νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 4 Το ζήτημα της Ελληνικής ταυτότητας τον 19ο αιώνα Ιαν 21st, 2022 at 1:37 ΜΜ admin21 Ιανουαρίου, 2022 • Bookmarks: 196 Ρωμιοσύνη: τὸ νέον τοῦτο προϊὸν τῆς ἀλληλουχίας τῶν αἰώνων – Tο ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας στον 19ο αιώνα του Παντελή Βουτουρή, από τον Νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 4 ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ Internet Archive Academia Στα 1830, στον πρόλογο του βιβλίου του Ιστορία της χερσονήσου του Μωρέως κατά τον Μεσαίωνα (Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters),ο Γερμανός ιστορικός Jakob Philipp Fallmerayer αμφισβητούσε κατηγορηματικά τη θεωρία της φυλετικής συνέχειας από τους αρχαίους μέχρι τους νεότερους Έλληνες. Οι πρώτοι, υποστήριζε, εξαφανίστηκαν οριστικά από τον σύγχρονο κόσμο χωρίς να αφήσουν ίχνη, εκτός από τα αθάνατα κείμενά τους και κάποια χαλάσματα, ενώ οι δεύτεροι (αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι ίδιοι για την καταγωγή τους) δεν έχουν ούτε σταγόνα γνήσιου και καθαρού ελληνικού αίματος στις φλέβες τους. Οι Έλληνες εκτοπίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από τους Σλάβους που εισέβαλαν κατά κύματα στην Ελλάδα από τον έκτο ώς τον δέκατο αιώνα και εν συνεχεία κατά τον δέκατο τέταρτο και δέκατο πέμπτο αιώνα από τους Αρβανίτες. Οι τελευταίοι έρχονται να κλείσουν τον κύκλο του αφελληνισμού της Ελλάδας, εξαλβανίζοντας τους εκσλαβισμένους Έλληνες και τους εξελληνισμένους Σλάβους, όχι μόνο στην Αττική αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και στα νησιά Ύδρα, Πόρο, Σπέτσες, Σαλαμίνα και Άνδρο. Αυτοί θα γίνουν αργότερα οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1821· μιας κατ’ ουσίαν «αρβανίτικης επανάστασης»[1]. Με αυτό τον τρόπο οι χριστιανοί κάτοικοι του ελληνικού βασιλείου (όλοι όσοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες) καλούνταν να συνειδητοποιήσουν ότι ήταν στην πραγματικότητα νόθοι επίγονοι Σκυθοσλάβων, Ιλλυριοαρναουτών, Αλμογαβάρων και ποικίλων ασιατικών φυλών· δηλαδή «βαρβάρων παντοδαπῶν πανσπερμηδὸν ἐξαμβλώματα», σύμφωνα με την πικρή –ειρωνική– διατύπωση, μερικά χρόνια αργότερα, του K. Παπαρρηγόπουλου. Ο Fallmerayer δεν ήταν ωστόσο ο μοναδικός ξένος συγγραφέας που έπαιξε με την εθνική ευαισθησία και τα ρομαντικά ονειροπολήματα των Ελλήνων κατοίκων του νεοσύστατου βασιλείου· τα ίδια θα επιχειρήσει μερικά χρόνια αργότερα (στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα) και ένας άλλος ερευνητής των απώτατων και σύγχρονων ελληνικών πραγμάτων: ο αμφιλεγόμενος Joseph Arthur Comte de Gobineau (1816-1882). Ιστορικός, λογοτέχνης, κριτικός της λογοτεχνίας, φιλόσοφος και διπλωμάτης καριέρας με θητεία και στην Ελλάδα, όπου υπηρέτησε ως πρέσβης από το 1864 ώς το 1868, ο πολυπράγμων Gobineau θα αναγνωριστεί ως ο κατεξοχήν θεωρητικός και εισηγητής του φυλετικού ντετερμινισμού, με το Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών (Essais sur l’ Inegalité des Races Humaines, 1853-1855). Τόσο στο συγκεκριμένο Δοκίμιο όσο και στο Βασίλειο των Ελλήνων αναφέρεται στις αλλεπάλληλες επιμιξίες των Ελλήνων με κατώτερες σημιτικές φυλές και φτάνει στο σημείο να υποστηρίξει ότι σήμερα «δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι κατάγεται από τους πληθυσμούς της Αρχαίας Ελλάδας»: Οι κάτοικοι της Αττικής είναι Αλβανοί […] της Πελοποννήσου είναι μαζώματα από παντού· η Ελλάδα κατοικείται από μια σύμμεικτη φυλή που μιλάει ελληνικά και αλβανικά, ενώ στο αίμα της κυκλοφορούν στοιχεία από τα διάφορα φύλα που, εδώ και έξι με επτά αιώνες, κυβέρνησαν διαδοχικά τη χώρα[2]. Ο Κωστής Παλαμάς, πολλά χρόνια αργότερα, αναφέρεται στις αντιδράσεις τις οποίες εξήγειραν οι εχθρικές απόψεις του Gobineau (τόσο για τους αρχαίους όσο και για τους σύγχρονους Έλληνες) και θυμάται χαρακτηριστικά ότι την εθνική αγανάκτηση κατά του «μισέλληνα» έσπευσε να τη διερμηνεύσει με τους σατιρικούς στίχους του ο Αχιλλέας Παράσχος: Τὸν Ἕλληνα ὅ,τι βαρύνει, ὁ Γκομπινὼ τὸ διακρίνει· ἀλλ’ ἂν καλό τι ἀπαντήσῃ, ἁβρῶς θὰ τὸ πλαστογραφήσῃ[3]. Αυτές οι ενοχλητικές για τον ελληνισμό θεωρίες, παρά τις περιστασιακές ή μονιμότερες αγκυλώσεις που προκάλεσαν, λειτούργησαν ως ερέθισμα για τις νεοελληνικές σπουδές (την ιστορία και τη λαογραφία κατά κύριο λόγο), εντείνοντας –σύμφωνα με τη γνωστή διατύπωση του Κ. Θ. Δημαρά– «την ελληνική ροπή προς την αυτογνωσία»[4]. Με αυτά τα δεδομένα, οι Έλληνες, στα μέσα του 19ου αιώνα, βρέθηκαν στην ανάγκη να ξεκινήσουν έναν μακρύ αποδεικτικό αγώνα: ήταν υποχρεωμένοι να αποδείξουν την ομοιότητά τους με τους αρχαίους και να αυτοπροσδιοριστούν, ορίζοντας την εθνολογική τους σχέση (τη συγγένεια ή την ετερότητά τους) με τους γείτονες ή τους συγκατοίκους τους στο ελληνικό βασίλειο: τους Τούρκους, τους Σλάβους και πρωτίστως τους Αρβανίτες, οι οποίοι αδιαμφισβήτητα είχαν το μεγάλο μερίδιό τους στην Επανάσταση. Και όλα αυτά, με επιστημονικά, πειστικά και νηφάλια επιχειρήματα – πράγμα δύσκολο σε μια εποχή εθνικής έξαρσης και ρομαντικής έξαψης[5]. Από την άλλη, οι θεωρίες του Fallmerayer και του Gobineau, με την έμφαση που απέδιδαν στα ζητήματα των επιμιξιών και του καθαρού αίματος, ανάγονταν σε δόγματα. Και αυτό, γιατί, ενώ τα πολιτισμικά κριτήρια που προσδιορίζουν την εθνική ταυτότητα μιας κοινότητας ανθρώπων (γλώσσα, θρησκεία, κοινό παρελθόν και συνείδηση) μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας, τα βιολογικά κριτήρια και οι θεωρίες που ερείδονταν σε αυτά δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν (εκτός από ορισμένες επισφαλείς πειραματικές μεθόδους –όπως ήταν, για παράδειγμα, η διαδεδομένη, μέχρι και τον μεσοπόλεμο, μέθοδος των κρανιομετρήσεων–, δεν υπήρχε μια έγκυρη, πέραν κάθε αμφιβολίας, διαδικασία η οποία θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τις φυλετικές θεωρίες). Αυτό ωστόσο ήταν και το συγκριτικό πλεονέκτημα των Ελλήνων ιστορικών και λαογράφων, οι οποίοι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα πολιτισμικά κριτήρια και με βάση αυτά προσπάθησαν να αποδείξουν τη συνέχεια και την ενότητα του ελληνικού πολιτισμού, από την αρχαιότητα ώς τα νεότερα χρόνια. Την κατεύθυνση αυτή θα την χαράξει πρώτος ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος από τις πρώτες σειρές της Ἱστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους φροντίζει να ορίσει το αντικείμενό του με τόσο κατηγορηματικό τρόπο, ώστε να αποκλείει κάθε δυνατότητα εκτροπής της συζήτησης σε φυλετικά ζητήματα: «Ἑλληνικὸν ἔθνος ὀνομάζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι ὁμιλοῦσι τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ὡς ἰδίαν αὐτῶν γλῶσσαν»[6]. Ο Παπαρρηγόπουλος, όταν έρχεται αντιμέτωπος με το ζήτημα της επιμιξίας με τις διάφορες φυλές που πλημμύρισαν την ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα, υποτάσσει τα ρομαντικά όνειρά του στον επιστημονικό πραγματισμό, υποδεικνύoντας την ανάγκη για τη θεώρηση των σχετικών ζητημάτων με γνώμονα την επιστημονική αλήθεια και όχι την επιθυμία ή το συναίσθημα: Πολλοὶ μεταξὺ ἡμῶν ἄνθρωποι θεωροῦσι τὴν ἐπιμιξίαν ταύτην ὡς δυστύχημα μέγα, ἐπιθυμοῦσι νὰ ἀποδειχθῇ ἱστορικῶς ἀνύπαρκτος, (πρᾶγμα ἀδύνατον) […] Τὸ αἴσθημά των εἶναι εὐγενές, ἀλλ’ ἡ ἀπάτη πρόδηλος. Τὰ μάλιστα μεγαλουργήσαντα τῶν ἐθνῶν ὑπῆρξαν προϊὸν τοιαύτης καὶ ἔτι πλείονος ἐπιμιξίας […] Μὴ μᾶς ταράττῃ ἄρα ἡ ἐπιμιξία τοῦ νεωτέρου Ἑλληνικοῦ ἔθνους μετὰ πολλῶν ξένων· τοὐναντίον, δυστύχημα ἴσως ἤθελεν εἶσθαι ἐὰν διέμενεν ἐπὶ τοσούτου χρόνου διάστημα ἄμικτον καὶ ἰδιόρρυθμον, διότι φαίνεται ὅτι τὰ ἐθνικὰ ἐκεῖνα συνοικέσια εἶναι κατά τινας ἐποχὰς ἀναγκαῖα πρὸς τὴν ἀνάπτυξιν τῆς εὐφυΐας τῶν λαῶν[7]. Παραιτούμενος επομένως από το ιδεολόγημα ότι το ελληνικό έθνος «κατάγεται κατ’ εὐθεῖαν γραμμὴν ἀπὸ Περικλέους καὶ Φιλοποίμενος»[8], ο Παπαρρηγόπουλος φαίνεται πρόθυμος να θέσει υπό δοκιμασίαν τις ιδέες του και να αναθεωρήσει τα «χρυσᾶ ὄνειρα τῆς νεότητος», όπου το απαιτούσαν τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η στάση του σχετικά με την καταγωγή του περίφημου Γεώργιου Καστριώτη, γνωστότερου στους λαϊκούς θρύλους ως Σκεντέρμπεη: Ενώ στην πρώτη μορφή της Ἱστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους (1853) αναφέρεται στον Έλληνα Γεώργιο Καστριώτη[9], μερικά χρόνια αργότερα δεν θα διστάσει να παραδεχτεί ότι, σύμφωνα με την αληθή ιστορία, «ὁ Σκενδέρμπεϋς οὔτε Ἕλλην ἦτο, οὔτε κἂν Ἀλβανός, ἀλλὰ Σλαῦος»[10], προκαλώντας –εννοείται– με την ευθύτητά του τα συναισθήματα των συγχρόνων του. Ο Παλαμάς, και πάλιν, αναφερόμενος στις αντιδράσεις που προκάλεσε ο ισχυρισμός του Παπαρρηγόπουλου σχετικά με την καταγωγή του Σκεντέρμπεη, παραθέτει τους στίχους που εκσφενδόνισε κατά του «προδότη ιστορικού» κάποιος «φρενιτιῶν ἐθνικὸς ποιητής»: «Καὶ Θουκυδίδης ψεύτικος, ἁμαρτωλὴ σοφία, / Ἕλλην, χωρὶς ἑλληνικὴ στὰ στήθη του καρδία, / Ν’ ἀλλάξῃ τὴν καταγωγὴ ζητεῖ τοῦ Σκεντερμπέη / Καὶ Σλαῦο τὸν Ἀλέξανδρο τὸ βασιλιᾶ μας λέει!»[11]. Στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα θα αναβιώσει η παλιά (από τα χρόνια του Διαφωτισμού) διαμάχη γύρω από τα ονόματα Ρωμιός – Έλληνας (το όνομα Γραικός, το οποίο ήταν εν χρήσει μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, προοδευτικά θα λησμονηθεί). Αιτία γι’ αυτή την επιστροφή στον πόλεμο των ονομάτων είναι αφενός οι διαξιφισμοί γύρω από το ζήτημα της καταγωγής των Νεοελλήνων (ειδικότερα, της σχέσης τους με τους αρχαίους) και αφετέρου η προτίμηση που δείχνουν πολλοί δημοτικιστές (με προεξάρχοντα τον Ψυχάρη) στην εθνική προσωνυμία Ρωμιός. Η «ρωμιοσύνη» (αντίθετα με την ανάταση, το ύψος και την ιστορική βαρύτητα της λέξης «ελληνισμός») σημασιοδοτήθηκε ως «πολύπαθη» και «καημένη», από τους αγώνες και τα μαρτύρια του Γένους στα χρόνια της δουλείας του. Ακόμη περισσότερο, η λέξη «Ρωμιός» χρησιμοποιήθηκε συστηματικά, στον καθημερινό κυρίως Τύπο αλλά και στη λογοτεχνία, με απαξιωτική, αρνητική, σατιρική και ευθυμογραφική πρόθεση, ως προσδιορισμός μιας κοινώς παραδεκτής εθνικής και φυλετικής έκπτωσης.[12] Έτσι, όταν στα 1901 το πρωτοπαλλίκαρο του Ψυχάρη, ο Αργύρης Εφταλιώτης, με την Ιστορία της ρωμιοσύνης, επεκτείνει τη χρήση της λέξης στην περιοχή της επιστήμης, θα προκαλέσει αντιδράσεις· στην έμπνευσή του να προκρίνει τη λέξη «Ρωμιοί» αντί της λέξης «Έλληνες» θα αποδοθεί η πρόθεση διαφορισμού των μεν από τους δε, και κατ’ επέκτασιν το όλο εγχείρημά του θα θεωρηθεί ως εθνική παρασπονδία. Η τάξη θα αποκατασταθεί κατά κάποιον τρόπο, για μία ακόμη φορά, από τον Παλαμά, ο οποίος σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι, «ἀφοῦ ἡ Ἱστορία τοῦ κ. Ἑφταλιώτη δὲν εἶναι γιὰ τὸν Ἕλληνα τοῦ Περικλῆ, μήτε γιὰ τὸν Ἕλληνα τοῦ μεγάλου Ἀλέξαντρου», ορθώς χρησιμοποιήθηκαν οι λέξεις «Ρωμιός» και «Ρωμιοσύνη»· εξάλλου, αυτές οι καταφρονεμένες λέξεις δεν είναι «παρὰ τὰ νέα ὀνόματα τοῦ Ἕλληνος καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ»[13]. Ανάμεσα στα παλαιά και στα νέα ονόματα υπήρχε ωστόσο μια ουσιαστική διαφορά: ο Ρωμιός (συγκριτικά με τον καθαρό από ασιατικά στίγματα Έλληνα) είναι πολυφυλετικός· καρπός της «ἐπιμιξίας τοῦ νεωτέρου Ἑλληνικοῦ ἔθνους μετὰ πολλῶν ξένων», όπως έγραφε ο Παπαρρηγόπουλος στα μέσα του αιώνα, ή «χιλιοανακατωμένος»[14], όπως υπερθεμάτιζε εξήντα χρόνια αργότερα ο επιφανέστερος των εθνικιστών, ο Ίων Δραγούμης. Η συγκεκριμένη παραδοχή υπήρξε ένα από τα σημεία διαφορισμού πολλών δημοτικιστών (στρατευμένων στην υπόθεση της εθνικής αναγέννησης, όπως ο Παλαμάς και ο Δραγούμης) από την αρχαιολατρία και τον δασκαλισμό: Η τωρινή ελληνική φυλή δεν είναι η ίδια με την αρχαία και απ’ αυτό χάσκει ακόμα πιο κωμικοτραγικά η φαντασιοπληξία και προσπάθεια των γραμματισμένων της να σέρνουν την προσοχή της «κατὰ κάποιο ἀρχαῖο καλούπι», γράφει χαρακτηριστικά ο Δραγούμης, ο οποίος θεωρεί, όπως ακριβώς και ο Παπαρρηγόπουλος, ότι «ἡ σμίξη τῶν αἱμάτων ποὺ γίνεται στὰ ἑλληνικὰ τὰ χώματα αἰῶνες τώρα, δὲν εἶναι σημάδι ἀπελπιστικὸ γιὰ τὴν καινούργια φυλή, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ ἀνακάτωμα τοῦτο»[15]. Ο Δραγούμης, στην πραγματικότητα, επαναλαμβάνει εδώ την παρακαταθήκη του Παπαρρηγόπουλου: Ἐκ τῆς γενομένης καὶ ἔτι γενησομένης ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐπιμιξίας διαφόρων φύλων προέκυψεν ὄχι, ὡς λέγουσι, συρφετὸς βάναυσος, ἀδρανής, εὐήθης, ἀλλὰ ἔθνος περιέχον ἐν αὐτῷ τὰ στοιχεῖα μεγάλης πολιτικῆς ὑπάρξεως, καὶ ὅτι ἰδίως τὸ πνεῦμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ […] ζωοποιεῖ διηνεκῶς τὸ νέον τοῦτο προϊὸν τῆς ἀλληλουχίας τῶν αἰώνων[16]. Με άλλα λόγια, αντί της αγχωτικής αναζήτησης των τεκμηρίων μιας φαντασιακής φυλετικής καθαρότητας, η προσπάθεια θα έπρεπε να επικεντρωθεί στην κατάδειξη της ενότητας των φυλών και των πολιτισμών που διασταυρώθηκαν και συνέθεσαν το νέο ελληνικό έθνος. Έτσι, ο Παλαμάς θα γράψει σε ένα από τα Σατιρικὰ γυμνάσματά του: «Στὸ αἷμα μου κρατῶ κι ἀπὸ μιὰ στάλα / ξένες κι ὀχτρὲς κάθε λογῆς πατρίδες»[17], ενώ στο ποίημά του «Ὕμνος τῶν αἰώνων» (1896)[18] θα συμπυκνώσει σε έξι τετράστιχες στροφές την ιστορία του ελληνικού έθνους, συντάσσοντας σε ένα ενιαίο σύνολο (μια «Παναρμόνια πατρίδα») τα «κοσμοσυντρίμματα» των αιώνων («τῆς ἀλληλουχίας τῶν αἰώνων», κατά τον Παπαρρηγόπουλο): ό,τι άφησαν δηλαδή στο πέρασμά τους οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Βενετοί, οι Τούρκοι και οι Σλάβοι: Μητέρα μας πολύπαθη, ὦ ἀθάνατη, δὲν εἶναι μόνο σου στολίδι οἱ Παρθενῶνες· τοῦ συντριμμοῦ σου τὰ σπαθιὰ σ’ τὰ κάμανε φυλαχτὰ καὶ στεφάνια σου οἱ αἰῶνες. Καὶ οἱ πέτρες ποὺ τὶς ἔστησε στὸ χῶμα σου τὸ νικηφόρο χέρι τοῦ Ρωμαίου, κ’ ἡ σταυροθόλωτη ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο στὸν τόπο τοῦ πολύστυλου ναοῦ τοῦ ἀρχαίου, Κι αὐτὸ τὸ κάστρο ποὺ μουγγρίζει μέσα του τῆς Βενετιᾶς ἀκόμη τὸ λιοντάρι, κι ὁ μιναρὲς ποὺ στέκει, τῆς ὁλόμαυρης καὶ τῆς πικρότατης σκλαβιᾶς ἀπομεινάρι. Καὶ τοῦ Σλάβου τὸ διάβα ἀντιλαλούμενο στ’ ὄνομα ποὺ μᾶς ἔρχεται στὸ στόμα -μὲ τὸ γάλα τῆς μάνας ποὺ βυζάξαμε- σὰν ξένη ἀνθοβολιὰ στὸ ντόπιο χῶμα. Ὅλα ἕνα νύφης φόρεμα σοῦ ὑφαίνουνε, σοῦ πρέπουνε, ὦ βασίλισσα, σὰ στέμμα, στὴν ὀμορφάδα σου ὀμορφιὰ ἀπιθώσανε κ’ εἶναι σὰ σπλάχνα ἀπ’ τὸ δικό σου τὸ αἷμα. Ὦ τίμια φυλαχτά, στολίδια ἀταίριαστα, ὦ διαβατάρικα, ἀπὸ σᾶς πλάθετ’ αἰώνια, κόσμος ἀπὸ παλιὰ κοσμοσυντρίμματα ἡ νέα τρανὴ Πατρίδα ἡ παναρμόνια! Σε αυτό το φυλετικό και πολιτισμικό παλίμψηστο, το οποίο προέκυψε από τις διαδοχικές επιμιξίες, υπάρχει ωστόσο ένα σταθερό κέντρο με μεγάλη αφομοιωτική δύναμη: η ψυχή ή το πνεύμα των Ελλήνων, το οποίο συνέχει και εναρμονίζει τα μέρη, και «ζωοποιεῖ διηνεκῶς» –όπως έγραφε ο Παπαρρηγόπουλος– το όλον. Έτσι και ο Παλαμάς, υμνεί αφενός (στο προηγούμενο ποίημα) τον πολυφυλετικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα του νέου έθνους («δὲν εἶναι μόνο σου στολίδι οἱ Παρθενῶνες»), και αφετέρου το αείζωον ελληνικό πνεύμα: «ὁ λαὸς τῶν λειψάνων ζῆ καὶ βασιλεύει / χιλιόψυχος· τὸ πνεῦμα καὶ στὸ χῶμα λάμπει· / τὸ νιώθω μὲ σκοτάδια μέσα μου παλεύει». [1] Ο Fallmerayer θα αναφερθεί εκτενώς στον εκσλαβισμό και στον μεταγενέστερο εξαλβανισμό της Ελλάδας στα 1835, στο δοκίμιό του (γνωστό ως Ακαδημαϊκή πραγματεία) Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων. Για τους διαδοχικούς θανάτους της αρχαίας Ελλάδας (τον εκσλαβισμό και τον εξαλβανισμό της), όπως προκύπτουν από τη θεωρία του Fallmerayer, βλ. Γ. Βελουδής, Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων 1982, Θεμέλιο 1999, 32 κ.ε. και Έλλη Σκοπετέα, Φαλμεράυερ. Τεχνάσματα του αντιπάλου δέους, 15 κ.ε. [2] Arthur de Gobineau, Στο βασίλειο των Ελλήνων στα τέλη του 19ου αιώνα, μτφ. Πόλυ Μοσχοπούλου, εκδ. Περίπλους, Αθήνα 1999, σσ. 34-35. [3] Αχ. Παράσχος, «Γκομπινώ και Λουκιανού Αληθής ιστορία», Ποιήματα Γ΄, Αθήνα 1881, 245-248. Βλ. σχετικά και Pan. Moullas, Les Concours poétiques de l’ Université d’ Athènes, Αθήνα 1989, σ. 278. [4] Κ. Θ. Δημαράς, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, σ. 94. [5] Έτσι, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος θα αντιτάξει το κύρος της επιστήμης σε όσους επιπόλαια υποστηρίζουν ότι η αρχαία ελληνική φυλή «ἐναυάγησεν αὔτανδρος»: «Ἡ δ’ ἐπιστήμη ἔχει ἄλλα καθήκοντα νὰ ἐκπληρώσῃ. Αὕτη ἀντιτάσσει εἰς τὴν ἐπιπόλαιον τῆς ἱστορίας σπουδήν, τὴν έπιμελῆ αὐτῆς μελέτην, εἰς τὴν παρεξήγησιν τῶν κειμένων, τὴν ὀρθὴν αὐτῶν ἑρμηνείαν, εἰς τὴν κακὴν πίστιν καὶ τὴν ἀπάτην, τ’ ἀκαταμάχητα γεγονότα». Στο βιβλίο του Περὶ τῆς ἐποικήσεως σλαβικῶν τινων φυλῶν εἰς τὴν Πελοπόννησον (1843), από τον πρόλογο του οποίου προέρχεται το συγκεκριμένο παράθεμα, ο Παπαρρηγόπουλος θα αποδείξει ότι οι πρώτοι Σλάβοι εποίκησαν ειρηνικά την Πελοπόννησο στα μέσα του όγδοου αιώνα, με την υποκίνηση μάλιστα της βυζαντινής κυβέρνησης, προκειμένου να κατοικηθούν οι περιοχές που είχαν ερημωθεί από τον προηγηθέντα λοιμό. Με αυτό τον τρόπο αντικρούει τον Fallmerayer ο οποίος υποστήριξε ότι οι Αβαρο-σλάβοι εισέβαλαν στην Ελλάδα κατά τον έκτο αιώνα. [6] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους [η πρώτη μορφή: 1853], σ. 33. Ο Γ. Βελουδής (Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού) συσχετίζει τον συγκεκριμένο ορισμό της έννοιας «έθνος» από τον Παπαρρηγόπουλο με τις μεγαλοϊδεατικές σκοπεύσεις (σ. 71), ενώ πολύ σωστά παρατηρεί ότι ο Παπαρρηγόπουλος ήδη από το 1846 «μεταθέτει τη βάση της συζήτησης απ’ το φυλετικό ζήτημα της καταγωγής των νεοελλήνων στη βάση της πολιτισμικής παράδοσης και της ιστορικής συνέχειας» (σ. 68). Αντίθετα, ο ισχυρισμός του Αντ. Λιάκου ότι «Η ελληνική θεωρία της συνέχειας ανάγει τα κριτήρια του ορισμού του έθνους στο “όμαιμον”, “ομόγλωσσον” και “ομότροπον” του Ηροδότου”» («Η προσκόλληση στον Μεγαλέξανδρο». Το Βήμα, 23 Ιαν. 1994) δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι θεωρητικοί της ελληνικής συνέχειας, από τον Παπαρρηγόπουλο ώς τον Παλαμά και τον Ίωνα Δραγούμη, απορρίπτουν τις φυλετικές θεωρίες, τις σχετικές με «άμικτα και ιδιόρρυθμα έθνη», και αναζητούν τα τεκμήριά τους αποκλειστικά και μόνο στα πεδία του πολιτισμού και του κοινού παρελθόντος. [7] Κ. Παπαρρηγόπουλος, «Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους», Πανδώρα 1/9 (1850), σ. 201. [8] Ό.π., σ. 201. [9] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους [η πρώτη μορφή: 1853], σ. 111. [10] Κ. Παπαρρηγόπουλος, «Γεώργιος Καστριώτης ἢ Σκενδέρμπεϋς», Νέα Εστία, τ. Α΄ (1876), σ. 5. [11] Κ. Παλαμάς, «Ὁ Σκεντέρμπεης καὶ ὁ σωβινισμός», Άπαντα 16, σσ. 276-277. Το ίδιο τετράστιχο το παραθέτει ο Παλαμάς –με σκοπό να στηλιτεύσει την πατριδοκαπηλία– και σε ένα άλλο άρθρο του, γραμμένο αμέσως μετά την τραγική έκβαση του πολέμου, στα 1897: «Οἱ τριακόσιοι», Άπαντα 15, σσ. 462-465. Ο «φρενιτιῶν ἐθνικὸς ποιητής», το όνομα του οποίου αποφεύγει να αναφέρει ο Παλαμάς (γιατί βεβαίως δεν είναι δυνατόν να είχε αποστηθίσει τους στίχους αλλά να ξέχασε το όνομα του ποιητή), είναι –όπως μας πληροφορεί ο Κ. Θ. Δημαράς (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, σ. 335)– ο Π. Συνοδινός. [12] Βλ. χαρακτηριστικά τη χρήση της λέξης από τον Μποέμ: «…τὸ πιὸ διεφθαρμένον αὐτὸ στοιχεῖον τοῦ τόπου, τὸ κτηνῶδες, τὸ ὑλιστικώτερον, τὸ χαμερπέστερον, τὸ ἐκφυλιστικώτερον, τὸ ρωμηότερον…» («Οι φυγόστρατοι», Ο Διόνυσος, Α΄, σσ. 322-323). [13] Κ. Παλαμάς, «Ρωμιὸς καὶ ρωμιοσύνη», Άπαντα 6, σ. 279. [14] Ίων Δραγούμης, Ὅσοι ζωντανοί, σ. 167. [15] ό.π. σ. 165. [16] Κ. Παπαρρηγόπουλος, «Εισαγωγή…», σ. 201. [17] Κ. Παλαμάς, Άπαντα 5, 265. Βλ. και: Ξ. Α. Κοκόλης, Κωστής Παλαμάς Σατιρικά γυμνάσματα, 130 κ.ε. [18] Κ. Παλαμάς, Άπαντα 5, 309. 196 recommended0 comments0 sharesShareTweetSharePin it