας νόμους «συμφώνους μὲ τὸ ἔθνος μας οὔτε ὀπίσω, οὔτε ἐμπρὸς τοῦ καιροῦ μας». Πρότεινε αμέσως τη διάλυση της Βουλής και τη θέσπιση ενός συστήματος διακυβέρνησης με αυξημένες εξουσίες στο πρόσωπό του (Προσωρινή Διοίκηση της Επικρατείας) και, δώδεκα ημέρες μετά, οι πληρεξούσιοι συναποφάσισαν την αυτοδιάλυση του Σώματος και «ἀπέθεντο ἀποφασίστως εἰς χεῖρας αὐτοῦ πάσας τὰς ἐξουσίας», καθώς «αἱ δειναὶ τῆς πατρίδος περιστάσεις καὶ ἡ διάρκεια τοῦ πολέμου» δεν επέτρεπαν την πλήρη εφαρμογή του «ἐν Τροιζήνι ἐπικυρωθέντος καὶ ἐκδοθέντος» Συντάγματος. Επρόκειτο για ένα είδος ενισχυμένης «Προεδρικής Δημοκρατίας» με τη συνεπικουρία ενός προσωρινού γνωμοδοτικού σώματος, του Πανελληνίου. Ο Κυβερνήτης συμφώνησε να συγκληθεί άμεσα νέο νομοθετικό σώμα αλλά τελικώς η Δ´ Ἐθνική τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις θα συνέλθει στο Άργος, πολύ αργότερα, στις 12 Ιουλίου 1829. Το Πανελλήνιον αποτελείτο από 27 μέλη – μεταξύ άλλων και οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Ιωάννης Κωλέττης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Βιάρος Καποδίστριας, Ανδρέας Π. Μεταξάς, Ανδρέας Ζαΐμης, Λυκούργος Λογοθέτης,Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κ.ά. Γραμματέας της Επικρατείας, οιονεί πρωθυπουργός, ανέλαβε ο Σπυρίδων Τρικούπης. Στη σύνθεση του Πανελληνίου εκπροσωπούνταν ισομερώς οι τρεις επαναστατημένες περιοχές (Στερεά, Ρούμελη, νησιά) καθώς και άλλες ελληνικές περιοχές ενώ περιελάμβανε και δύο Φαναριώτες, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Γρηγόριο Σούτσο. Τον Απρίλιο θα προχωρήσει και στην οργάνωση της αυτοδιοίκησης και της επαρχιακής διοίκησης. Ο Μοριάς διαιρέθηκε σε επτά Τμήματα και τα νησιά του Αιγαίου σε έξι – στη δε Στερεά, μετά την απελευθέρωσή της, διορίστηκε ως Πληρεξούσιος Τοποτηρητής ο αδελφός του, Αυγουστίνος Καποδίστριας. Τα Τμήματα διαιρούνταν σε επαρχίες διοικούμενες από 12μελή επαρχιακή δημογεροντία, και ακολουθούσε η διοικητική υποδιαίρεση σε πόλεις, κώμας και χωρία. Η διοικητική διαίρεση διατήρησε πολλά στοιχεία του παραδοσιακού κοινοτικού συστήματος όπως τη δημογεροντία και τον υπολογισμό των οικογενειών για την εκλογή των δημογερόντων – ένας δημογέροντας ανά εκατό εστίες, δύο από διακόσιες και πάνω, τρεις στις πάνω από τριακόσιες και τέσσερις για τους οικισμούς άνω των τετρακοσίων οικογενειών. Εκλογικά δικαιώματα είχαν όλοι οι άρρενες Έλληνες πολίτες άνω των 25 ετών ενώ εκλέξιμοι ήταν οι άνω των 35 ετών. Οι δημογέροντες ασχολούνταν με τα ζητήματα της κοινότητας, υπό την επιτήρηση των Εκτάκτων Επιτρόπων και των επαρχιακών δημογερόντων, που εκλέγονταν από τους δημογέροντες των χωριών. Και παρότι οι κάτοικοι των κοινοτήτων απέκτησαν τη δυνατότητα να εκλέγουν πολύ πιο ελεύθερα τους δημογέροντές τους, εν τούτοις θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά ο περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στους «πλέον φορολογουμένους», αποκλείοντας όχι μόνο εθιμικά αλλά και θεσμικά τους φτωχούς πολίτες. Επιπλέον, παρατηρήθηκαν και αντιδημοκρατικές παρεμβάσεις εκτάκτων επιτρόπων, όπως του Βιάρου Καποδίστρια, που καταργούσαν εκλεγμένους δημογέροντες διορίζοντας άλλους στη θέση τους[2]. Η κυβέρνηση θα εξοργίσει ιδιαίτερα τους Ψαριανούς που βρίσκονταν ως πάροικοι στην Αίγινα –υπερήφανους για τον παραδοσιακά δημοκρατικό τρόπο εκλογής των δημογερόντων τους– με τον παράνομο τρόπο εκλογής τον οποίο θα επιβάλει. Και μάλιστα σε μία στιγμή, την 1η Μαρτίου 1831, που παροξύνονταν οι πολιτικές συγκρούσεις, με αποτέλεσμα ένα μέρος των Ψαριανών να στραφεί εναντίον του κυβερνήτη[3]. Για να περιορίσει την επιρροή των παραδοσιακών προκρίτων στις τοπικές κοινωνίες, διορίστηκαν σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες στα Τμήματα αλλά και στις επαρχίες (ο Ιωάννης Κωλέττης στις Ανατολικές Σποράδες, ο Αναστάσιος Λόντος στις Βόρειες Σποράδες κ.λπ.). Στην προσπάθειά του να «ανατρέψει σταθερές του κύρους της προυχοντικής τάξης σε τοπικό επίπεδο, αποµακρύνθηκε σταδιακά από παραδοσιακά σχήματα κοινοτικής αυτονομίας» (Χ. Μπαµπούνης, Η Τοπική αυτοδιοίκηση κατά την οθωνική περίοδο). Μάλιστα, ένα νέο ψήφισμα, του 1830, σχετικό με τη διοίκηση των κοινοτήτων, που απέβλεπε σε περισσότερο συγκεντρωτική κοινοτική διοίκηση, δεν εφαρμόστηκε εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσε. Η παρέλευση του Απριλίου 1828 χωρίς να συγκληθεί Εθνοσυνέλευση αποτέλεσε την αφετηρία για τον διχασμό του Πανελληνίου σε κυβερνητική και αντιπολιτευόμενη μερίδα. Μάλιστα, τον Φεβρουάριο του 1829, με αφορμή την απόρριψη από τον Καποδίστρια ενός ολιγαρχικού εκλογικού νομοσχεδίου, που προέβλεπε τον αποκλεισμό από την εκλογική διαδικασία των ετεροχθόνων και των ακτημόνων, ο Σπυρίδων Τρικούπης παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού (και ανέλαβε το αξίωμα του γραμματέα των Εξωτερικών και του Εμπορικού Ναυτικού). Στην συγκληθείσα Δ´ Εθνοσυνέλευση (Άργος, 12 Ιουλίου-5 Αυγούστου 1829), τα μέλη της αντικαποδιστριακής μερίδας (Ζαΐμης, Μαυροκορδάτος, Τομπάζης, Κουντουριώτης, Μιαούλης κ.ά.) επέλεξαν να παραιτηθούν και να απέχουν στο εξής «ἐκ τῆς δημοσίας ὑπηρεσίας» εγκαινιάζοντας τη χωριστική στρατηγική που επρόκειτο να ακολουθήσουν στη συνέχεια. Η Εθνοσυνέλευση του Άργους αντικατέστησε το Πανελλήνιον με τη Γερουσία, επίσης με 27 μέλη, που αποτελούσαν εν πολλοίς επιλογή του ίδιου του Κυβερνήτη· άλλωστε μπορούσε να προχωρά στην έκδοση Ψηφισμάτων χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας. Η μεγάλη πλειοψηφία των υπουργών και των γερουσιαστών (18) ανήκαν στην καποδιστριακή παράταξη· τελικώς δε, ο Σπυρίδων Τρικούπης θα παραιτηθεί και από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, μετά από είκοσι μήνες συμμετοχής στην κυβέρνηση. Η αποχώρησή του προσέλαβε σημαντικό συμβολικό χαρακτήρα, διότι εκπροσωπούσε την αγγλόφιλη «φιλελεύθερη» μερίδα, την οποία είχε προσπαθήσει να εντάξει στην κυβέρνησή του ο Καποδίστριας – ήταν άλλωστε και γαμβρός του Μαυροκορδάτου. Πλέον, οι δυνάμεις των ολιγαρχικών, πίσω από το προσωπείο του δημοκρατισμού, θα αρχίσουν την ανοικτή αντιπαράθεση με τον Κυβερνήτη, προσπαθώντας να ρυμουλκήσουν και τους πρέσβεις των Δυνάμεων.[4] Η οργάνωση του Κράτους Ο Καποδίστριας έσπευσε να δημιουργήσει κρατικό μηχανισμό, κυριολεκτικώς εξ υπαρχής, εργαζόμενος με πυρετώδεις ρυθμούς. Ο ίδιος είχε αρνηθεί να λαμβάνει τον οποιοδήποτε μισθό και προσπάθησε να επιβάλει την αντίληψη και τους ρυθμούς του σε ολόκληρη τη διοίκηση. Από τα 180 άτομα της κεντρικής διοίκησης διατήρησε μόλις ένδεκα(!) οι οποίοι μαζί με τον κυβερνήτη εργάζονταν ασταμάτητα από τις πέντε το πρωί έως τις δέκα το βράδυ και τις περισσότερες ημέρες κοιμόντουσαν πάνω στα γραφεία τους. Έτσι περιέκοψε αποφασιστικά τις κρατικές δαπάνες στρέφοντας όμως εναντίον του ένα μεγάλο μέρος των άεργων νεαρών λογίων της πρωτεύουσας. Δημιούργησε ενιαία διοικητική μηχανή και περιόδευε διαρκώς σε όλες τις επαρχίες συνομιλώντας κατ’ εξοχήν με τους ίδιους τους ξωμάχους και τους βοσκούς για να σχηματίζει προσωπική εικόνα της κατάστασης. Φρόντισε να δημιουργήσει αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες και ενίσχυσε τις αστυνομικές δυνάμεις, χωρίς βέβαια να λείπουν οι υπερβάσεις και η κατάχρηση εξουσίας από αστυνομικά όργανα, οι οποίες θα πολλαπλασιαστούν μετά το 1830 ενισχύοντας τις αιτιάσεις για αστυνομικό κράτος. Ανέθεσε ταυτόχρονα στον Ανδρέα Μιαούλη το καθήκον της εξάλειψης της πειρατείας – μόνιμη πηγή αντιπαράθεσης με εκείνους τους Ευρωπαίους οι οποίοι, με αφορμή την πειρατεία, υποστήριζαν πως οι Έλληνες δεν είχαν τη δυνατότητα να αυτοκυβερνηθούν. Ως προς τα οικονομικά, η διακυβέρνησή του κατόρθωσε να αυξήσει τα έσοδα του κράτους μέσω της κεντρικής φορολογίας επιτυγχάνοντας παράλληλα σημαντικές εισφορές από τον παροικιακό ελληνισμό και τους φιλέλληνες (όπως ο Εϋνάρδος). Ίδρυσε τη βραχύβια «Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα», ενώ προσπάθησε να εισαγάγει και εθνικό νόμισμα, τον φοίνικα. Μάλιστα, για να χτυπήσει τα μεγάλα τοπικά συμφέροντα, η εκμίσθωση των προσόδων των επαρχιών έπαψε να πραγματοποιείται σε ενιαία σύνολα αλλά επιμερίζονταν σε φορολογικές ενότητες, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν στη δημοπρασία περισσότεροι υποψήφιοι εκμισθωτές. Επέμεινε ιδιαίτερα στην τόνωση της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής – άλλωστε οι αγρότες και οι βιοτέχνες αποτελούσαν και το βασικό του κοινωνικό στήριγμα. Με τη μεσολάβησή του, οι Γάλλοι του Μαιζόν δίδαξαν στους ντόπιους νέες μορφές καλλιεργειών, ενώ συστηματοποίησε και την καλλιέργεια της πατάτας. Πάντως δεν κατόρθωσε να υλοποιήσει την υπόσχεσή του για τη διανομή των εθνικών γαιών, τόσο διότι αυτές αποτελούσαν υποθήκη για τα δάνεια όσο και διότι ο κρατικός μηχανισμός δεν είχε την οργανωτική δυνατότητα να την φέρει σε πέρας, δεδομένης της χαώδους κατάστασης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των σχετικών εκτάσεων και της έλλειψης κτηματολογίου. Άλλωστε, πολλοί αγωνιστές θα χρεώνονταν υπερβολικά για να τις κρατήσουν και έτσι αυτές θα κατέληγαν σε τοκογλύφους ή σε πλούσιους προκρίτους. Και έτσι το ζήτημα θα διαιωνίζεται και μόλις το 1871 θα λυθεί από τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Τον Οκτώβριο του 1828 ίδρυσε Ορφανοτροφείο στην Αίγινα για τα αναρίθμητα ορφανά του πολέμου, που συγκέντρωσε γύρω στα 450 παιδιά, και το οποίο αποτελούσε ταυτόχρονα και εκπαιδευτήριο. Έθεσε επικεφαλής της εκπαίδευσης τον Κερκυραίο λόγιο –φίλο του Κλωντ Φωριέλ και του Διονυσίου Σολωμού αργότερα–, Ανδρέα Μουστοξύδη. Επέμενε κατ’ εξοχήν στην επέκταση της στοιχειώδους εκπαίδευσης, σύμφωνα με την «λανκαστριανή» αλληλοδιδακτική μέθοδο, όπου οι μεγαλύτεροι μαθητές δίδασκαν τους μικρότερους. Το 1829 ίδρυσε, μέσα στο Ορφανοτροφείο, Πρότυπο Σχολείο για προχωρημένους μαθητές, ενώ τον Νοέμβριο του 1829 άρχισε να λειτουργεί και Κεντρικό Σχολείο που θα προετοίμαζε τους μαθητές για ανώτατες σπουδές. Δημιούργησε τέλος πρότυπη Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα, καθώς και Εκκλησιαστική και Μουσική Σχολή. Στις αρχές του 1831, τρία έτη μετά την άφιξή του, λειτουργούσαν στην Ελλάδα 121 αλληλοδιδακτικά σχολεία για 9.737 μαθητές. Ήταν ο πρώτος που οραματίστηκε την ίδρυση Πανεπιστημίου, παρότι αντίθετος στην άμεση λειτουργία του, την οποία θεωρούσε εντελώς εξωπραγματική, ελλείψει και υποψηφίων φοιτητών, γεγονός για το οποίο, εντελώς άστοχα, κατηγορήθηκε από τον Κοραή και άλλους ως «φωτοσβέστης». Εντούτοις, τη βασιμότητα των δισταγμών του καταδεικνύει το γεγονός ότι, όταν το 1837 άρχισε να λειτουργεί το υποτυπώδες οθωνικό πανεπιστήμιο, σε αυτό γράφτηκαν μόλις 52 φοιτητές, εκ των οποίων οι 18 μόνο παρακολουθούσαν τις παραδόσεις των 33 καθηγητών (!) και ελάχιστοι έλαβαν κάποιο πτυχίο από αυτό. Η αναγνώριση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους Εκεί όπου οι φίλοι αλλά και οι πολυάριθμοι εχθροί του Κυβερνήτη συμφωνούν είναι ως προς την αποφασιστική και κυριολεκτικά αψεγάδιαστη συμβολή του στη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Άλλωστε, πολλοί Ευρωπαίοι συμφωνούσαν με τον Γκομπινώ ότι ήταν ισάξιος του Ταλεϋράνδου και του Μέτερνιχ. Τα δύο βασικά προβλήματα που αντιμετώπιζε αφορούσαν τα όρια του νέου κράτους και τον βαθμό της ανεξαρτησίας του· μάλιστα χρησιμοποιεί την εμπέδωση της κρατικής ισχύος στο εσωτερικό ώστε να καταστήσει το νέο κράτος αξιόπιστο ενώ εκμεταλλεύεται με μαεστρία τις αντιθέσεις των μεγάλων δυνάμεων μεταξύ τους και με την Πύλη. Η πολιτική της Ρωσίας, μετά την άνοδο του Νικολάου στην εξουσία, δείχνει να επιστρέφει στην πατροπαράδοτη αντιπαλότητα έναντι της Τουρκίας, σε αντίθεση με τον Αλέξανδρο που είχε εγκαταλείψει το ελληνικό ζήτημα αποκλειστικά στα χέρια της Βρετανίας. Έτσι ο Τζώρτζ Κάνινγκ, υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, θα συνομολογήσει με τη Ρωσία το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, στις 4/4/1826, που για πρώτη φορά αναγνώριζε ένα ελληνικό κρατικό μόρφωμα έστω φόρου υποτελές – συμφωνία με την οποία θα συνταχθεί και η Γαλλία καθώς η Έξοδος του Μεσολογγίου που ακολούθησε αμέσως μετά θα προκαλέσει μια «έκρηξη» φιλελληνισμού στη χώρα. Καθώς πλέον δρομολογείται η ανάληψη της εξουσίας από τον Καποδίστρια, οι τρεις δυνάμεις θα υπογράψουν, στις 6/7/1827, το πρώτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου με το οποίο αναγνωριζόταν αυτόνομο ελληνικό κράτος. Επρόκειτο για το διπλωματικό προοίμιο του Ναβαρίνου, καθώς καλούσε τους εμπολέμους σε ανακωχή εντός 15 ημερών. Σε περίπτωση που οι τουρκο-αιγυπτιακές δυνάμεις δεν θα συμμορφώνονταν, το ναυτικό των τριών χωρών είχε εξουσιοδοτηθεί να χρησιμοποιήσει ακόμα και «το τηλεβόλον» εάν χρειαστεί, όπως και έγινε στο Ναβαρίνο στις 28/10/1827. Παρότι ο Τζωρτζ Κάνινγκ, που είχε αναλάβει την πρωθυπουργία, θα πεθάνει πριν τη ναυμαχία (στις 8 Αυγούστου), οι φιλότουρκοι Τόρηδες που τον αντικατέστησαν δεν κατόρθωσαν να αναιρέσουν τις ληφθείσες αποφάσεις. Άλλωστε, η Ναυμαχία αποτελούσε «έναν θρίαμβο των λαών κατά των βασιλέων… Ο φιλελληνισμός δεν ήτο μόνον ονειροπόλημα ακάκων ενθουσιωδών ψυχών, αλλά δύναμις πραγματική» (Μέντελσον, Α΄, 770-771). Τα 3.500 ζεύγη από τα κομμένα αυτιά του Μεσολογγίου έμελλαν να πληρωθούν ακριβά. Και όχι μόνο με τη μακάβρια πυραμίδα των 1500 κεφαλών που έστησε ως απάντηση ο Καραϊσκάκης στην Αράχωβα, αλλά με την αρχή του τέλους της τουρκικής παρουσίας στα επαναστατημένα εδάφη. Ο Καποδίστριας, ήδη πριν έλθει στην Ελλάδα, επιχειρούσε να διευρύνει κατά το δυνατό τα όρια του μελλοντικού κράτους και, σε επιστολή του προς τον Άγγλο υπουργό Αποικιών, Ουίλμοτ Όρτον, στις 3 Οκτωβρίου 1827, επιμένει πως τα όρια της Ελλάδας … «διεγράφησαν από του 1821 διά του αίματος του χυθέντος εις τας σφαγάς των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου, και εις τας πολυαρίθμους ναυμαχίας τε και πεζομαχίας εν αις εδοξάσθη το γενναίον τούτο έθνος». Χωρίς ακόμα να επικεντρώνεται στο ζήτημα του καθεστώτος που θα διείπε το νέο κράτος, καθώς γνώριζε ότι και η Ρωσία υποστήριζε αυτονομία και όχι ανεξαρτησία, επέμενε κυρίως στη διασφάλιση ευρύτερων συνόρων. Άλλωστε ήταν πεπεισμένος πως η αδιαλλαξία των Τούρκων θα καθιστούσε ανενεργή κάθε συμβιβαστική πρόταση. Εν τούτοις, μετά τον θάνατο του Κάνινγκ, η νέα φιλότουρκη αγγλική «γραμμή», σε ένα νέο Πρωτόκολλο, στις 4/16 Νοεμβρίου 1828, θα συρρικνώνει τα όρια του νέου κράτους στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Ωστόσο, ο Καποδίστριας μπόρεσε να χρησιμοποιήσει επιδέξια τη φιλελληνική στροφή της γαλλικής πολιτικής και τον ρωσοτουρκικό πόλεμο που είχε ήδη εκραγεί. Οι Γάλλοι θα αποστείλουν μάλιστα, τον Αύγουστο του 1828, εκστρατευτική δύναμη 15.000 ανδρών υπό τον στρατηγό Μαιζόν στην Πελοπόννησο. Ο Καποδίστριας, γνωρίζοντας πως η Αγγλία δεν επιθυμούσε να συμπεριληφθεί η Στερεά στο νέο κράτος, ενισχύει την ελληνική παρουσία στην περιοχή: «ἐδιοργάνισε 20 τάγματα ἀπὸ τὰ Ρουμελιώτικα στρατεύματα», διότι «οἱ τρεῖς δυνάμεις ἀποφασίζουν μόνον τὴν Πελοπόννησον καὶ μέρος νησιά, καὶ δὲν ἔχουν σκοπὸν νὰ μᾶς πλατύνουν τὰ σύνορα» γι’ αυτό και πρέπει να «εὑρίσκονται τὰ στρατεύματα τὰ Ρουμελιώτικα εἰς τὰ ἄρματα εἰς τὰ σύνορά τους». Αυτή η τακτική επισφραγίζεται με τη μεγάλη νίκη της Πέτρας: πράγματι, στις 12 Σεπτεμβρίου 1829, οι 8.000 Τούρκοι που αποχωρούσαν εσπευσμένα από την Αθήνα ηττήθηκαν από τον Δημήτριο Υψηλάντη μεταξύ Θήβας και Λειβαδιάς και παρέδωσαν ολόκληρη την Ανατολική Ελλάδα εκτός από το φρούριο Καραμπαμπά, στη Χαλκίδα, και την Ακρόπολη των Αθηνών. Τελικώς, η ήττα της Τουρκίας στον ρωσοτουρκικό πόλεμο θα την υποχρεώσει, με τη συνθήκη της Αδριανούπολης, τον Σεπτέμβριο του 1829, να αποδεχθεί ένα αυτόνομο ελληνικό κράτος με διευρυμένα σύνορα (γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού). Η εισβολή του ρωσικού στρατού στη Θράκη κατατρόμαξε τους Άγγλους, τόσο ώστε ο πρωθυπουργός Ουέλλινγκτον προς στιγμήν έφτασε να συζητά ακόμα και τη δημιουργία ενός βυζαντινού ελληνικού κράτους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, φοβούμενος ότι η πόλη θα περιέλθει στα χέρια των Ρώσων! Σύντομα όμως επανήλθαν στην πάγια πρόταση της δημιουργίας ενός μικροσκοπικού αλλά ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, διότι φοβούνταν ότι ένα κράτος υποτελές στην Πύλη θα εξαρτιόταν από τη Ρωσία. Σε νέο Πρωτόκολλο, τον Φεβρουάριο του 1830, αναγνωρίσθηκε ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, με όρια μεταξύ των εκβολών του Αχελώου και του Σπερχειού έτσι ώστε να μη συνορεύει η δυτική Ελλάδα με τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Ο Καποδίστριας, έχοντας επιτύχει τον στόχο της πλήρους ανεξαρτησίας, θα επικεντρωθεί τώρα στη διεύρυνση των ορίων του νέου κράτους. Χρησιμοποιεί πλείστες όσες δικαιολογίες για να διατηρεί τις ελληνικές δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα και επιμένει πως τόσο στενά σύνορα δεν θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να είναι βιώσιμη. Τελικώς, καθώς Ρώσοι και Γάλλοι στήριζαν τις ενέργειές του, θα υποχρεωθεί να υποχωρήσει και η Αγγλία και θα γίνουν αποδεκτά τα σύνορα στη γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού, στις 14/26 Σεπτεμβρίου 1831, λίγες ημέρες πριν τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Εντούτοις, δεν θα κατορθώσει να συμπεριλάβει στα όρια του νέου κράτους τη Χίο, τη Σάμο και προπαντός την Κρήτη. Όπως έγραφε ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Αμπερντήν: «Η Βρετανική Κυβέρνησις ουδέποτε θα επιτρέψη ώστε η σπουδαία αυτή νήσος περιέλθη εις το κράτος του Καποδιστρίου ή οιασδήποτε άλλης δυνάμεως…» (Π. Καρολίδης). Η όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων και ο διχασμός Ο Καποδίστριας, φοβούμενος τη φατριαστική λογική που πρυτάνευε στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, είχε επιχειρήσει αρχικώς να ικανοποιήσει τουλάχιστον συμβολικά τις περισσότερες πολιτικές ομάδες με τη συμπερίληψη εκπροσώπων τους στο Πανελλήνιον. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, που χρημάτισε μέλος της κυβέρνησής του μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1829, τον χαρακτηρίζει «ἄτολμον πολιτευτὴν» διότι, αντί να στηριχτεί στη Συνέλευση την οποία μπορούσε να κατευθύνει, προτίμησε να την καταργήσει, δημιουργώντας περισσότερες αντιπαλότητες. Και σε μια τέτοια συμπεριφορά δεν τον προδιέθετε μόνο η πολιτική διαδρομή του στην Ιόνιο Πολιτεία και τη ρωσική κυβέρνηση αλλά και η πολύ αρνητική άποψη του για τους «φατριαστές Έλληνες» και οι ελλιπείς γνώσεις του για το ελληνικό σύστημα εξουσίας. Επιπλέον, έχει βάσιμα υποστηριχτεί πως ένας από τους όρους που έθεσε ο τσάρος Νικόλαος για να τον στηρίξει ήταν η κατάργηση του φιλελευθέρου ελληνικού πολιτικού συστήματος. Ο Καποδίστριας, εξαιρετικά ακέραιος ο ίδιος, ένιωθε ιδιαίτερη αποστροφή για τις ελληνικές «ελίτ». Θεωρούσε τους κοτζαμπάσηδες τουρκόφρονες και πολλούς από τους οπλαρχηγούς πλιατσικολόγους· απεχθανόταν τους Φαναριώτες και τους έμπορους της Σύρου, τους οποίους κατηγορούσε ότι συναλλάσσονταν ακόμα και με τον Ιμπραήμ· τους νεαρούς λογίους τους θεωρούσε κενούς φρασεολόγους, τους δε Υδραίους κατ’ εξοχήν «μεταλλοθέους». Τους μόνους που υποστήριζε με κάθε μέσο ήταν οι βιοτέχνες και οι αγρότες, που του το ανταπέδιδαν με βαθιά αισθήματα αγάπης και τον αποκαλούσαν «μπάρμπα Γιάννη» διασφαλίζοντάς του και την πολιτική πλειοψηφία. Ωστόσο, η αποξένωσή του από όλες τις διοικούσες ελίτ, ακόμα και αυτές που είχαν αναδειχθεί στη διάρκεια της Επανάστασης, και ο μάλλον αυταρχικός τρόπος διακυβέρνησης τον υποχρέωναν να στηρίζεται, ιδιαίτερα μετά το 1830, σε λίγους επιλεγμένους οπλαρχηγούς, όπως τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, και σε όλο και περισσότερους ετερόχθονες. Και αν ο Ηπειρώτης Κωνσταντίνος Ράδος και ο Κεφαλλονίτης Κωνσταντίνος Μεταξάς είχαν πρωτοστατήσει στην Επανάσταση, με οργή αντιμετωπίζονται οι πολυπληθείς απόλεμοι Επτανήσιοι που τον περιστοιχίζουν – οι δύο αδελφοί του, ο Αυγουστίνος και ο Βιάρος, ο Ιωάννης Γεννατάς, ο Μουστοξύδης και πολλοί άλλοι. Ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο θα διαδραματίσουν οι αδελφοί του, κυρίως ο Βιάρος, καθώς και οι Γεννατάς και Μεταξάς, που αντιστρατεύονταν συστηματικά κάθε προσπάθεια συνδιαλλαγής με τους αντιπολιτευόμενους την οποία επιχειρούσε ο Καποδίστριας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως οδηγούνταν σε σταδιακή αποξένωση από όλα τα ελληνικά «τζάκια» και έτεινε «να χάσει» τις πόλεις, διατηρώντας μόνο τις αγροτικές περιοχές. Δηλαδή, σε μια κοινωνία πολύμορφη από τη φύση της (νησιά, ορεινές περιοχές, μικρές πεδιάδες, με διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις) και πολυδιασπασμένη, που είχε τραβήξει τα πάνδεινα από οκτώ χρόνια καταστροφών και ενώ ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει, ο Καποδίστριας προσπάθησε να εφαρμόσει αμέσως και με άκαμπτο τρόπο ένα ενιαίο κυβερνητικό και διοικητικό σύστημα. Έτσι δεν συγκροτούσε τις απαραίτητες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες για να επιτευχθεί μια σταδιακή μετάβαση σε μια νέα ανορθωτική κανονικότητα. Χαρακτηριστική των αντιλήψεών του είναι μια επιστολή του προς τον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, με αφορμή τη χρησιμοποίηση των χρημάτων που είχαν παραχωρήσει η Γαλλία (500.000 φράγκα μηνιαίως) και η Ρωσία (1.500.000 εκ. φράγκα εφάπαξ) στο ελληνικό κράτος: … Μόνον ὀλίγοι τινὲς ἀπατῶνται, νομίζοντες, ὅτι τὰ χρήματα ταῦτα (βοηθήματα Ρωσίας και Γαλλίας) είναι δι’ αυτοὺς καὶ μέλλωσι νὰ πάθωσι ὅ,τι καὶ αἱ λίραι τοῦ δανείου. Ὅτι μὲν κλέπτουσι παντοῦ, ὅπου διοίκησις ὑπάρχει, εἶναι ἀναμφίβολον.Ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται τόπος εἰς ἐμὲ γνωστός, ὅπου πλησίον τῶν κλεπτῶν νὰ ὑφίστανται χιλιάδες καὶ χιλιάδες οἰκογενειῶν ἀγαίων, ἀνεστίων καὶ καταπείνων, καθὼς ἐν Ἑλλάδι· πάσχουσιν ἐξ αἰτίας τῶν κλεπτιστάτων ἀρχόντων, ὑπουργῶν τε καὶ καπιτάνων, καὶ ἐνθαρρύνατέ με, ἂν δύνασθε, νὰ εἶμαι συγκαταβατικὸς πρὸς μίαν δράκα ἀνθρωπαρίων μεταλλοθέων …[5] Ακόμα χαρακτηριστικότερη ίσως υπήρξε η απάντηση του Ιγνατίου ο οποίος είχε αίσθηση της ελληνικής πραγματικότητας (ίσως καθ’ υπερβολήν), έχοντας περάσει και ο ίδιος από το σχολείο του Αλή πασά, και δικαίως φοβόταν πως ο ακέραιος, άτεγκτος και αυταρχικός χαρακτήρας του δεν θα του επέτρεπε να συγκροτήσει τις απαραίτητες συμμαχίες: Μὴ ζητᾶτε ἁγίους εἰς τὴν δούλευσιν… Εἶδα τοὺς Γάλλους εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ τοὺς Ρώσους εἰς τὴν Βλαχίαν, καὶ γνωρίζω, ὅτι εἰς καιρὸν πολέμου αἱ καταχρήσεις εἶναι ἄφευκτοι. Φθάνει νὰ εἶναι δραστήριοι ἄνθρωποι, νὰ ἐνεργῶσι κατὰ γράμμα τὰς προσταγάς σας, καὶ ἂν ὠφεληθῶσι καὶ κάτι, ἂς μὴ σᾶς κακοφαίνεται, ἐπειδὴ ὁμοίους σας νὰ εὕρετε εἶναι ἀδύνατον.[6] Έτσι, ενώ πραγματοποίησε ένα κυριολεκτικά κολοσσιαίο έργο, μάλλον ατύχησε στον χειρισμό των υπαρκτών πολιτικών και κοινωνικών εξουσιαστικών δυνάμεων καθώς επιχείρησε να τις περιθωριοποιήσει, εντάσσοντας μόνο ατομικά κάποιους εκπροσώπους τους στον μηχανισμό της διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάσει τις αντιπαλότητες. Η αντιπολίτευση εναντίον του είχε ως επίκεντρο τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά –κατ’ εξοχήν τους Μαυρομιχαλαίους–, τους Υδραίους πλοιοκτήτες, τους Ερμουπολίτες μεγαλεμπόρους αλλά και το μεγαλύτερο μέρος των λογίων οι οποίοι, ιδιαίτερα μετά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830 στη Γαλλία, θα στραφούν μαζικά εναντίον του. Χαρακτηριστική και ιδιαίτερα επιδραστική υπήρξε η στροφή του Κοραή, με την τεράστια επιρροή που διέθετε και οποίος μετά το 1830 θα μεταβληθεί σε ορκισμένο εχθρό του, καθώς και η έντονα αντικαποδιστριακή ποίηση-λίβελλοι του Αλέξανδρου Σούτσου. (Απόστολος Δασκαλάκης, Κοραής και Καποδίστριας.) Διηγείται ο Κολοκοτρώνης …Ἀφοῦ ἐκλέχθη ἡ Γερουσία, ἐσύστησε ὁ Κυβερνήτης καὶ ἐπιτροπὴ διὰ νὰ ἑτοιμάσει σύνταγμα. Μερικοὶ προύχοντες ἐδυσαρεστήθηκαν· κοντὰ εἰς αὐτοὺς οἱ Ὑδραῖοι, διατὶ δὲν τοὺς ἔδιδε ὁ Κυβερνήτης εὐθὺς τὰ ὅσα εἶχαν ἐξοδεύσει εἰς τὴν ἐπανάστασιν. Οἱ Χῖοι, διατὶ τοὺς ἐζήτησε λογαριασμόν. Ἐκακοφάνηκε καὶ μερικῶν λογιοτάτων, διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς ἐφημερίδος…. Ἠμπορεῖ μεταξὺ τῶν προκομμένων νὰ ἐπίστευαν, ὅτι εἶναι καλὸ τὸ σύνταγμα διὰ νὰ ἔμβει εἰς ἐνέργειαν εὐθύς, πλὴν οἱ κοτσαμπασῆδες καὶ μερικοὶ ἄλλοι τὸ μετεχειρίστηκαν ὡς πρόσχημα. Ἐμβῆκε μέσα καὶ ξένος δάκτυλος καὶ ἐρέθιζε τὰ πράγματα. Τρία υπήρξαν τα κέντρα της αντικαποδιστριακής αντιπολίτευσης, η Μάνη, η Σύρος και κατ’ εξοχήν η Ύδρα. Στη Μάνη, ήδη από το Πάσχα του 1830, εξελίσσεται μια ανταρσία διαρκείας με αίτημα την μη καταβολή φόρων όπως είχε γίνει κατά δύο πρώτα χρόνια 1828-1829, λόγω απόλυτης ένδειας των κατοίκων· παράλληλα δε, το προϊόν των λοιπών εσόδων να συνεχίσει να εισπράττεται από την οικογένεια του Μπέη της Μάνης, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, η οποία βρισκόταν όντως σε άθλια οικονομική κατάσταση. Τον Δεκέμβριο του 1830 συγκρότησαν και μια παράνομη Προσωρινή Διοίκηση στην Τζίμοβα, τη σημερινή Αρεόπολη, ενώ, μετά από πολλά επεισόδια και συγκρούσεις που ενέπλεξαν πολλούς από την πολυπληθή οικογένεια Μαυρομιχάλη, ο ίδιος ο Πετρόμπεης συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Ναύπλιο. Η δεύτερη σημαντική εστία αντίδρασης υπήρξε η Ερμούπολη, η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη του ελληνικού κράτους εκείνη την περίοδο. Εδώ είχαν καταφύγει, μετά την καταστροφή του 1822, περίπου 5.000 Χιώτες και ίδρυσαν την πόλη, μαζί με άλλους πρόσφυγες, η οποία σύντομα κατέστη κέντρο του διεθνούς εμπορίου αλλά και ο χώρος όπου ανακυκλώνονταν τα τεράστια έσοδα της πειρατείας – την οποία κατέστειλε δραστικά ο Κυβερνήτης. Παράλληλα, ο κυβερνήτης απαιτούσε από τους δημογέροντες της Ερμούπολης να αναλάβουν το κόστος της εκστρατείας απελευθέρωσης της Χίου που είχε πραγματοποιήσει ο Λουκάς Ράλλης το 1828, με εκστρατευτικό σώμα 4.000 ανδρών υπό τον Φαβιέρο. Η εκστρατεία υπήρξε επιτυχής αλλά άκαρπη καθώς οι προστάτιδες δυνάμεις αρνούνταν να συμπεριλάβουν τη Χίο στο νέο κράτος· και καθώς οι χρηματοδότες της εκστρατείας ζητούσαν να τους επιστραφούν οι δαπάνες τους, οι δημογέροντες αρνούνταν να τις καταβάλουν υποστηρίζοντας ότι αυτές έπρεπε να βαρύνουν το κράτος. Τέλος, το 1830, ο Καποδίστριας προσπάθησε να επιβάλει τρία νομοσχέδια που ξεσήκωσαν το σύνολο των εμπόρων, μικρών και μεγάλων. Με αυτά διαχώριζε τους εμπόρους από τους μεσίτες, επέβαλλε φορολογία στο εξωτερικό εμπόριο και τέλος χώριζε τους εμπόρους σε τρεις διαφορετικές τάξεις, όπως συνέβαινε στη Ρωσία! Έτσι, όταν ξέσπασε η ανταρσία της Ύδρας, η Δημογεροντία της Ερμούπολης συντάχθηκε με τους Υδραίους και τα τελωνειακά δικαιώματα εισπράττονταν από τους απεσταλμένους της Ύδρας, Α. Μαυροκορδάτο και Α. Κοντόσταυλο. Η Ύδρα, τέλος, μεταβλήθηκε στο κατ’ εξοχήν κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα. Κατ’ αρχάς οι οικογένειες Κουντουριώτη, Μιαούλη, Τομπάζη, Σαχτούρη, Κριεζή, κατεστραμμένες οικονομικά, απαιτούσαν την «άνευ αναβολής» καταβολή αποζημιώσεων για τις τεράστιες υλικές θυσίες τους, τις οποίες ο κυβερνήτης αναγνώρισε μεν αλλά τους υποσχέθηκε ότι αυτές θα καταβάλλονταν μόνον όταν θα βελτιώνονταν τα οικονομικά της χώρας. Αντικείμενο διαμάχης αποτελούσε δε και το ύψος των αποζημιώσεων, καθώς και εάν αυτές θα καταβληθούν σε όλους τους ναυτικούς, όπως υποστήριζε ο κυβερνήτης, και όχι μόνο στους καπεταναίους. Παράλληλα, στην Ύδρα συγκεντρώθηκαν όλοι οι αντικαποδιστριακοί πολιτικοί και διανοούμενοι – μάλιστα, σε μια μάλλον αυτοκτονική τακτική, στην Ύδρα η κυβέρνηση εξόριζε και όλους τους αντιφρονούντες. Έτσι, το ναυτικό νησί θα μεταβληθεί στην επίσημη έδρα της ανταρσίας όπου θα συγκεντρωθούν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης που θα εκδίδει το δημοσιογραφικό όργανο της ανταρσίας, την εφημερίδα Απόλλων, ο Αλέξανδρος Σούτσος κ.ά. Παράλληλα, οι Υδραίοι ενισχύουν και την ανταρσία της Μάνης: «Ἀπὸ τὴν Ὕδραν ἔστειλαν μία ἐπιτροπὴ εἰς τὴν Μάνην, ἐκήρυξαν τὸ σύνταγμα, ἔστειλαν καὶ τρία καράβια οἱ Ὑδραῖοι διὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὰ κινήματα τῶν Μανιατῶν…». Καθώς η κυβέρνηση απειλούσε να αποκλείσει την Ύδρα, ο Ανδρέας Μιαούλης και ο Αντώνιος Κριεζής, επικεφαλής 200 ενόπλων Υδραίων –συνοδευόμενοι από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο–, κατέλαβαν τον ναύσταθμο του Πόρου και, όταν ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ απέκλεισε τους αντάρτες, ο Ανδρέας Μιαούλης, την 1η Αυγούστου 1831, ανατίναξε τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Σημειώνει, βαθύτατα απογοητευμένος, ο Γέρος: «Ὁ Μιαούλης μὲ αὐτὸ τὸ κάμωμα ἀμαύρωσε τὴν ὑπόληψίν του, διότι ἕως τότε δὲν εἶχε ἀνακατευθεῖ εἰς κανένα ἐσωτερικό, καὶ ἦτον ἡ ὑπόληψίς του καθαρή. Τὰ καράβια ἦτον ἰδιοκτησία τοῦ ἔθνους, καὶ ὄχι τοῦ Καποδίστρια. Ἐμποροῦσε νὰ ρίξει τὰ κατάρτια, νὰ τὰ γιομίσει θάλασσα…». Οι πρέσβεις αλλά και οι στρατιωτικοί της Αγγλίας και της Γαλλίας στην πραγματικότητα υποστήριζαν, κάποτε απροκάλυπτα, την αντιπολίτευση, παρότι από την επίσημη αλληλογραφία των κυβερνήσεών τους δεν συνάγεται κάτι τέτοιο. Ο αγωνιστής του Ιερού Λόχου και πατέρας του Ρόκκου Χοϊδά, Δημήτριος, έγραφε πως οι Υδραίοι υποστήριζαν ότι «την φρεγάδαν (Ελλάς) τὴν ἔκαυσαν δι’ ἀδείας τοῦ πρέσβεως τῆς Άγγλίας, ὅστις τοὺς ὑπεσχέθη ὅτι τοὺς δίδει ἄλλην», ενώ στην Ύδρα είχαν καταφθάσει «δύο πλοῖα γαλλικὸν καὶ ἀγγλικὸν… και μὲ τρόπον προσφέρουσι βοηθήματα εἰς τὴν Ὕδραν καὶ τοὺς λέγουσι νὰ ἐπιμένουν, διότι ἐπιτυγχάνουσι τὸ ποθούμενον…». Ο ίδιος ο Καποδίστριας γνώριζε πολύ καλά τους σχεδιασμούς των και, στις 31 Ιουλίου 1831, έγραφε στον Γάλλο ναύαρχο Lalande: Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος… Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους… Οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδερφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα, βρίσκονταν υπό επιτήρηση στο Ναύπλιο, όπου ήταν φυλακισμένος και ο Πετρόμπεης. Με αφορμή τη συμπεριφορά του Καποδίστρια απέναντι στον Πετρόμπεη και τους Μαυρομιχαλαίους «με τους εβδομήντα νεκρούς» στον αγώνα, σε συνεννόηση με τους δύο φρουρούς τους, το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον κυβερνήτη. Την ενέργειά τους αυτή την είχαν προετοιμάσει αρκετές ημέρες πριν ενώ παραμένει άγνωστο εάν και σε ποιους είχαν κοινολογήσει την πρόθεσή τους. Ο μονόχειρας Κρητικός σωματοφύλακας του Κυβερνήτη, ο Γεώργιος Κοκκώνης, πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και το πλήθος τον αποτελείωσε, ο δε Γεώργιος Μαυρομιχάλης, που κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, παραδόθηκε μόλις το βράδυ, ύστερα από την επιμονή του πλήθους, για να καταδικαστεί σε θάνατο και να τουφεκιστεί λίγες μέρες αργότερα. «Αὐτὴ ἡ φαμελιὰ εἶναι μιὰ φαμελιὰ ὁποὺ ἔχυσε πολὺ αἷμα διὰ τὴν ἐλευθερίαν μας, ἀλλ᾿ εἶναι φαμίλια ὁποὺ ἔκλινε εἰς τὲς δολοφονίες», σημειώνει επιγραμματικά ο Κολοκοτρώνης. Η είδηση της δολοφονίας του Καποδίστρια χαιρετίστηκε πανηγυρικά από τον Απόλλωνα στην Ύδρα: «Οἱ δύο Μαυρομιχάληδες ἔγιναν μιμηταὶ τῶν Ἁρμοδίων καὶ Ἀριστογειτόνων… διὰ νὰ ἀπαλλάξουν τὸ ἔθνος ἀπὸ τὸ τέρας τῆς τυραννίας…». Αλλά και ο Αλέξανδρος Σούτσος θα χαιρετίσει τη δολοφονία ως τυραννοκτονία: Τρέμε τύραννε. Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σου σημαίνει / Μιμητὴς τοῦ Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτωνος, / Σκέπασε, Μαυρομιχάλη, τὸ σπαθί σου μὲ μυρσίνη / Τὸν προδότη τῆς πατρίδος κτύπα… Κτύπα καὶ γενναίως / Πέθανε καθώς ἐκεῖνοι. Κλείνοντας εδώ την αναφορά στον Ιωάννη Καποδίστρια, δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε για μια ακόμα φορά τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της συγκρότησης του ελληνισμού, τον «καημό της ρωμιοσύνης», τις «καρβουνοσακούλες» που, σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη (Δοκιμές, Α΄ , σ. 210), σκεπάζουν τον ουρανό του. Ο μόνος άνθρωπος που είχε τη δυνατότητα να ενώσει τα διεστώτα μέλη του ελληνικού κόσμου κατά την Επανάσταση, ο μόνος που ήταν αναγνωρισμένος ανεπιφύλακτα από όλες τις πτέρυγές του, και θα είχε ίσως τη δυνατότητα να σιγάσει τους δαίμονες του εμφυλίου, ήταν τραγικά απών στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα και θα έλθει μόνο στο τέλος του για να διασώσει την ξέπνοη επανάσταση, έργο ακόμα και τότε καθοριστικό, παρότι έμελλε να πέσει θύμα του εμφυλίου. Γι’ αυτό και οι Έλληνες, στην πλειοψηφία τους, τρέφουν τέτοια αγάπη γι’ αυτόν: παρότι άφησε το έργο του ανολοκλήρωτο, υπήρξε ο θεμελιωτής του νέου ελληνικού κράτους. Ο Γκαίτε, στις συνομιλίες του με τον Έκκερμαν, τις οποίες παραθέτει ο τελευταίος, έλεγε στις 2/4/1829 σχετικά με την απόπειρα του Καποδίστρια: …Ο Καποδίστριας δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να κρατηθεί επικεφαλής στα ελληνικά πράγματα διότι του λείπει ένα προσόν απαραίτητο σε μία τέτοια θέση: δεν είναι στρατιώτης. Όμως δεν έχουμε κανένα παράδειγμα, όπου κάποιος πολιτικός μπόρεσε να οργανώσει ένα επαναστατικό κράτος και να καθυποτάξει στρατό και στρατιωτικούς ηγέτες. Με το ραβδί στο χέρι, επικεφαλής ενός στρατού, μπορεί κανείς να διατάζει και να νομοθετεί, όντας σίγουρος ότι θα τον υπακούσουν· αλλά δίχως αυτό τα πράγματα είναι δύσκολα. Αν ο Ναπολέων δεν ήταν στρατιώτης, ποτέ δεν θα μπορούσε ν’ ανέβει στην ύψιστη εξουσία· έτσι και ο Καποδίστριας δεν θα μπορέσει να κρατηθεί επ’ άπειρο πρώτος… Είναι στη φύση των πραγμάτων, κι’ αλλιώς δεν είναι δυνατό.[7] ***** Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, ακολούθησε η λεγόμενη περίοδος της «αναρχίας»· στην ουσία, ένας νέος μακρύς και αδιέξοδος εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη και με την απροκάλυπτη παρέμβαση των προστάτιδων δυνάμεων, καθώς ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, που ανέλαβε τη θέση του δολοφονημένου αδελφού του, χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, ενώ οι αντίπαλοί του, οι «Συνταγματικοί», με επικεφαλής τον Κωλέττη, κάλεσαν το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα να καταλάβει για λογαριασμό τους τα φρούρια του Ναυπλίου, της Πάτρας, της Κορίνθου και αργότερα της Κορώνης. Τέτοιο χάος κυριάρχησε στη χώρα ώστε ακόμα και ο Αλέξανδρος Σούτσος, που πανηγύριζε για την «τυραννοκτονία» του Καποδίστρια, θα καταγγείλει τη νέα περίοδο του αλληλοσκοτωμού και των λεηλασιών: Στὰ δεξιά της φέρουσα συντάγματα καὶ νόμους, ἡ Ἀναρχία μὲ κραυγὰς περιπατεῖ στοὺς δρόμους … Ἑστὶα ὅλων τῶν κακῶν καὶ κέντρον διχονοίας Εἰς δύο ἡ Κυβέρνησις, ἐσχίσθηκε φατρίας… Ἰδοὺ οἱ νέοι Βροῦτοί μας! Νὰ χαρακτήρ! Νὰ ἤθη! Τὸ ψεῦδος, ἡ διαφθορὰ στὸ Ἔθνος διεχύθη… [1] «Υπόμνημα περί της σημερινής καταστάσεως των Ελλήνων», Βιέννη 1811, ΑΙΚ-ΕΚΣ, τ. Ζ [2] Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος Η΄, σσ. 161-162. [3] Απ. Βακαλόπουλος, όπ.π., σσ. 650-651. [4] Γρ. Δαφνής, Ι. Καποδίστριας. Η γένεση του ελληνικού κράτους, Κάκτος, 2018. [5] Επιστολαί Ι.Α. Καποδίστρια, τ. Β΄, σ. 134. [6] Εμμ. Πρωτοψάλτης, Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, 1961, σ. 139. [7] Τ. Σταματόπουλος, Ο Εσωτερικός Αγώνας, τ. Δ΄, σσ. 296-297 (μτφρ. Π. Κονδύλη). Διαβάστε ακόμα: Η συνέχεια του ελληνικού έθνους και ο Καποδίστριας Η Άμυνα της Λευκάδας: To γενικό προανάκρουσμα του μεγάλου Αγώνα της Παλιγγενεσίας και ο ρόλος του Καποδίστρια Ι. Καποδίστριας: Υπόμνημα επί της σημερινής καταστάσεως των Ελλήνων 177 recommended0 comments0 sharesShareTweetSharePin it